Η ιγμορίτιδα είναι μια από τις πιο συνηθισμένες αιτίες επίσκεψης στο γιατρό. Πλήττει μικρούς και μεγάλους, πολλές φορές για μερικές ημέρες αλλά συχνά με τακτικές υποτροπές που βασανίζουν τον πάσχοντα για μήνες ή και χρόνια.
Ιγµορίτιδα είναι η φλεγµονή των ιγµορείων άντρων, τα οποία αποτελούν µέρος των παραρρίνιων κόλπων του προσώπου. Εκτός από τα ιγµόρεια οι υπόλοιποι παραρρίνιοι κόλποι είναι: oι µετωπιαίοι, ο σφηνοειδής και οι ηθµοειδείς κυψέλες. Όταν αυτοί για διάφορους λόγους φλεγµαίνουν, τότε δηµιουργούνται οι παραρρινοκολπίτιδες, µε πιο συχνή απ’ όλες, αυτή της ιγµορίτιδας.
Τι είναι τα ιγµόρεια
Τα ιγμόρεια είναι διαστήµατα µέσα στο οστό, στο πλαϊνό τοίχωµα της µύτης, τα οποία φυσιολογικά καλύπτονται από το βλεννογόνο που καλύπτει και το εσωτερικό της µύτης, από το αναπνευστικό επιθήλιο . Πιο απλά είναι µια συνέχεια της µύτης µέσα στο οστό του κρανίου. Επικοινωνούν µε τη µύτη µέσω ενός µικρού στοµίου, ενώ παροχετεύουν ό,τι εκκρίσεις υπάρχουν µέσα σε αυτό. Στο ιγµόρειο υπάρχει αέρας και όταν όλες αυτές οι λειτουργίες γίνονται φυσιολογικά, ο άνθρωπος δεν έχει καµία ενόχληση.
Πόσες µορφές ιγµορίτιδας έχουµε
Τρεις. Την οξεία, τη χρόνια και την υποξεία.
Η οξεία ιγμορίτιδα αποτελεί ένα πολύ συχνό φαινόµενο που συνήθως παρατηρείται µετά από ιογενή λοίµωξη του ανωτέρου αναπνευστικού, ένα κοινό κρυολόγηµα δηλαδή, που κρατάει το πολύ μέχρι οκτώ ηµέρες και ύστερα υποχωρεί.
Χρόνια χαρακτηρίζουµε την ιγµορίτιδα όταν η φλεγµονή και τα προβλήµατα γενικότερα επιµένουν για πάνω από τρεις µήνες. Και γι’ αυτό το λόγο υπάρχει ένας µύθος που ο κόσµος πιστεύει και σύµφωνα µε τον οποίο η ιγµορίτιδα δε θεραπεύεται. Είναι σηµαντικό πάντως να µη συγχέει κάποιος την οξεία µε τη χρόνια ιγµορίτιδα.
Οταν τα συµπτώµατα κρατούν από 4 έως 12 εβδοµάδες, τότε πρόκειται για υποξεία ιγµορίτιδα.
Τα συµπτώµατά της ιγμορίτιδας
Η ρινική συµφόρηση, η απόφραξη, οι βλεννώδεις ή πυώδεις εκκρίσεις, που µπορεί να υπάρχουν ή να µην υπάρχουν, ανάλογα αν το στόµιο του ιγµορείου είναι ανοιχτό ή κλειστό, είναι µερικά από τα συµπτώµατα. Να σηµειωθεί ότι είναι χειρότερο να µην υπάρχουν εκκρίσεις, γιατί αυτό δείχνει ότι δεν παροχετεύεται το ιγµόρειο µέσα στη µύτη.
Άλλα συµπτώµατα που µπορεί να έχει ο ασθενής είναι οπισθορινικές εκκρίσεις, κεφαλαλγία, βήχας και έντονος πόνος ο οποίος εντοπίζεται στις παρειές του προσώπου και µερικές φορές αντανακλά στο µάτι ή ακόµα και σε κάποιο δόντι, επειδή τα δόντια της άνω γνάθου συνορεύουν µε το ιγµόρειο.
