Σκηνή πρώτη: Η Φλέρυ Νταντωνάκη, ήταν, κατά γενική ομολογία των αμερικανών κριτικών ένα ανερχόμενο αστέρι του θεάτρου και του τραγουδιού και συχνά καλούσε αυτήν την νέα ελληνίδα ο Μέρβ Γκρίφιν στο δημοφιλές τηλεοπτικό σόου του. Την κάλεσε στις 23 Απριλίου του 1967 και της ζήτησε να τραγουδήσει. Εκείνη σηκώθηκε όρθια και είπε: «Να τραγουδήσω; Ξέρετε τι έγινε στην πατρίδα μου; Της έκλεψαν την ελευθερία. Και φταίτε εσείς γι’ αυτό». Δέχτηκε να τραγουδήσει μόνο ένα τραγούδι χωρίς την συνοδεία μουσικής, το «Σώπα όπου να ναι θα σημάνουν οι καμπάνες» από την «Ρωμιοσύνη» των Γιάννη Ρίτσου και Μίκη Θεοδωράκη.
Σκηνή δεύτερη: Τις ίδιες εκείνες μέρες στην Ελλάδα, κάποιοι «τύποι» με μαύρα γυαλιά, «μπριγιόλ» στο μαλλί, δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο του χεριού, η νοητή επέκταση του οποίου ήταν το μακρύ νύχι (!!!) «χόρευαν» τσάμικα και καλαματιανά, τσουγκρίζοντας αυγά σε στρατόπεδα, ενώ ως «φόντο» είχαν τεράστια κόκκινα αυγά μέσα από τα οποία «έβγαινε» ο στρατιώτης-φρουρός της πατρίδας. Αυτοί οι τύποι δεν ήταν άλλοι από τους διαβόητους συνταγματάρχες που είχαν επιβάλλει δικτατορία στην Ελλάδα. Έκτοτε, συνήθως, θεωρούνται ως μια ομάδα «τρελλών» που κατέλυσαν τις ελευθερίες ενός λαού επί επτά ολόκληρα χρόνια.
Απαιτείται, συνεχώς, πολύ μελέτη των ιστορικών γεγονότων, των μαρτυριών και αρκετή έρευνα των δεσμών των συγκεκριμένων συνταγματαρχών με διάφορα κέντρα εντός και εκτός της χώρας για να καταδειχθεί ότι η χούντα κάθε άλλο παρά μια παρέα «τρελλών» ήταν. Εξάλλου, ντοκουμέντα και ιστορικές πηγές που δεν έχουν πάψει να έρχονται στο φως καταδεικνύουν την αλήθεια των προαναφερθέντων.
Εξίσου αναμφισβήτητο όμως, είναι και το γεγονός, ότι η νοοτροπία και η εξ’ αυτής πηγάζουσα συμπεριφορά των συνταγματαρχών -αν μπορέσει κανείς να λησμονήσει, για μια στιγμή, τα βασανιστήρια, τις φυλακές και τις εξορίες-είχε και την «πολιτιστική» πλευρά της η οποία αν και ενίοτε εκδηλωνόταν με ιδιαίτερα «εύθυμο» τρόπο είναι ένα θέμα που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και πλευρές αυτού του ζητήματος θα επιχειρήσει να προσεγγίσει το παρόν σημείωμα, έχοντας υπόψη ότι το ζήτημα είναι τεράστιο και κυρίως έλκει την καταγωγή του, στα χρόνια πριν την χούντα και δυστυχώς επεκτείνεται και πέραν της επταετίας.
Στο παρόν σημείωμα επίσης, για λόγους έκτασης του κειμένου και μόνο-δεν αναφερόμαστε στις αμιγώς «πολιτικές» -με την τρέχουσα έννοια του όρου- πλευρές των γεγονότων, ούτε και στις διώξεις και την περιπέτεια του Τύπου στην διάρκεια της δικτατορίας καθώς αυτές αποτελούν ξεχωριστό κεφάλαιο που δεν μπορεί να καλυφθεί εν συντομία.
Ευθύς εξ αρχής, ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι το «γκροτέσκο» του «πολιτισμού» των συνταγματαρχών δεν πρέπει να θεωρείται η κύρια πλευρά της δικτατορίας, καθώς την περίοδο εκείνη, πολλοί από το «επίσημο» πολιτικό προσωπικό της χώρας «φλέρταραν» με την ιδέα μιας «προσωρινής αναστολής άρθρων του Συντάγματος» ή τουλάχιστον ήταν ανεκτικοί ως προς αυτήν, ενώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι παράλληλα με την χούντα των συνταγματαρχών, προετοιμαζόταν και η χούντα των στρατηγών.
Εξάλλου για πολύ μεγάλο μέρος του λαού η «αναστολή άρθρων του Συντάγματος» ίσχυε διαρκώς από το …1936 και ύστερα.
Έχει σημασία, επίσης, να τονιστεί το γεγονός ότι υπήρξαν διάφορα πρόσωπα του επίσημου πολιτικού σκηνικού της χώρας που ενώ, όπως αναφέραμε, «φλέρταραν» με την ιδέα μιας δικτατορίας, αντιπαρατέθηκαν με τους συνταγματάρχες για λόγους «αισθητικής» και μόνο καθώς «η ανεξέλεγκτη χωρατιά» των χουντικών τα έβαλε και με τους «αστούς» των «καλών συνοικιών».
Διαφορετικό χαρακτήρα έπαιρνε βαθμιαία η αντίσταση εκ μέρους των λαϊκών στρωμάτων και ιδιαίτερα της σπουδάζουσας νεολαίας που βρέθηκε ευθύς εξ’ αρχής, όπως και όλη η νέα γενιά στο στόχαστρο της δικτατορίας.
