Ήταν το 2000 όταν δύο επιστήμονες, ο καθηγητής νευροαισθητικής Σεμίρ Ζέκι από το Εργαστήριο Νευροβιολογίας του University College στο Λονδίνο και ο Αντρέας Μπάρτελς ερευνητής στο Ινστιτούτο Βιολογικής Κυβερνητικής Μαξ Πλανκ στη Γερμανία – επέλεξαν 70 ερωτευμένα άτομα, για να εξετάσουν τον εγκέφαλό τους.
Οι εθελοντές δέχτηκαν να μπουν στον τεράστιο κύλινδρο ενός λειτουργικού μαγνητικού τομογράφου (fMRI) και οι απεικονίσεις που προέκυψαν αποτέλεσαν τις πρώτες στην ιστορία της επιστήμης εικόνες του ερωτευμένου εγκεφάλου.
Οι εν λόγω απεικονίσεις υπήρξαν αποκάλυψη για τους δύο ερευνητές και για όσους ακολούθησαν τα βήματά τους, καθώς έδειξαν ότι ο έρωτας μοιάζει πολύ με τον εθισμό, όπως π.χ. στο αλκοόλ. Με το εύρημα αυτό συμφωνεί ο δρ Άρθουρ Έιρον, κοινωνικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Stony Brook της Νέας Υόρκης. Σε δικές του μελέτες, στις οποίες επανέλαβε το όλο πείραμα, επιβεβαίωσε πως το πολύπλοκο εγκεφαλικό σύστημα που ενεργοποιεί η αγάπη «ουσιαστικά είναι το ίδιο ακριβώς με αυτό που ενεργοποιείται όταν κάποιος παίρνει ένα ναρκωτικό».
Η αλήθεια είναι πως η χημεία μεταξύ δύο ανθρώπων δεν είναι μόνο θέμα χημικών μορίων που πλημμυρίζουν τον εγκέφαλο.
«Οι σύντροφοί μας ασκούν επιρροή πάνω μας – το ίδιο και η ανατροφή, η εκπαίδευση, η τηλεόραση, οι χρονικές συγκυρίες, το μυστήριο», τονίζει η καθηγήτρια Ανθρωπολογίας Έλεν Φίσερ, ερευνήτρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Rutgers και συγγραφέας πέντε βιβλίων για την εξέλιξη και το μέλλον του έρωτα, του γάμου, τις διαφορές των δυο φύλων και του πώς η προσωπικότητά μας επηρεάζει το ποιον ερωτευόμαστε.
H έλξη
Εν αρχή ην η έλξη, η σπίθα. Επιλέγουμε ένα πρόσωπο ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα. Ο ψυχολόγος Μαρκ Κρίσταλ, από το Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο, πιστεύει ότι σε αυτό το πολύ αρχικό στάδιο του έρωτα παίζουν ρόλο αόρατα χημικά σινιάλα, οι φερομόνες.
«Οι φερομόνες είναι χημικά μόρια που εκπέμπει το ανθρώπινο σώμα και υπαγορεύουν τη συμπεριφορά μας. Παρ’ ότι δεν μπορούμε συνειδητά να τις μυρίσουμε, εισέρχονται μέσω του οσφρητικού συστήματος στον εγκέφαλο και καθιστούν κάποιον ελκυστικό για εμάς», εξηγεί. Ρόλο στην έλξη παίζουν «και άλλες αισθητήριες ενδείξεις», προσθέτει, όπως η μυρωδιά, το άγγιγμα και το πώς ηχούν όσα λέει στ’ αυτιά μας.
«Η μυρωδιά παίζει σημαντικό ρόλο και είναι από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που εντάσσονται στις πολιτισμικές προδιαγραφές της ελκυστικότητας», εξηγεί. «Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι για να ερωτευτούμε πρέπει να ενεργοποιηθούν διάφορες νευροχημικές διεργασίες και να υπάρξουν πολυάριθμα εξωτερικά ερεθίσματα – και η κουλτούρα μας ασφαλώς παίζει ρόλο σε αυτά».
Ντοπαπίνη: H τρέλα
Μετά την αρχική έλξη και επιλογή, έρχεται η μεθυστική τρέλα, η μαγεία που μας κάνει να μην μπορούμε να βγάλουμε τον άλλο/άλλη από το μυαλό μας. Σε αυτό το στάδιο είναι που χρησιμοποιεί ο εγκέφαλος το χημικό οπλοστάσιό του για να εστιάσουμε την προσοχή μας στον Ένα ή στην Μία, παραμερίζοντας όλους τους άλλους.
Σε μία από τις μελέτες του, η οποία δημοσιεύθηκε το 2005, ο δρ Έιρον επιστράτευσε 10 γυναίκες και επτά άνδρες που ήταν τρελά ερωτευμένοι. Αφού πήρε από όλους σύντομες συνεντεύξεις, τους έβαλε μέσα σε έναν λειτουργικό μαγνητικό τομογράφο και άρχισε να τους δείχνει φωτογραφίες του/της συντρόφου εναλλάξ με φωτογραφίες απλών γνωστών τους.