Ιδίως στη χρόνια ιγµορίτιδα αλλά και στην οξεία, παρουσιάζονται συχνοί πονοκέφαλοι των οποίων το χαρακτηριστικό είναι ότι ο πόνος που νιώθει ο ασθενής επιδεινώνεται µε το σκύψιµο, µε το βήχα, µε οποιαδήποτε δηλαδή σωµατική άσκηση ή πίεση. Αυτός ο πονοκέφαλος διαφέρει από την ημικρανία. Ακόµα µπορεί να επηρεαστεί και η όσφρηση δηµιουργώντας υποσµία ή ανοσµία, επειδή η µύτη είναι «µπουκωµένη» και ο αέρας δε φθάνει στο οσφρητικό επιθήλιο. Γενικότερα οι ασθενείς που υποφέρουν από ιγµορίτιδα µπορεί να αισθάνονται και κακουχία.
Video: H παθολογία της ιγμορίτιδας (sinusitis)
Στο γιατρό
Το σύνηθες σενάριο είναι το εξής: µετά από ένα κοινό κρυολόγηµα, από µια ιογενή ρινίτιδα δηλαδή, εµφανίζονται βλεννώδεις και πυώδεις εκκρίσεις, πονοκέφαλος, πόνος στο πρόσωπο κλπ. Εάν όλα αυτά τα συµπτώµατα διαρκούν πάνω από οκτώ ηµέρες και ο ασθενής εξακολουθεί να µην αισθάνεται καλά, τότε πρέπει να απευθυνθεί στον ειδικό γιατί εάν η ιγµορίτιδα είναι βακτηριδιακή (µικροβιακή) χρειάζεται θεραπεία. Καλό είναι όµως να περιµένει µια εβδοµάδα γιατί συνήθως οι περισσότερες παραρρινοκολπίτιδες είναι ιογενείς, κρατούν λίγο, δε χρειάζονται αντιβίωση και υποχωρούν µόνες τους.
Διαφορά µεταξύ ρινίτιδας και ιγµορίτιδας
Συνήθως η ιγµορίτιδα είναι επακόλουθο της ρινίτιδας. Δε µπορεί να υπάρξει ιγµορίτιδα χωρίς ο ασθενής να έχει ρινίτιδα. Το αντίθετο µπορεί να συµβεί. Στο εξωτερικό µάλιστα οι φλεγµονές των παραρρινίων κόλπων περιγράφονται µε τον όρο «ρινο-παραρρινοκολπίτιδες».
Ιγµορίτιδα ή απλό κρυολόγηµα;
Τα συµπτώµατα της ιγμορίτιδας είναι αλήθεια ότι µοιάζουν µε αυτά του κρυολογήµατος. Συνήθως όµως το κρυολόγηµα κάνει έναν κύκλο, ξεκινώντας µε µπούκωµα στη µύτη και καταρροή καθαρής βλέννας. Στην πορεία οι εκκρίσεις αυτές γίνονται πιο βλεννώδεις και τελικά τα συµπτώµατα υποχωρούν. Όταν όµως οι εκκρίσεις εξακολουθούν να είναι βλεννώδεις ή και πυώδεις ή δύσοσµες, όταν ο ασθενής έχει οπισθορρινικές εκκρίσεις ή «βάρος» στο πρόσωπο, βήχα και νιώθει κακουχία και αν όλα αυτά επιµένουν για πάνω από οκτώ ηµέρες, τότε πρέπει οπωσδήποτε να απευθυνθεί στο γιατρό.
Πώς γίνεται η διάγνωση
Συνήθως η διάγνωση είναι κλινική. Παλαιότερα τόσο οι γενικοί όσο και οι ειδικοί γιατροί χρησιµοποιούσαν πάρα πολύ τις ακτινογραφίες στους παραρρινίους κόλπους, τώρα πια όµως αυτός ο τρόπος διάγνωσης έχει εγκαταλειφθεί για να µην επιβαρύνεται ο ασθενής από την ακτινοβολία. Σε κάποιες περιπτώσεις µπορεί να χρειαστεί ακτινολογική απεικόνιση και καλλιέργεια δείγµατος που λαµβάνεται από το µέσο ρινικό πόρο.