Ο «πολιτισμός» της χούντας βασιζόταν στην απόλυτα ισοπεδωτική και άκρως επικίνδυνη αντίληψη του «μέσου όρου», μιας «εργαστηριακής» δηλαδή κατασκευής που ομογενοποιώντας αυθαίρετα μια σειρά στερεοτύπων, προκαταλήψεων και προλήψεων επιχειρεί να κατασκευάσει την «εικόνα» ενός λαού και να της προσδώσει χαρακτηριστικά που αντανακλούν την «φύση» αυτού του λαού. Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από αυτό, καθώς έτσι παρασιωπούνται σε βαθμό εκμηδενισμού όλες οι ιστορικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αιτίες και κινητήριες δυνάμεις της εξέλιξης του λαού, και όλα -μεγαλεία και τραγωδίες- ανάγονται στην «φύση» του που «βεβαίως» παραμένει αναλλοίωτη. Η πολιτική κοινωνία -δηλαδή η συγκροτημένη πολιτεία- μετατρέπεται σε ζήτημα «ράτσας» και από εκεί και πέρα όλα είναι ανοιχτά: οτιδήποτε διαφέρει από το «κανονικό μέσο» θεωρείται «παρέκκλιση» και στον βαθμό που πολλαπλασιάζονται οι «παρεκκλίσεις» πάντα θα βρεθεί ο «σωτήρας» που θα «επαναφέρει» τα πράγματα στον «σωστό» δρόμο.
Από αυτόν τον κανόνα δεν ξέφυγε η χούντα των συνταγματαρχών με τον «πολιτισμό» της, του κουρεμένου με την «ψιλή» μαλλιού των παιδιών, με το «σήμα» του σχολείου στο πέτο, με τα «επίκαιρα» στους κινηματογράφους πριν την έναρξη προβολής της ταινίας, με τον Παττακό που με το μυστρί στο χέρι εγκαινίαζε «έργα» ανά την επικράτεια πάνω από την οποία φυσούσε «άνεμος δημιουργίας», με τις εορτές της «πολεμικής αρετής» των Ελλήνων στο Καλλιμάρμαρο και στις πλατείες όπου οι ντυμένοι Μυρμιδόνες, Εσατζήδες, κράδαιναν δόρατα και περικεφαλαίες, με τον Παπαδόπουλο, τον Λαδά και τον Ανδρουτσόπουλο να χορεύουν «δημοτικά», κάνοντας τελικά μια ολόκληρη γενιά να μισήσει την λαϊκή παράδοση του τόπου μας.
Μέρα με τη μέρα, διατάγματα και συντακτικές πράξεις «επανέφεραν» τον τόπο στο «σωστό» δρόμο, ενώ το κλομπ του Εσατζή και ο βρυχηθμός της μοτοσικλέτας στην Μπουμπουλίνας, δεν ήταν τόσο για να «στρώσει» τους «απείθαρχους», και να σκεπάσει τις οιμωγές των βασανιζόμενων στην περιβόητη «ταράτσα» όσο για να σκορπίσει τον φόβο σε όλους τους υπόλοιπους.
Ο «πολιτισμός» της χούντας ήταν μια φωτισμένη με «νέον» βιτρίνα μιας χώρας «ευτυχισμένης» με δαντελένια ακρογιάλια και ονειρεμένα ηλιοβασιλέματα, μόνο που «πίσω» από τον ήλιο βασίλευε ο φόβος και η σιωπή, οι δύο φοβερές μυλόπετρες που άλεθαν ψυχές και συνειδήσεις, ώστε να «αναπαράγεται» εσαεί ο «παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος» που κοιτάζει την «δουλίτσα» του και δεν «ανακατεύεται».
Ο πολιτισμός της χούντας: το πιο επικίνδυνο δηλητήριο
Στις 5 Μαΐου 1967 δημοσιεύθηκε σε όσες εφημερίδες δεν είχε κλείσει η χούντα ή δεν είχαν αναστείλει την έκδοσή τους, ένα «αποφασίσαμεν και διατάσσομεν» του Α/ΓΕΣ Οδυσσέα Αγγελή με το οποίο διαλύονταν 279 μαζικές οργανώσεις και δημεύονταν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Το 57% από αυτές ήταν εργατικά σωματεία και ομοσπονδίες ενώ 73 ήταν νεολαιίστικες, πέρα βεβαίως από την Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη που ήταν στο στόχαστρο όλων και του «επίσημου» πολιτικού σκηνικού πριν την δικτατορία. Οι νεολαιίστικες οργανώσεις δεν ήταν μόνο φοιτητικές, ή πολιτικές. Ήταν και συνδικαλιστικές, αλλά και μικρά αθλητικά σωματεία και εξωραϊστικοί σύλλογοι. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των τελευταίων ήταν ότι ήταν οι μοναδικές οργανώσεις στον γεωγραφικό τους χώρο, π.χ. ένας αθλητικός σύλλογος γειτονιάς. Ήταν φυσικό τέτοιοι σύλλογοι να αποτελούν και πόλο συσπείρωσης, ένα μέρος τέλος πάντων που μαζεύονταν η νεολαία τους γειτονιάς. Η κίνηση των χουντικών ήταν καλά μελετημένη.
Στις 9 Μαΐου οι χουντικοί «υπουργοί» Εσωτερικών, Στυλιανός Παττακός και Δημόσιας Τάξης Παύλος Τοτόμης απαγορεύουν την είσοδο στην Ελλάδα, παντός «ρυπαρού και ρακένδυτου ή φέροντος γενειάδα ή μακράν κόμη τουρίστα». Απαγορεύεται η είσοδος τους «γιεγιέδες» δηλαδή. Εν παρενθέσει να αναφέρουμε ότι το παρατσούκλι «γεγιές» έλκει την γέννησή του από την επανάληψη της λέξεως που αμερικανιστί σημαίνει κατάφαση (yeah!!!) στο, υπό των περίφημων «Σκαθαριών» (Beatles) εκτελεσθέν άσμα, She loves you/yeah/yeah/yeah!
Με την ίδια απόφαση επίσης απαγορεύεται η είσοδος στις τουρίστριες με μίνι φούστα, αν και αργότερα διευκρινίστηκε ότι το μέτρο περιοριζόταν στις μαθήτριες.
