Από την κατσίκα Αμάλθεια, που έτρεφε τον Δία, και καθ’ όλη την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας, το κατσικίσιο γάλα και τα προϊόντα που παράγονται από αυτό αποτέλεσαν βασικό στοιχείο της διατροφής των Ελλήνων. Μάλιστα, όπως επισημαίνει με δηλώσεις του ο αναπληρωτής καθηγητής και Διευθυντής στο Εργαστήριο Ζωοτεχνίας της Κτηνιατρικής Σχολή του ΑΠΘ Γιώργος Αρσένος, είναι γνωστά, από πλήθος δημοσιευμένων ερευνών, τα πλεονεκτήματα του γίδινου γάλακτος σε σχέση με το αγελαδινό και υπάρχουν αρκετές κλινικές έρευνες που πιστοποιούν ότι είναι υποαλλεργικό.
Η Ελλάδα είναι πρώτη στην Ευρώπη σε πληθυσμό κατσικιών, με περίπου πέντε εκατομμύρια άτομα. Συγκεκριμένα, η χώρα μας είναι πρώτη στη γιδοτροφία με 47,6% των αρμεγόμενων γιδιών της ΕΕ και η γιδοτροφία αποτελεί το λιγότερο εκσυγχρονισμένο κλάδο της κτηνοτροφίας.
“Οι περισσότεροι άνθρωποι υποστηρίζουν ότι υπάρχει μικρή διαφορά μεταξύ κατσικίσιου και αγελαδινού γάλατος. Ισχυρότερη διαφοροποίηση αποτελεί η επικρατούσα άποψη ότι το γίδινο ή κατσικίσιο γάλα, όπως είναι ευρύτερα γνωστό, έχει χαρακτηριστική μυρωδιά, που δυστυχώς λειτουργεί ανασταλτικά στους καταναλωτές. Στην πράξη, όμως, το καλό κατσικίσιο γάλα δύσκολα διαχωρίζεται στη γεύση από το αγελαδινό, αν η παραγωγή του γίνεται με τήρηση των βασικών ζωοτεχνικών κανόνων σε επίπεδο εκτροφής” σημειώνει ο κ. Αρσένος.
Οι διαφορές κατσικίσιου και αγελαδινού
Το κατσικίσιο γάλα, διευκρινίζει, είναι πιο λευκό και η κρέμα του δεν ξεχωρίζει τόσο εύκολα ή τελείως, όπως στο αγελαδινό, και πολλοί είναι εκείνοι που προτιμούν τη γεύση του καλού γίδινου γάλατος.
Ουσιαστικά, όμως, μεταξύ του κατσικίσιου και του αγελαδινού γάλακτος, υπάρχουν ενδιαφέρουσες διαφορές, οι οποίες έχουν ιδιαίτερη σημασία για εκείνους, οι οποίοι κατέχουν περισσότερες τεχνικές γνώσεις.
Μία από αυτές, όπως αναφέρει ο καθηγητής, σχετίζεται με τη χημική σύνθεση του γάλακτος και τον καθορισμό των ποιοτικών προτύπων. “Το γίδινο γάλα περιέχει σε διαφορετικό ποσοστό λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου και έχει διαφορετική περιεκτικότητα σε βιταμίνες σε σχέση με το αγελαδινό” διευκρινίζει.
Επίσης, η περιεκτικότητα του σε αλκαλική φωσφατάση είναι μικρότερη και έχει χαμηλότερο σημείο πήξης και επιπλέον ενδέχεται να περιέχει και λιγότερη α-si καζεΐνη, η οποία είναι η κυριότερη καζεΐνη του αγελαδινού γάλατος, προσθέτει.
Στην Ελλάδα, σήμερα, τρεις επιχειρήσεις διαθέτουν στην αγορά κατσικίσιο γάλα.
Προβλήματα και προοπτικές της κτηνοτροφίας
Σύμφωνα με τον κ. Αρσένο, η Ελλάδα κατέχει πρωταγωνιστική θέση στον τομέα της εκτροφής γαλακτοπαραγωγών προβάτων και γιδιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Μάλιστα, ο καθηγητής εκτιμά πως η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών κτηνοτροφικών προϊόντων- και όχι μόνο- αποτελεί βασική προϋπόθεση για βιώσιμη ανάπτυξη του κτηνοτροφικού τομέα στη χώρα μας, αλλά και αντίμετρο στην ανεργία και την αποδόμηση των παραγωγικών δραστηριοτήτων σε επίπεδο ελληνικής περιφέρειας.