Τα τελευταία χρόνια, στο µεγαλύτερο ποσοστό η διάγνωση γίνεται ή µε κλινική εξέταση του ασθενούς ή µε τα ενδοσκοπικά µηχανήµατα. Μ’ ένα άκαµπτο ενδοσκόπιο ο γιατρός έχει τη δυνατότητα να δει όλη τη µύτη, από την είσοδο µέχρι το ρινοφάρυγγα, το στόµιο του ιγµορείου στο µέσο ρινικό πόρο, αν εκεί αναβλύζει πύον, αν υπάρχει οποιαδήποτε ανωµαλία, όπως σκολίωση διαφράγµατος, πολύποδες, κρεατάκια ή µια χρόνια ρινίτιδα και να διαπιστώσει αν υπάρχει ιγµορίτιδα ή όχι. Εάν ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται στα φάρµακα, πρόκειται να χειρουργηθεί ή εάν η νόσος έχει προχωρήσει και ο γιατρός υποπτεύεται επιπλοκές, τότε µπορεί να προχωρήσει και σε αξονική τοµογραφία (CT).
Πώς θεραπεύεται η ιγµορίτιδα;
Όταν πρόκειται για ιογενή ιγµορίτιδα τα µέτρα που παίρνουµε είναι υποστηρικτικά. Προσπαθούµε να αποσυµφορήσουµε τη µύτη µε τοπικά σπρέι, κάνουµε ρινικές πλύσεις µε αλατούχα διαλύµατα, εισπνοές ατµού µε ευκάλυπτο ή λίγη µέντα, παίρνουµε βιταµίνες, κάνουµε δηλαδή ό,τι θα κάναµε για να αντιµετωπίσουµε ένα κοινό κρυολόγηµα.
Όταν όµως έχουµε διαγνωσµένη βακτηριδιακή, έχουµε δηλαδή µικροβιακή ιγµορίτιδα, πρέπει οπωσδήποτε να γίνουν δύο πράγµατα. Το πρώτο είναι να καταπολεµηθεί το µικρόβιο µε αντιβίωση και το δεύτερο να αποσυµφορηθεί η µύτη, να µειωθεί δηλαδή το οίδηµα για να καταργηθεί ο µηχανισµός που προκάλεσε την ιγµορίτιδα, έτσι ώστε να «ανοίξει» η µύτη, να ανοίξει το στόµιο του ιγµορείου και να γίνεται φυσιολογικά η παροχέτευση των υγρών.
Για πόσες ηµέρες πρέπει να λαµβάνει την αντιβίωση ο ασθενής;
Ανάλογα µε το σκεύασµα και την ουσία της αντιβίωσης, ο ασθενής µπορεί να την πάρει για διάστηµα από 7 έως 14 ηµέρες. Τα αντιβιοτικά που χρησιµοποιούµε είναι αµοξυκιλλίνη/κλαβουλανικό οξύ, 2ης γενιάς κεφαλοσπορίνες, κλαρυθροµυκίνη ή άλλη µακρολίδη+/-µετρονιδαζόλη, σπανιότερα κινολόνες. Γενικά για τα αντιβιοτικά δείτε εδώ.
Η ιγμορίτιδα είναι η πέμπτη κυριότερη αιτία για την οποία συνταγογραφούνται αντιβιοτικά στους ενηλίκους. Είναι δύσκολο για τους γιατρούς να μην συνταγογραφήσουν κάποιο αντιβιοτικό επειδή οι ασθενείς πραγματικά υποφέρουν και δεν υπάρχει κάποιο άλλο φάρμακο για να τους χορηγήσουν. Όμως μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι τα αντιβιοτικά πλέον είναι άχρηστα στις περισσότερες περιπτώσεις ιγμορίτιδας. Σχετικά με αυτή τη μελέτη δείτε εδώ.
Κατηγορίες σπρέι
Κάνοντας µια απλοποιηµένη κατηγοριοποίηση, θα λέγαµε ότι υπάρχουν τα αποσυµφορητικά και τα κορτιζονούχα. Τα πρώτα είναι καλά για ένα µικρό χρονικό διάστηµα, επειδή βοηθούν να «ανοίξει» γρήγορα η µύτη. Εάν όµως ο ασθενής δεν κάνει χρήση αλλά κατάχρηση αυτών, τότε µπορεί να προκληθεί φαρµακευτική ρινίτιδα και επιδείνωση των συµπτωµάτων.
Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται στους λαρυγγολόγους έχοντας υποστεί εθισµό σε αυτά τα σπρέι, µε αποτέλεσµα εάν δεν τα χρησιµοποιήσουν η µύτη τους να µην ανοίγει διαφορετικά. Αυτοί οι ασθενείς δεν έχουν αντιµετωπίσει το υποκείµενο νόσηµα ώστε να βρουν την ίαση. Αντίθετα τα κορτιζονούχα σπρέι δεν προκαλούν εθισµό, ούτε φαρµακευτική ρινίτιδα, όπως πιστεύει ο κόσµος. Τα αποτελέσµατά τους βέβαια δεν είναι τόσο άµεσα, η δράση τους παρουσιάζεται µετά από κάποιες εβδοµάδες και δρουν θεραπευτικά. Άνθρωποι που υποφέρουν από αλλεργική ρινίτιδα, µη αλλεργική ρινίτιδα, από ρινικούς πολύποδες – ασθενείς που πλέον είναι πάρα πολλοί – χρειάζονται αυτά τα σπρέι. Γι’ αυτούς είναι αναντικατάστατα. Και βέβαια η θεραπεία δίνεται από το γιατρό βάσει της ηλικίας των ασθενών (συνήθως είναι νέοι), βάσει άλλων καταστάσεων υγείας που µπορεί να αντιµετωπίζουν, αλλά και βάσει άλλων φαρµάκων που πιθανόν να λαµβάνουν. Τα αποσυµφορητικά από το στόµα παρουσιάζουν αντενδείξεις σε ανθρώπους που έχουν πίεση ή άλλα προβλήµατα υγείας. Το σηµαντικό λοιπόν είναι τα φάρµακα αυτά να χρησιµοποιούνται βάσει των οδηγιών του γιατρού.
Video: Η θεραπεία της ιγμορίτιδας
Δυνατότητα χειρουργικής επέµβασης
Χειρουργείο μπορεί να συµβεί όταν ο ασθενής έχει περάσει στη χρόνια ιγµορίτιδα. Εάν δούµε ότι εξάντλησε τη φαρµακευτική θεραπεία χωρίς όµως να δει αποτέλεσµα, τότε σαφώς µπορούµε να προχωρήσουµε σε χειρουργική αντιµετώπιση. Και αξίζει εδώ να σηµειωθεί ότι σε αυτόν τον τοµέα η λαρυγγολογία έχει εξελιχθεί πολύ. Παλαιότερα γίνονταν ανοιχτές επεµβάσεις οι οποίες ήταν δύσκολες και χωρίς εξασφαλισµένη επιτυχία. Τώρα, µετά την εξέλιξη των ενδοσκοπίων, οι επεµβάσεις γίνονται ενδοσκοπικά. Αυτή η χειρουργική τεχνική λέγεται FESS, δηλαδή Λειτουργική Ενδοσκοπική Χειρουργική των παραρρινίων κόλπων. Γίνεται σχετικά αναίµακτα και χωρίς καµία εξωτερική τοµή στο πρόσωπο. Όλα πραγµατοποιούνται εσωτερικά από τη µύτη και αυτό που κάνουµε είναι η επίλυση του ανατοµικού προβλήµατος, δηλαδή διευρύνουµε το στόµιο του ιγµορείου.
Οι επεµβάσεις αυτές έχουν µεγάλο ποσοστό επιτυχίας το οποίο φθάνει ακόµα και στο 90%, αρκεί να γίνουν από τα «σωστά χέρια», γιατί όπως καταλαβαίνετε µιλάµε για µια πολύ εξειδικευµένη χειρουργική τεχνική. Μην ξεχνάµε ότι η µύτη και οι παραρρίνιοι κόλποι γειτνιάζουν µε πολύ σηµαντικά όργανα, όπως είναι ο οφθαλµός και ο εγκέφαλος.
Τα αίτια
Το πρώτο και βασικό αίτιο είναι η ιογενής ρινίτιδα, το κρυολόγηµα δηλαδή, συχνό φαινόµενο κατά τους φθινοπωρινούς µήνες και το χειµώνα. Από εκεί και µετά, οποιαδήποτε παθολογία της µύτης, ρινικοί πολύποδες, αλλεργική ή µη αλλεργική ρινίτιδα (αγγειοκινητική), οποιαδήποτε κάκωση της µύτης που έχει προκαλέσει αλλαγή στην ανατοµία της, η σκολίωση του ρινικού διαφράγµατος (το διάφραγµα µπορεί να είναι τόσο στραβό ώστε να κλείνει το άνοιγµα του ιγµορείου), αλλά και η φαρµακευτική ρινίτιδα µπορεί να αποτελέσουν αίτια. Η ιγµορίτιδα συναντάται επίσης συχνά σε κολυµβητές και δύτες.