Στις 16,17 και 18 Ιουνίου 1967 στην Καλιφόρνια πραγματοποιήθηκε ένα σημαντικό γεγονός που σημάδεψε αυτό που αποκαλείται σχηματικά «νεανική κουλτούρα». Ήταν το Monterey Pop Festival, η κυριότερη εκδήλωση του περίφημου Καλοκαιριού τους Αγάπης. Θα εμφανιστούν για πρώτη φορά ονόματα όπως ο Jimi Hendrix και οι Who, ενώ θα είναι η πρώτη «φεστιβαλική» σκηνική παρουσία της Janis Joplin και του Οttis Redding.
H χούντα δεν επιτρέπει να μεταδοθεί τίποτα στην Ελλάδα, καθώς από τέτοιες ειδήσεις υπήρχε κίνδυνος να «διαφθαρεί» η νεολαία. Ωστόσο κάποια πράγματα έφθασαν ως εδώ, τραγούδια για την ποίηση και την ειρήνη, τραγούδια για τον έρωτα, και δημιούργησαν μια ορισμένη διάθεση, πολύ γενική και αόριστη στην αρχή, που αργότερα θα μετατρεπόταν σε δυναμίτη.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι εν όψει της πρώτης προβολής της ταινίας «Γούντστοκ» στον κινηματογράφο «Παλλάς» στην οδό Βουκουρεστίου στις 29 Νοεμβρίου 1970 δημιουργήθηκε πανδαιμόνιο στην πλατεία Συντάγματος καθώς 3000 νεαροί προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν το πολυπόθητο εισιτήριο, ενώ στην διάρκεια της προβολής εξελίχθηκαν σκηνές «υστερίας». Ακολούθησε επέμβαση της αστυνομίας με 13 συλλήψεις.
Εν τω μεταξύ με το υπ’ αριθμ’ 13 διάταγμα του στρατού, την 1η Ιουνίου 1967 απαγορεύθηκε «η αναπαραγωγή και εκτέλεση της μουσικής του συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη (…) δεδομένου ότι η μουσική αυτή βρίσκεται εις την υπηρεσίαν του Κομμουνισμού».
Στις 20 Ιουνίου 1967 με συντακτική πράξη ετέθησαν σε διαθεσιμότητα δεκάδες καθηγητές και υφηγητές Ανώτατων Σχολών με το αιτιολογικό ότι «δεν εμφορούνται ούτοι από το αρμόζον με το κοινωνικό καθεστώς πνεύμα και τα εθνικά ιδεώδη», ενώ αργότερα θα απολυθούν δάσκαλοι και καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης ως «αναρχικοί».
Στις 12 Ιουλίου 1967 η χούντα αφαιρεί την ελληνική ιθαγένεια από την Μελίνα Μερκούρη και άλλους επτά έλληνες της διασποράς για την αντιδικτατορική τους δράση, ενώ στις 20 του ιδίου μηνός ο αναγεννώμενος από την στάχτη του φοίνικας -το περιβόητο «πουλί» της χούντας καθιερώνεται ως έμβλημα του καθεστώτος καθώς κυκλοφόρησε ως γραμματόσημο η μακέτα του οποίου είχε «φιλοτεχνηθεί» από τον διορισμένο δήμαρχο Πειραιώς, Αρ. Σκυλίτση.
Στις 21 Αυγούστου 1967 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ο Μίκης Θεοδωράκης.
Την 1η Οκτωβρίου 1967 ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών χαρακτηρίζει το BBC «φωλέα κομμουνιστικής προπαγάνδας απ’ όπου εκτοξεύονται ασύστολα ψεύδη».
Ούτε οι Απόκριες ξέφυγαν από την δικτατορία, καθώς με διάταγμα της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών της 6ης Φεβρουαρίου 1968 απαγορεύθηκαν «τα άσεμνα και αηδή θεάματα, αι θίγουσαι τα δημόσια ήθη εκφράσεις και παραστάσεις, οι βαμμένοι με φούμο «αράπηδες» και η χρήση προσωπίδων στους δημόσιους χώρους».
Στις 16 Φεβρουαρίου του ιδίου έτους ο παγκοσμίου (sic) φήμης πελεκάνος «Ιάσων», μασκότ της Ρόδου και «πρεσβευτής» του ελληνικού τουρισμού φθάνει αεροπορικώς στην Ρώμη, εφοδιασμένος με διαβατήριο του ΕΟΤ και ασφαλισμένος για 100.000 λίρες, στο πλαίσιο περιοδείας του σε πέντε ευρωπαϊκές πόλεις.
Το ημερολόγιο έδειχνε 29 Μαρτίου 1968 όταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος «ρίχνει» για πρώτη φορά σε ομιλία του στην Θεσσαλονίκη, το σύνθημα που έμελλε να γίνει «λάϊτ-μοτίβ» της χούντας το «Ελλάς-Ελλήνων-Χριστιανών» και το οποίο στη συνέχεια ανέλαβε να υλοποιήσει ο «υπουργός» Παιδείας Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου διατάζοντας τους μεν μακρυμάλληδες μαθητές να κουρεύονται με την «ψιλή» τις δε μαθήτριες να δένουν τα μαλλιά τους μόνο με κορδέλα λευκή, μαύρη ή θαλασσιά.
Από την μανία της χούντας δεν κατάφερε να ξεφύγει ούτε ο Γιώργος Θαλάσσης, ο τόσο αγαπητός σε γενιές ολόκληρες παιδιών «Μικρός Ήρως» που τόσες φορές τα είχε βάλει και είχε νικήσει τους φασίστες.
Η χούντα έχει βάλει την νεολαία στο στόχαστρο από πολύ νωρίς. Γι’ αυτό επαναλαμβάνουμε δεν ήταν μια παρέα τρελών. Ξεκίνησαν με την καταστολή και σε πρώτη φάση το ξεκαθάρισμα των μακρυμάλληδων. Επικεφαλής της εκστρατείας ετέθη ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, Ιωάννης Λαδάς.
