Οι καπνιστές έχουν άλλον ένα λόγο να κόψουν το τσιγάρο, μετά από μία νέα ελβετική και γερμανική επιστημονική έρευνα, που ισχυρίζεται ότι το κάπνισμα θα πρέπει να θεωρηθεί παράγοντας κινδύνου -και μάλιστα σημαντικός- για την εκδήλωση σχιζοφρένειας. Όσο πιο πολύ καπνίζει κανείς, τόσο αυξάνει ο σχετικός κίνδυνος. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Μπόρις Κουέντνοου του Πανεπιστημιακού Ψυχιατρικού Νοσοκομείου της Ζυρίχης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), υποστηρίζουν ότι το κάπνισμα έχει επίπτωση στα γονίδια κινδύνου που σχετίζονται με την σχιζοφρένεια.
Η συγκεκριμένη ψυχική νόσος θεωρείται ότι έχει γενετικές αιτίες, όμως οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμα καταφέρει να ανακαλύψουν το βασικό γονίδιο που ευθύνεται γι’ αυτήν. Μελετώντας, πάντως, το γενετικό υπόβαθρο της σχιζοφρένειας, οι ερευνητές έχουν εντοπίσει ορισμένα γονίδια που θεωρούνται ότι αυξάνουν τον κίνδυνο εκδήλωσης της πάθησης, ένα από τα οποία είναι το γονίδιο TCF4.
Η έρευνα περιέλαβε πάνω από 1.800 άτομα και, μέσα από κυρίως ακουστικά πειράματα με τη βοήθεια της τεχνικής του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κάπνισμα επιδρά στην εκδήλωση του συγκεκριμένου γονιδίου TCF4, το οποίο ρυθμίζει μια πρωτεΐνη που παίζει σημαντικό ρόλο στην πρώιμη ανάπτυξη του εγκεφάλου και έχει σχετιστεί με την εμφάνιση της σχιζοφρένειας.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι το κάπνισμα μπορεί να επιδρά και σε άλλα γονίδια που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο σχιζοφρένειας. Επισήμαναν, επίσης, ότι οι ασθενείς με διαγνωσμένη σχιζοφρένεια συνήθως καπνίζουν πολύ. Ο Κουέντνοου ανέφερε ότι το κάπνισμα θα πρέπει πλέον να συμπεριλαμβάνεται στα μελλοντικά διαγνωστικά κριτήρια για τη σχιζοφρένεια.