Ένα άλλο συχνό αίτιο δηµιουργίας ιγµορίτιδας είναι και τα δόντια. Επειδή οι ρίζες των προγοµφίων και των γοµφίων στην άνω γνάθο είναι ακριβώς κάτω από το έδαφος του ιγµορείου, οποιαδήποτε φλεγµονή στη ρίζα του δοντιού επεκτείνεται από το δόντι µέσα στο ιγµόρειο και κάνει την λεγόµενη οδοντογενή ιγµορίτιδα. Σε αυτή την περίπτωση τα µικρόβια που προκαλούν το πρόβληµα είναι συνήθως αναερόβια και γι΄ αυτό το λόγο δίνουµε διαφορετική αντιµικροβιακή θεραπεία απ’ ό,τι στις υπόλοιπες ιγµορίτιδες. Επιβαρυντικοί παράγοντες είναι ακόµα η γαστροοισοφαγική παλινδρόµηση και το άσθµα.
Οι κίνδυνοι
Εκτός από τις επιπτώσεις που έχει στην ποιότητα της ζωής ενός ανθρώπου (δεν αναπνέει από τη µύτη, βήχει, έχει εκκρίσεις, δεν ξεκουράζεται στον ύπνο του, νιώθει κακουχία) και την επιβάρυνση του κατώτερου αναπνευστικού, η ιγµορίτιδα -ιδιαίτερα η οξεία- µπορεί να γίνει επικίνδυνη για τη ζωή του ασθενούς δηµιουργώντας σοβαρές επιπλοκές.
Εάν η φλεγµονή επεκταθεί, µπορεί να πάει προς τον οφθαλµό προκαλώντας ακόµα και τύφλωση, µπορεί επίσης να δηµιουργήσει µηνιγγίτιδα ή και αποστήµατα στον εγκέφαλο. Όλα αυτά βέβαια είναι εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις και συνήθως συµβαίνουν σε ανθρώπους που έχουν κάποια ανοσοανεπάρκεια ή λόγω µικρής ηλικίας ή λόγω κάποιων άλλων προβληµάτων υγείας. Για όλους αυτούς τους λόγους, χρειάζεται παρακολούθηση από ειδικό ακόµα και µετά την αποθεραπεία.
Επανεμφάνιση
Εάν δεν έχει θεραπευτεί το υποκείµενο πρόβληµα της µύτης, π.χ. εάν ο συγκεκριµένος άνθρωπος είναι αλλεργικός και έχει αλλεργική ρινίτιδα ή πολύποδες, είναι πολύ εύκολο στο πρώτο κρυολόγηµα να παρουσιάσει και πάλι ιγµορίτιδα.
Πρακτικές συµβουλές
Η καλή διατροφή, η διακοπή του καπνίσµατος, γενικότερα η διατήρηση της µύτης του σ’ ένα καλό επίπεδο είναι µερικές συµβουλές. Εάν κάποιος νιώθει ότι η µύτη του είναι «µπουκωµένη» χωρίς όµως να είναι άρρωστος ή να έχει κρυολογήσει, εάν η αναπνοή του δεν είναι καλή, θα πρέπει να απευθυνθεί στον ειδικό. Η µύτη µας χρειάζεται υγρασία, οι απότοµες αλλαγές της θερµοκρασίας, ο κλιµατισµός, ο κακός εξαερισµός, είναι συνθήκες που την επιβαρύνουν. Από την άλλη πολύ σηµαντικός παράγοντας είναι η πειθαρχία του ίδιου του ασθενούς. Συνήθως οι περιπτώσεις που βλέπω είναι παραµεληµένες. Πολλοί ασθενείς λένε: «Είµαι µπουκωµένος, εντάξει θα ζήσω µε αυτό το πρόβληµα». Δεν είναι όµως έτσι, καθώς υπάρχουν πλέον πάρα πολλές λύσεις για την αντιµετώπισή του.