«Όταν τους συλλάμβανα και τους εκούρευα, δεν το έκανα για να τους κόψω τα μαλλιά, αλλά δια να τους κόψω την νοοτροπία που ήταν καταστρεπτική και για τους τους ιδίους και για την πατρίδα». (Από λόγο του προς την νεολαία τον Ιανουάριο του 1969).
Το 1969, επίσης, εισήχθη το Νομοθετικό Διάταγμα 93 «Περί των δικαιωμάτων και των καθηκόντων των φοιτητών των ΑΕΙ». Οριζόταν ότι όλοι οι φοιτητές που θα καταδικάζονταν για πολιτικούς λόγους θα διαγράφονταν από το πανεπιστήμιο και θα αποκλείονταν δια βίου από την εκπαίδευση. Αργότερα, όταν αρχίζουν οι αγώνες του νεολαιίστικου και φοιτητικού κινήματος οι διαδικασίες «απλουστεύτηκαν» και άρχισαν οι βίαιες επιστρατεύσεις φοιτητών. Η άγρια καταστολή που ακολούθησε αποσκοπούσε στο να μεταφέρει τον τρόμο σε κάθε σπίτι και να κάνει τους γονείς να στραφούν εναντίον των παιδιών τους.
Το επόμενο βήμα των χουντικών ήταν η απόπειρα να δημιουργήσουν οργάνωση νεολαίας. Ήταν οι περιβόητοι «Άλκιμοι», μια ιδέα των Λαδά και Ασλανίδη, με τον Παπαδόπουλο όμως να ταλαντεύεται λέγοντας «μην μας πουν και φασίστες»!!!.
Τελικά, κάποια στιγμή το 1970, 20 χιλιάδες άλκιμοι ορκίστηκαν στο γήπεδο της ΑΕΚ στην Νέα Φιλαδέλφεια. Οι περισσότεροι ήταν άνεργοι νέοι που πίστεψαν τις υποσχέσεις τους χούντας ότι «θα σας βρούμε δουλειά». Αυτές οι υποσχέσεις δεν υλοποιήθηκαν και απέμειναν μόνο οι «διαλέξεις» για την «Εθνοσωτήριο Επανάσταση». Οι Άλκιμοι διαλύθηκαν.
Εκτός λοιπόν από την καταστολή και πριν την απόπειρα οργάνωσης νεολαίας, η χούντα «φρόντισε» ώστε οι έλληνες και ιδιαιτέρως η νεολαία να διαβάζει «σωστά» βιβλία. Είναι γνωστό ότι οι «αναρχικοί» και ιδιαιτέρως ο εκ των επικεφαλής αυτών, Γαλιλαίος, υποστήριζαν ότι η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο, πράγμα που κατά τον Ιωάννη Λαδά δεν συνέβαινε! Ως εκ τούτου εκρίθη περιττή η διδασκαλία του Γαλιλαίου και του συνοδοιπόρου του Μοντεσκιέ. Επίσης απεφασίσθη ότι μεγάλη συμβολή στην διαφθορά του ελληνικού λαού είχαν 1046 έργα των κάτωθι: Ευριπίδη, Σοφοκλή, Αισχύλου, Αριστοτέλη, Αριστοφάνη, Ζαν Πωλ Σαρτρ, Τόμας Μαν, Έλιοτ, Αμπέρ Καμύ, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Κώστα Βάρναλη, Γιάννη Ρίτσου, Σολόχωφ, Ηλία Ερεμπουργκ, Χόρχε Αμάντο, Τζώρτζ Φίνλεϊ, Διονυσίου Σολωμού, ειδικά το έργο του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» και Κωστή Παλαμά. Παραπέμπεται στο στρατοδικείο όποιος ακούει μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και απαγορεύονται οι ταινίες όπου πρωταγωνιστεί η Μελίνα Μερκούρη και η Ειρήνη Παπά.
Από το 1970 και μετά επετράπησαν που και που θεατρικές παραστάσεις με έργα αρχαίων κλασσικών, αφού προηγουμένως τα κείμενα του 5ου π. Χριστού αιώνα τα «έβλεπε» η στρατιωτική λογοκρισία.
Στις 8 Μαρτίου 1970 χουντικό δικαστήριο διέταξε την «πολτοποίηση» 600 από τα 1000 συνολικά αντίτυπα του βιβλίου του Χένρι Μίλλερ, «Τροπικός του Αιγόκερω». Όπως είπε ο εισαγγελέας, «ο Μίλερ μπορεί να είναι μεγάλος συγγραφέας για πέρα από τον Ατλαντικό, εδώ όμως υπάρχει ο αιώνιος βράχος που φωτίζει τον δυτικό πολιτισμό».
Από τις πρώτες μέρες η δικτατορία είχε συλλάβει και εξορίσει τους Γιάννη Ρίτσο, Γιάννη Ιμβριώτη, Τάσο Βουρνά, Κώστα Κουλουφάκο, Γιάννη Νεγρεπόντη, Αντρέα Λεντάκη, Μανόλη Φουρτούνη, Γιάννη Αγγέλου, Βασίλη Ρώτα, κάποιοι μέσα στην σύγχυση των πρώτων ημερών, φεύγουν στο εξωτερικό, Νικηφόρος Βρεττάκος, Μάριος Πλωρίτης, Δημήτρης Ραυτόπουλος, Κώστας Κοτζιάς, Τίτος Πατρίκιος, Μ.Μ. Παπαϊωάννου, Άρης Αλεξάνδρου, Καίτη Δρόσου, Αριστοτέλης Νικολαϊδης, Ιάσων Δεπούντης, Ζήσης Σκάρος, Τατιάνα Μιλλιέξ, Μίμης Δεσποτίδης, ενώ οι Βασίλης Βασιλικός και Αντώνης Μοσχοβάκης που ήταν στο εξωτερικό δεν επέστρεψαν. Ένα μεγάλο τμήμα της διανόησης που θα μπορούσε να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στην αντιδικτατορική πάλη είχε φυλακιστεί, εξοριστεί ή ήταν έξω από την Ελλάδα. Όσοι διανοούμενοι έμειναν μέσα στη χώρα – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που πρόσφεραν υπηρεσίες στην δικτατορία – κράτησαν αρχικά μια στάση που ο ξένος Τύπος χαρακτήρισε «Σιωπή». Χωρίς καμιά προ-συνεννόηση σταμάτησαν να συνεργάζονται με τα λογοκριμένα περιοδικά που κυκλοφορούσαν και δεν κυκλοφορούσαν νέα βιβλία τους.