Αφού επισημαίνει τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες, με τις οποίες βρίσκονται πολλές φορές αντιμέτωποι οι κτηνοτρόφοι, ο κ. Αρσένος επισημαίνει την ανάγκη στήριξής τους από την Πολιτεία, λέγοντας χαρακτηριστικά: “Ο ρόλος της ελληνικής Πολιτείας στη στήριξη και την παροχή βοήθειας στους προβατοτρόφους και γιδοτρόφους, ιδιαίτερα τους νέους σε ηλικία, θα πρέπει να σχηματοποιηθεί και να τεθούν χρονοδιαγράμματα υλοποίησης συγκεκριμένων δράσεων”.
Όπως, μάλιστα, τονίζει, “η στήριξη των κτηνοτρόφων είναι ουσιαστικά στήριξη της υπόστασης της ελληνικής περιφέρειας, αφού αυτοί αποτελούν δομικούς συντελεστές για τη βιωσιμότητα της υπαίθρου και την εξασφάλιση της αυτάρκειάς της σε προϊόντα ζωικής προέλευσης, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε”.
Ο κ. Αρσένος εκτιμά πως η ελληνική Πολιτεία, με όλους τους φορείς της (υπουργεία, ερευνητικά κέντρα, πανεπιστήμια), θα πρέπει να εστιάσει το ενδιαφέρον της στην οργάνωση και λειτουργία ενός δικτύου υποστήριξης του κτηνοτροφικού τομέα, ιδιαίτερα στον κλάδο της αιγοπροβατοτροφίας, όπου υπάρχει μακρόχρονη κτηνοτροφική παράδοση και προϊόντα με ιδιαίτερη δυναμική στην ελληνική και διεθνή αγορά.
“Με δεδομένη την ύπαρξη μεγάλου αριθμού εκτροφών μικρών μηρυκαστικών σε εθνικό επίπεδο και τη σημασία του κλάδου αυτού στην εθνική οικονομία είναι πλέον ανάγκη να γίνει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την ανάπτυξη επιχειρηματικού πνεύματος στους εκτροφείς και στη διαμόρφωση κατάλληλου πλαισίου περιβάλλοντος ενθάρρυνσης της ανάληψης επιχειρηματικών πρωτοβουλιών από συναφείς επιχειρήσεις (κυρίως μεταποιητικές)” υπογραμμίζει.
Απώτερος στόχος, συμπληρώνει, “θα είναι η ανάπτυξη και παραγωγή καινοτόμων γαλακτοκομικών προϊόντων (ή τυποποιημένων προϊόντων κρέατος) που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των εκτροφών και θα έχουν εξαγώγιμα χαρακτηριστικά”.
Το Εργαστήριο Ζωοτεχνίας του ΑΠΘ
Το επιστημονικό δυναμικό του Εργαστηρίου Ζωοτεχνίας της Κτηνιατρικής Σχολής ΑΠΘ εδώ και δεκαετίες συμβάλλει ουσιαστικά με πλήθος δράσεων που έχουν αποκλειστικό αντικείμενο την κτηνοτροφία.
Στο πλαίσιο αυτών των δράσεων έχουν προταθεί μια σειρά από μέτρα, όπως: η διοργάνωση εκπαιδευτικών σεμιναρίων για τη βελτίωση του επιπέδου τεχνικοοικονομικών γνώσεων των εκτροφέων παραγωγών και μεταποιητών για τον κλάδο της προβατοτροφίας και αιγοτροφίας και η αναβάθμιση των παρεχόμενων, τοπικά, υπηρεσιών από δημόσιες υπηρεσίες για στήριξη της επιχειρηματικότητας και της τοπικής ανάπτυξης, με απώτερο στόχο τη δημιουργία “δικτύων” που θα περιλαμβάνουν παραγωγικές μονάδες και επιχειρήσεις υποστήριξης πρωτοβουλιών δημιουργίας και λειτουργίας αγροτικών επιχειρήσεων.
Επίσης, προτείνεται η αξιοποίηση σύγχρονων τεχνικών και εργαλείων για την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων, με έμφαση στα βιολειτουργικά τρόφιμα ώστε να επιτευχθεί άμεση υποστήριξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας με την ανάπτυξη συστάδων αιγοπροβατοτροφίας. Ακόμη, η δημιουργία προτύπων μοντέλων ανάπτυξης αιγοπροβατοτροφικών επιχειρήσεων και μεταποιητικών μονάδων, οι οποίες θα μπορέσουν να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας και θα έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στη γνώση και την καινοτομία ώστε να αποκτήσουν επιτυχημένο μάρκετινγκ για τα προϊόντα τους σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Σημαντική, επίσης, είναι η διαδραστική συνεργασία παραγωγών, μεταποιητών και επιστημονικού δυναμικού ώστε να λειτουργούν ως ένα οργανωμένο σύνολο στη διάδοση καλών πρακτικών και την κωδικοποίηση προτάσεων για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος στον κλάδο της αιγοπροβατοτροφίας.