Όταν οι εθελοντές έβλεπαν τις φωτογραφίες των συντρόφων τους, η κοιλιακή ωχρά σφαίρα του εγκεφάλου τους πλημμύριζε από ντοπαμίνη. Η κοιλιακή ωχρά σφαίρα είναι η περιοχή του εγκεφάλου που φιλοξενεί τα συστήματα επιβράβευσης και κινήτρων. «Η ντοπαμίνη παράγεται όταν κάνουμε κάτι που μας προξενεί άκρατη ευχαρίστηση, ακόμα και η κατανάλωση λίγης σοκολάτας», εξηγεί στην εφημερίδα Los Angeles Times ο δρ Λάρυ Τζ. Γιανγκ, καθηγητής Ψυχιατρικής στο Εθνικό Ερευνητικό Κέντρο Πρωτευόντων Θηλαστικών του Πανεπιστημίου Emory στην Ατλάντα.
Η ενεργοποίηση της κοιλιακής ωχράς σφαίρας είναι κυρίως υπεύθυνη για μερικές από τις ενίοτε παράδοξες συμπεριφορές των φρεσκοερωτευμένων, οι οποίες σχετίζονται με τα κίνητρα και την επίτευξη ενός στόχου: την υπερβολική ενεργητικότητα, την απώλεια του ύπνου, την ευφορική κατάσταση και, μερικές φορές, το άγχος και την εμμονή.
Ωκυτοκίνη: Η γαλήνη
Καθώς περνάει ο καιρός, αρχίζουμε να δενόμαστε συναισθηματικά με τον/την σύντροφό μας. Η επιστημονική έρευνα έχει δείξει πως αυτό που μας παρακινεί να δεθούμε είναι δύο ορμόνες, η ωκυτοκίνη και η αγγειοπρεσίνη, οι οποίες μπαίνουν στο παιχνίδι μετά από την «έκρηξη» της ντοπαμίνης.
Η ωκυτοκίνη παράγεται στον οργανισμό στη διάρκεια προσωπικών στιγμών, όπως π.χ. το αγκάλιασμα, η ακόμα και η παρατεταμένη επαφή των ματιών. Είναι η ορμόνη που κάνει τις μητέρες να δένονται με τα μωρά τους.
Η αγγειοπρεσίνη είναι μία αντιδιουρητική ορμόνη, η οποία έχει αποδειχθεί πως σχετίζεται και με το συναισθηματικό δέσιμο. Μάλιστα, μία μελέτη του 2008 έδειξε πως ορισμένες γενετικές μεταλλαγές στον υποδοχέα της αγγειοπρεσίνης σχετίζονται με την απιστία και τον φόβο της δέσμευσης.
Το τέλος
Όλες οι προαναφερθείσες χημικές ουσίες απελευθερώνονται όταν ερωτευόμαστε, για να εξασφαλίσουν ότι θα μείνουμε με έναν σύντροφο αρκετό καιρό μαζί, κι αυτό για το καλό των απογόνων. Τι γίνεται, όμως, όταν αρχίσει να περνάει η έντονη δράση τους;
Οι ερευνητές υποθέτουν ότι τα ζευγάρια μπαίνουν τελικά σε αυτό που αποκαλείται συντροφική αγάπη: μια σχέση πιο στενή, με μεγαλύτερη δέσμευση και οικειότητα, αλλά και πολύ λιγότερο πάθος. Μια ήρεμη αγάπη που μας δένει για πάντα αλλά πολύ δύσκολα μας συνταράσσει.
Κάποιοι υπολογίζουν ότι αυτό συμβαίνει έπειτα από χρονικό διάστημα που κυμαίνεται από λίγους μήνες έως 4 χρόνια, κατά τον δρα Έιρον. Κι αυτό γιατί μετά τα 4 χρόνια μόνιμης σχέσης ή γάμου καταγράφονται οι περισσότεροι χωρισμοί ή διαζύγια αντιστοίχως. Με άλλα λόγια, τα “επτά χρόνια φαγούρα” είναι μάλλον πολλά στις μέρες μας.
Στοιχεία που παρουσίασε το 2009 η Μπιάνκα Ατσεβέντο, μεταπτυχιακή ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στην Σάντα Μπάρμπαρα, έδειξαν ότι αυτό δεν ισχύει για όλους. Η Ατσεβέντο και οι συνεργάτες της εξέτασαν λειτουργικές μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλου ζευγαριών που ισχυρίζονταν ότι ήταν ερωτευμένα έπειτα από 20 χρόνια γάμου. Όπως διαπίστωσαν, στους εγκεφάλους τους υπήρχε η ίδια νευρική δραστηριότητα που παρατηρείται στους φρεσκοερωτευμένους, με τη διαφορά ότι δεν υπήρχε πλέον το άγχος ή η εμμονή με τον/την σύντροφο. Οι ερευνητές ανακάλυψαν κάτι που εξέπληξε ακόμα και τους ίδιους: βάση των ευρημάτων τους, αυτού του είδους ο μακράς διαρκείας δεσμός αφορά το 30% των παντρεμένων. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι έχουμε πολλά να μάθουμε από αυτά τα ευτυχισμένα ζευγάρια, αρκεί βεβαίως να το θέλουμε. Το κλειδί, λένε, είναι να κάνουμε μαζί τους πράγματα που μας ευχαριστούν, μας ξανανιώνουν, μας εξιτάρουν και μας δένουν ακόμα περισσότερο.