Στις 28 Μαρτίου 1969 ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης προέβη στην μοναδική «ανοιχτή» πολιτική πράξη της ζωής του καθώς από τους ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς μετεδόθη ένα ηχογραφημένο από τον ίδιο μήνυμα: «Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη στο τέλος». Η Χούντα τον χαρακτήρισε όργανο του διεθνούς κομμουνισμού.
Η κηδεία του στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 μετετράπη σε αντιδικτατορική διαδήλωση καθώς χιλιάδες Αθηναίοι την ακολούθησαν τραγουδώντας την «Άρνηση» (Στο περιγιάλι το κρυφό) μελοποιημένη από τον Μίκη Θεοδωράκη.
Το μήνυμα του Σεφέρη δεν το δημοσίευσε καμιά ελληνική εφημερίδα, εκτός από το περιοδικό «Νέα Εστία» στο τεύχος 1003 της 15ης Απριλίου 1969.
Ο Παπαδόπουλος είχε υιοθετήσει την Ανθολογία Πεζογραφίας των Ηρακλή και Ρένου Αποστολίδη και υποχρέωνε τις εφημερίδες να την δημοσιεύουν καθημερινά. Η μόνη που αντέδρασε ήταν η «Εστία» που άρχισε να δημοσιεύει δική της ανθολογία με διηγήματα στην καθαρεύουσα. Όλα αυτά μέχρι που δημοσιεύθηκε το διήγημα «ο Α2» του Ρένου Αποστολίδη που θορύβησε τους στρατιωτικούς. Η εφημερίδα κατασχέθηκε και η δημοσίευση της ανθολογίας σταμάτησε πάλι με εντολή του Παπαδόπουλου.
Το μήνυμα Σεφέρη και όλη αυτή η ιστορία με την Ανθολογία ώθησε μια σειρά συγγραφείς να αντιδράσουν υπογράφοντας μια διαμαρτυρία κατά της λογοκρισίας. Από την άλλη όμως φάνηκε, τότε, πόσο λίγοι ήταν αυτοί που ήταν διατεθειμένοι να υπογράψουν μια δήλωση που στρεφόταν ανοιχτά κατά της χούντας. Το κείμενο στάλθηκε στις αθηναϊκές εφημερίδες στις 23 Απριλίου 1969. Δεν το δημοσίευσαν λόγω της λογοκρισίας. Το μετέδωσαν οι ξένοι ανταποκριτές. Συγκεντρώθηκαν 19 υπογραφές, εμφανίστηκε ως δήλωση των 18. Η 19η υπογραφή ήταν του Μανόλη Αναγνωστάκη του μόνου από την Θεσσαλονίκη. Για να μην φανεί ο αριθμός των υπογραφών μικρός, το κείμενο τροποποιήθηκε, ως αντιπροσωπευτικό των συγγραφέων της Αθήνας.
«Ελεύθερη πνευματική ζωή δεν μπορεί να υπάρξει όσο λειτουργεί λογοκρισία, που νεκρώνει την γόνιμη ανταλλαγή ιδεών και εμποδίζει τον άφοβο διάλογο, όσο απαγορεύονται βιβλία, όσο διώκονται πνευματικοί άνθρωποι για μόνες τις πεποιθήσεις τους» αναφερόταν στην δήλωση μεταξύ άλλων. Υπογραφές: Αβέρωφ Μιχαήλ, Αλέξανδρος Αργυρίου, Θανάσης Βαλτινός, Γιώργος Γεραλής, Ιάσων Δεπούντης, Λιλή Ιακωβίδη, Παντελής Καλλιότσος, Λίνα Κάσδαγλη, Νίκος Κάσδαγλης, Φώντας Κονδύλης, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μένης Κουμανταρέας, Τάκης Κουφόπουλος, Κωστούλα Μητροπούλου, Ρόδης Ρουφος, Κώστας Ταχτσής, Καίη Τσιτσέλη, Θ. Δ. Φραγκόπουλος.
Η χούντα υποκριτικά ανέστειλε την λογοκρισία λίγους μήνες μετά, υποκριτικά γιατί δεν επανέφερε κανένα άρθρο του Συντάγματος που είχε αναστείλει με την κήρυξή της. Έτσι η ειδησεογραφία των εφημερίδων έμεινε ίδια καθώς οι συντάκτες των εφημερίδων γίνονταν αποκλειστικά υπεύθυνοι και έπρεπε μόνοι τους να εκτιμήσουν τα «όρια» ανοχής του καθεστώτος. Η αυτολογοκρισία είναι χειρότερη από την λογοκρισία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες τον Ιούλιο του 1970, ο εκδοτικός οίκος «Κέδρος», που εξέδιδε κυρίως Βάρναλη και Ρίτσο κυκλοφόρησε μια συλλογή από 18 κείμενα. Ήταν 16 αρχικά συν ένα του Σπύρου Πλασκοβίτη που ήταν φυλακή και τις «Γάτες του Αι Νικόλα», του Σεφέρη που ήταν ανέκδοτο στην Ελλάδα ποίημα. Στον πρόλογο της έκδοσης και πάλι γίνονται αναφορές σε μεγάλες ζωτικές περιοχές της πνευματικής ζωής που εξακολουθούν να περιβάλλονται από πλέγματα που καθιστούν ανέφικτη την εξαντλητική περιγραφή και αξιολόγηση τους». Η χούντα αποφάσισε να αγνοήσει την έκδοση, εκτιμώντας την εμβέλειά της ως μικρή.
Το 1972 εκδόθηκαν οι τόμοι «Νέα Κείμενα» και «Νέα Κείμενα 2», και οι κυβερνώντες θορυβήθηκαν ότι μπορεί τέτοιες κινήσεις να καταλήξουν να αποκτήσουν πολιτική διάσταση. Διαλύεται δικαστικά η «Εταιρεία μελέτης ελληνικών προβλημάτων».
Το 1972 το καθεστώς είχε απολύσει τους εξόριστους, πιθανώς εκτιμώντας ότι είχε εδραιώσει την θέση του, γεγονός που του επέτρεπε κάποια ανοίγματα. Η ομάδα των 18 κειμένων είχε ξεκινήσει δημόσιες εκδηλώσεις από τον Νοέμβριο του 1971 για το γλωσσικό πρόβλημα. Το 1973 εξεδόθη το περιοδικό «Συνέχεια» που κυκλοφόρησε την 1η Μάρτη αμέσως μετά την κατάληψη της Νομικής. Το περιοδικό έκλεισε από την χούντα του Ιωαννίδη τον Νοέμβρη του 1973.
Η Νομική ήταν η αρχή. Θα ακολουθήσει το Πολυτεχνείο. Δεν θα ρίξει την χούντα, αλλά θα διαλύσει τον εφησυχασμό. Κανείς πια δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν γνωρίζει, ότι δεν κατάλαβε…
Ανάσες πολιτισμού και απώλειες
Το καταθλιπτικό, όμως «μαύρο» της δικτατορίας το καταύγαζαν που και που και αστραπές πολιτισμού, καθώς η ζωή και η αλήθεια είναι εκείνη που τελικά επικρατεί, ακόμα και μέσα από τις αναπόφευκτες απώλειες. Έτσι, στις 4 Σεπτεμβρίου 1967 απονέμεται το βραβείο του Παγκόσμιου Θεάτρου στην Δώρα Στράτου, ενώ στις 15 του ιδίου μηνός ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μαρινάτος ανακαλύπτει ανάκτορο της Μινωικής Εποχής με σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα στην Σαντορίνη.
Στις 5 Αυγούστου 1968, η ελληνική ποίηση χάνει την Θεώνη Δρακοπούλου-Μυρτιώτισσα σε ηλικία 85 ετών, ενώ ένα χρόνο πριν, στις 25 Ιουλίου 1967 «έφυγε» σε ηλικία 88 ετών ο μεγάλος ζωγράφος Κωνσταντίνος Παρθένης.
Στις 19 Φεβρουαρίου 1970 πεθαίνει σε ηλικία 83 ετών ο απαράμιλλος ερμηνευτής μολιερικών ρόλων, Χριστόφορος Νέζερ, ενώ από απώλειες σημαδεύεται και ο Μάρτιος εκείνης της χρονιάς, καθώς στις 10 του μήνα «έφυγε» ο Βασίλης Αυλωνίτης και δέκα μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1970 το λαϊκό τραγούδι αποχαιρετούσε για πάντα τον Μανώλη Χιώτη.
Στις 13 Απριλίου 1970 φθάνει στο Παρίσι ο Μίκης Θεοδωράκης, την αποχώρηση του οποίου από την Ελλάδα είχε οργανώσει ο γάλλος δημοσιογράφος Ζαν-Ζακ Σερβάν Σρεμπέρ.
Στις 7 Μαΐου 1970 η χούντα αρνήθηκε την χορήγηση διαβατηρίου στον Γιώργο Σεφέρη και στην σύζυγό του προκειμένου να παρευρεθούν σε εκδήλωση προς τιμήν του νομπελίστα ποιητή, ενώ στις 14 του ίδιου μήνα εγκαινιάστηκαν οι δύο πρώτες αίθουσες της Εθνικής Πινακοθήκης με πρόβλεψη το συνολικό έργο να παραδοθεί εντός του 1972.
Στις 6 Αυγούστου 1970, η ελληνική επιθεώρηση χάνει έναν από τους καλύτερους συγγραφείς της, τον Νίκο Τσιφόρο, ενώ 16 μέρες αργότερα, στις 22 Αυγούστου κλείνει το ιστορικό καφενείο «Βυζάντιο» στην πλατεία Κολωνακίου που χρονολογείτο από το 1898 και είχε καθιερωθεί ως στέκι πολιτικών, συγγραφέων, καλλιτεχνών και γραφικών «τύπων» της παλιάς Αθήνας.
Στις 16 Οκτωβρίου 1971 η «θεία Λένα» – Αντιγόνη Μεταξά-Κροντηρά «έφυγε» για τον κόσμο των παραμυθιών που με τόση απλοχεριά και αγάπη είχε χαρίσει στα παιδιά, ενώ στις 8 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς πέθανε σε ηλικία 75 ετών η συγγραφέας, κριτικός και ακαδημαϊκός Ελένη Ουράνη, σύζυγος του ποιητή Κώστα Ουράνη, και γνωστότερη ως Άλκης Θρύλος.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1972 «φεύγει» ο «πατριάρχης» του αστικού λαϊκού τραγουδιού, του αποκαλούμενου και ρεμπέτικου, Μάρκος Βαμβακάρης. Στις 27 του ίδιου μήνα, ακόμα ένα νεοκλασικό κτίριο της Αθήνας κατεδαφίζεται αφαιρώντας από το πρόσωπο της πόλης το ιστορικό καφενείο «Ελληνικόν» στο Κολωνάκι.
Στις 21 Ιουλίου 1972 σημειώνεται μια τραγωδία στο νοσοκομείο «Βοστάνειο» του Μόλυβου στην Λέσβο καθώς αυτοπυρπολείται ούσα κατάκοιτη από την μέση και κάτω, η Στέλλα Ιωάννου, η γυναίκα που ενέπνευσε στον Στρατή Μυριβήλη την «Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια», η εβδομηνταοχτάχρονη Στέλλα που κάποτε θάμπωνε με την ομορφιά της, όλη την Μυτιλήνη.
Στις 3 Αυγούστου 1972, το λαϊκό τραγούδι χάνει ακόμα έναν κορυφαίο «μάστορα», καθώς ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο «Γιάννης με την χρυσή καρδιά» σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Την 1η Οκτωβρίου 1972 η ταινία «Το Προξενιό της Άννας» του Παντελή Βούλγαρη συγκεντρώνει 5 από τα 11 συνολικά βραβεία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ «Οι Μέρες του ‘36» του Θόδωρου Αγγελόπουλου τιμώνται με τα βραβεία καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερης φωτογραφίας.
Στις 12 Οκτωβρίου 1972 πέθανε ο διπλωμάτης και αντιστασιακός Ρόδης Ρούφος εκ των συμμετεχόντων στα «18 Κείμενα» και «Νέα Κείμενα» και αντιπρόεδρος της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1973 το ελληνικό θέατρο χάνει την μεγάλη ιέρειά του, Κατίνα Παξινού.
Μερικούς μήνες αργότερα, στις 3 Αυγούστου 1973, πεθαίνει ο συγγραφέας της «Αιολικής Γης», Ηλίας Βενέζης, ενώ μια απώλεια σημειώνεται ακόμα στις 16 Σεπτεμβρίου καθώς φεύγει από την ζωή ο δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, κριτικός και για μεγάλο διάστημα διευθυντής της «Καθημερινής», Αιμίλιος Χουρμούζιος.
Το ημερολόγιο έδειχνε 27 Φεβρουαρίου 1974, όταν ο Κοσμάς Πολίτης πραγματοποίησε την τελευταία του βόλτα στο «Λεμονόδασος».
Χιλιάδες Αθηναίοι μένουν ανικανοποίητοι καθώς μόνο 3000 θεατές κατάφεραν να δουν την ταινία «Πρώτος δάσκαλος» με την οποία έληξε η Εβδομάδα Σοβιετικού Κινηματογράφου στην Αθήνα στις 7 Απριλίου 1974, ενώ την επομένη «έφυγε» σε ηλικία 75 ετών ο εκδότης και διευθυντής της «Εστίας», Κύρος Κύρου. Στις 26 Ιουνίου 1974 πέθανε ο εκδότης και αρθρογράφος της ημερήσιας πρωινής εφημερίδας «Ελευθερία», Πάνος Κόκκας.
Το τραγούδι στα χρόνια της χούντας
Το τραγούδι στα χρόνια της δικτατορίας θα διαδραματίσει έναν ιδιαίτερο ρόλο, καθώς από τη μια προσπαθεί να ισορροπήσει μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες -μιας και η χούντα ανέκοψε την φυσιολογική εξέλιξή του.
Από τη μια το λαϊκό τραγούδι θα προσπαθήσει να αποφύγει τον σκόπελο της λογοκρισίας στρεφόμενο στον ερωτικό στίχο, όμως η πορεία του έχει ήδη σημαδευτεί από δραματικές αλλαγές καθώς μια σειρά μεγάλοι δημιουργοί όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, αλλά και ερμηνευτές με κορυφαίο τον Στέλιο Καζαντζίδη, έχουν αποσυρθεί αναγκαστικά ή ηθελημένα. Παράλληλα ο δίσκος των 33 στροφών μετατρέπει την δισκογραφία σε βιομηχανία και αρχίζει η παραγωγή από «φωνάρες» που έλεγε ο Ζαμπέτας με νόημα…
Ζαμπέτας-Δερβενιώτης-Καλδάρας είναι οι τελευταίοι και από εκεί και μετά συνολικά το λαϊκό τραγούδι θα περάσει σε άλλα χέρια τα οποία θα αρχίσουν να «εξυπηρετούν» ένα «διαφορετικό» ακροατήριο που επιζητά ολοένα και περισσότερο την «διασκέδαση» αντί για την ψυχαγωγία. Στις επόμενες δεκαετίες λίγα θα είναι τα «διαμάντια» που μέσα από μια σχέση «συνέχειας/ασυνέχειας» θα εκφράσουν την εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού.
Ταυτόχρονα μέσα στον χώρο αυτό γεννιούνται τραγούδια και δίσκοι-ορόσημα που βάζουν την δική τους σφραγίδα σε αυτά τα χρόνια, αλλά και στα μετέπειτα. Θα γεννηθούν τραγούδια και έργα που θα φτερουγίσουν στους χώρους των μπουάτ και των αληθινών στεκιών, όπου ακόμα επιβιώνουν τα ανάγλυφα της παλιάς ταπεινής τέχνης του αστικού λαϊκού τραγουδιού και η με ένα ορισμένο τρόπο συνέχειά τους στις νέες συνθήκες.
Επίσης θα γεννηθούν και έργα που απέναντι στην άθλια καθημερινότητα της χούντας θα αντιτάξουν την ομορφιά της ζωής, έργα που απευθύνθηκαν στην πιο βαθιά μυστική ουσία μας, σε ότι καλύτερο έχει ο καθένας μέσα του, σε αυτό που τον ενώνει με τους άλλους.
Ενδεικτικά θα αναφέρουμε τον δίσκο «Άγιος Φεβρουάριος» του 1971 σε στίχους Μάνου Ελευθερίου και μουσική Δήμου Μούτση με ερμηνευτές τον Δημήτρη Μητροπάνο και την Πετρή Σαλπέα, την «Ιθαγένεια» του 1972 σε στίχους Κ. Χ. Μύρη και μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου με ερμηνευτή τον αξέχαστο Νίκο Ξυλούρη, τον εξαιρετικό «Μεγάλο Ερωτικό» με τον Μάνο Χατζιδάκι να μελοποιεί έλληνες ποιητές τους οποίους ερμήνευσαν οι Φλέρυ Νταντωνάκη και Δημήτρης Ψαριανός, και τον δίσκο «Μικρά Ασία» σε στίχους Πυθαγόρα Παπασταματίου και μουσική Απόστολου Καλδάρα με ερμηνευτές τους Γιώργο Νταλάρα και Χαρούλα Αλεξίου. Στον δίσκο αυτό αξίζει να σταθεί κανείς, λίγο περισσότερο, επισημαίνοντας ότι καθώς άγγιζε ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα, εκείνο της Μικρασιατικής Καταστροφής 50 χρόνια μετά το 1922, δεν περιέχει ούτε μια λέξη μίσους.
Στην πορεία του τραγουδιού θα πρέπει να σημειώσουμε και την εντελώς ξεχωριστή περίπτωση του Πάνου Τζαβέλα που ήταν εκείνος που «έμαθε» στη νέα γενιά τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης, γεφυρώνοντας έτσι μια «σιωπή» τουλάχιστον 25 ετών, από το 1945.
Στις 23 Ιουλίου 1974, την μέρα της πτώσης της χούντας ολοκληρώθηκε η ηχογράφηση ενός ακόμα ιστορικού δίσκου με τον τίτλο «Οδός Αριστοτέλους» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και μουσική Γιάννη Σπανού, ενώ το 1974 κυκλοφόρησε επίσης σε δίσκο η μουσική και τα τραγούδια της θρυλικής παράστασης «Το Μεγάλο μας Τσίρκο», ένα θεατρικό έργο που είχε ανέβει το 1973 -μια αναδρομή στα νεώτερα χρόνια της ελληνικής ιστορίας- όπου μέσα από τους στίχους ο «πατέρας» του νεοελληνικού θεάτρου, Ιάκωβος Καμπανέλλης, είχε καταφέρει να περάσει ακριβώς αυτό που ήθελε. Η παράσταση λογοκρίθηκε άγρια από την χούντα, οι πρωταγωνιστές Τζένη Καρέζη και Κώστας Καζάκος «φιλοξενήθηκαν» στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, αλλά παρόλα αυτά η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και οι ερμηνείες του Νίκου Ξυλούρη, στιγμές-στιγμές μαζί με όλο τον θίασο, έκαναν τον λαό να ανατριχιάζει…
«Ευρισκόμεθα προ ενός ασθενούς τον οποίον έχομεν επί της χειρουργικής κλίνης και τον οποίον εάν ο χειρουργός δεν προσέξει κατά την διάρκειαν της εγχειρήσεως επί της χειρουργικής κλίνης υπάρχει κίνδυνος αντί δια της εγχειρήσεως να του χαρίση αποκατάστασιν της υγείας του, να τον οδηγήσει εις τον θάνατον. Οι περιορισμοί είναι το δέσιμον του ασθενούς επί της χειρουργικής κλίνης δια να υποστή ακινδύνως την εγχείρησιν».
Μόνο τα «ελληνικά» και το «πρόγραμμα» της χούντας έτσι όπως ανακοινώθηκαν από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο στις 27 Απριλίου 1967 στους ανταποκριτές του ξένου Τύπου, προκειμένου να τους εξηγήσει την αιτία του διωγμού των 5000 – κατά τον ίδιο – αντιφρονούντων, αρκούν για να αντιληφθεί κανείς τον «πολιτισμό» του καθεστώτος.
Ο «πολιτισμός» της χούντας «μύριζε» σφαγείο κορμιών και ψυχών και είχε την γεύση της στάχτης στο στόμα. Η δικτατορία, όμως, που επιβλήθηκε την 21η Απριλίου 1967, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, καθώς ο «λοχίας» προετοιμαζόταν για χρόνια από εγχώρια και ξένα κέντρα που με την πολιτική πρακτική χρόνων επιχειρούσαν πριν απ’ όλα να αφοπλίσουν ψυχικά και πολιτικά τον λαό ώστε αυτός να πιστέψει πως η ζωή του και η μοίρα του εξαρτώνται πάντα από άλλους, εκτός από τον ίδιο.
«Αναδεικνύοντας» τα χειρότερα χαρακτηριστικά -υπάρχει κι αυτή η πλευρά- ορισμένων ανθρώπων που συνεργάστηκαν ή την ανέχτηκαν, η χούντα προξένησε σοβαρή ζημιά στην λαϊκή συνείδηση, πριν καταρρεύσει κάτω από το βάρος των εγκλημάτων της στην Κύπρο.
Ο «πολιτισμός» της βασίστηκε στον φόβο, στη νάρκωση και στο «νανούρισμα» των πιο χυδαίων ενστίκτων, ο «πολιτισμός» της δηλητηρίαζε τα πάντα και «έκοβε» την ανάσα του λαού και της νέας γενιάς, σκίαζε τον ορίζοντα ενός φωτεινού μέλλοντος, ο «πολιτισμός» της έκανε τους ανθρώπους να είναι σκυφτοί.
Με αγώνα, παλικαρίσια στάση μπροστά στους φονιάδες, τραγούδια, κείμενα, ελπίδες, χιούμορ, όσοι αντιστάθηκαν στην χούντα, ήταν εκείνοι που στάθηκαν στο ύψος της τιμής και της αξιοπρέπειας του λαού, αφήνοντας στους νεώτερους μια σημαντική παρακαταθήκη: πως στον διαρκή αγώνα για την ελευθερία και το καλύτερο αύριο, καμιά του πλευρά δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας, πως ο «λοχίας» παραμονεύει πίσω από κάθε τι που μας μειώνει και επιχειρεί να μας γονατίσει, είτε αυτό αφορά μια «καθαρά» πολιτική πράξη, είτε αυτό συνίσταται στην κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας, στην διαστρέβλωση της σκέψης, στη λήθη της ουσίας του πολιτισμού μας και της παρελθούσης προσφοράς δεκάδων πολύ σημαντικών ανθρώπων, μας άφησαν την παρακαταθήκη πως τελικά ο πολιτισμός είναι μια βαθιά και ουσιαστική πολιτική πράξη.