Μπορεί πολλοί να ονειρεύονται να ζήσουν ως «ελεύθερο πουλί», κατά το γνωστό λαϊκό άσμα, όμως ορισμένα πουλιά δεν αντέχουν την ελευθερία και πεθαίνουν. Αυτό τουλάχιστον καταδεικνύουν τα αποτελέσματα έρευνας, που δείχνει ότι ακόμη και στην πιο επιτυχημένη απελευθέρωση, ένα μικρό μόνο ποσοστό (1-10%) των εκτρεφόμενων περδίκων ή φασιανών μπορεί να επιβιώσει για περισσότερο από τρεις μήνες.
Στην έρευνα των πανεπιστημιακών Χ. Σώκου, Π. Μπίρτσα, K. Παπασπυρόπουλου, Σ. Κελεσίδου και Χ. Μπιλλίνη επισημαίνεται ακόμη ότι έχει αποδειχθεί πως η επιβίωση των τεχνητά εκτρεφόμενων περδίκων και φασιανών στο φυσικό περιβάλλον είναι πολύ μικρότερη σε σύγκριση με την επιβίωση των άγριων. Τα περισσότερα εκτρεφόμενα πτηνά πεθαίνουν τις πρώτες εβδομάδες μετά την απελευθέρωση.
Συνήθως κανένα ή ελάχιστα από τα απελευθερωμένα εκτρεφόμενα πτηνά καταφέρνουν να αναθρέψουν νεοσσούς στη φύση. Έχει, μάλιστα, αποδειχθεί ότι η κύρια αιτία αποτυχίας είναι η θνησιμότητα που προκαλείται από τους άρπαγες, όπως η αλεπού, αν και εφαρμόζεται σε πολλές περιπτώσεις (εκτός Ελλάδας) ο έλεγχος του αριθμού τους. Το γεγονός αυτό αποδίδεται σε αδυναμίες των τεχνητά εκτρεφόμενων περδίκων και φασιανών στη μορφολογία, φυσιολογία και στη συμπεριφορά τους.
Ωστόσο, οι επαναλαμβανόμενες απελευθερώσεις από τους Κυνηγετικούς Συλλόγους και τη Δασική Υπηρεσία οδήγησαν στην εγκατάσταση μικρών ομάδων ατόμων του είδους σε μερικές περιοχές της χώρας. Πρόκειται συνήθως για λίγες δεκάδες άτομα σε περιοχές όπου οι απελευθερώσεις συνεχίζονται, συνεπώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι πρόκειται για βιώσιμους πληθυσμούς, διότι αν σταματήσουν οι απελευθερώσεις υπάρχει το ενδεχόμενο να αφανιστούν και τα λίγα άτομα που παρατηρούνται. Αυτό καταγράφηκε στη Μακεδονία, όπου το 2002 είχαν εγκατασταθεί ομάδες ατόμων φασιανών, κάτι που δεν ίσχυε το 2011.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η απελευθέρωση στη χώρα μας συνήθως δεν συνδυάζεται με άλλα διαχειριστικά μέτρα, όπως η μείωση της αρπακτικότητας, η βελτίωση του ενδιαιτήματος και η ρύθμιση της θήρας, με αποτέλεσμα το εγχείρημα να βαίνει σε αποτυχία, σύμφωνα με την έρευνα.
Χαρακτηριστικό είναι, αναφέρει στο ΑΜΠΕ ο Δρ. Περικλής Μπίρτσας, καθηγητής στο Τμήμα Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος, Εργαστήριο Άγριας Πανίδας, Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Λάρισας, ότι στα νησιά του Β. Αιγαίου εγκαθίστανται συχνότερα άτομα τσούκαρ σε αντίθεση με την ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι στα νησιά η αφθονία των αρπάγων ίσως είναι μικρότερη σε σχέση με την ηπειρωτική Ελλάδα.
Υψηλό το κόστος των απελευθερώσεων
Ξένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το κόστος για κάθε απελευθερωμένη πέρδικα ή φασιανό που μπαίνει στην τσάντα του κυνηγού είναι υψηλό λόγω της μικρής επιβίωσης μετά την απελευθέρωση.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το ελάχιστο κόστος των περδίκων και φασιανών τη στιγμή της απελευθέρωσης εκτιμάται σε 8ευρώ/πτηνό, ενώ αυτά που τελικά μπαίνουν στην τσάντα του κυνηγού στοίχιζαν 143ευρώ/πτηνό στη βόρεια και κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα μέχρι το 2009. Στη νησιωτική Ελλάδα από ανέκαθεν και μετά το 2009 στην ηπειρωτική, το ποσό αυτό εκτιμάται ότι μειώθηκε σε 36€/πτηνό, επειδή επιτράπηκαν οι απελευθερώσεις και στους κυνηγοτόπους. Το αντίστοιχο κόστος στη Βρετανία είναι 18–33 λίρες/πτηνό, ενώ η αξία του φασιανού τη στιγμή της απελευθέρωσης είναι δυόμισι λίρες. Στην Πενσυλβανία βρέθηκε ότι το κόστος αυτό για το φασιανό ανέρχεται σε 22,63 έως 90,74 δολάρια/πτηνό.
Η απελευθέρωση τεχνητά εκτρεφόμενων περδίκων και φασιανών μέσα σε απαγορευμένες για τη θήρα περιοχές πρέπει- συμπεραίνεται- να περιοριστεί, διότι τα πτηνά αυτά δεν είναι κατάλληλα για την εγκατάσταση νέου ή την ενδυνάμωση απειλούμενου πληθυσμού.
Σε αυτή την περίπτωση προτείνεται η σύλληψη και μεταφορά άγριων ατόμων και εναλλακτικά η χρησιμοποίηση εκτρεφόμενων πτηνών φυσικής ή ημιφυσικής εκτροφής. Επιπρόσθετα, η απελευθέρωση πρέπει υποχρεωτικά να συνδυάζεται με τεχνικές μείωσης της αρπακτικότητας από την αλεπού και άλλους άρπαγες.
Η απελευθέρωση για άμεση κάρπωση σε κυνηγότοπο έχει σοβαρά μειονεκτήματα, ωστόσο αν αποφασιστεί να εφαρμοστεί θα πρέπει να αρθεί ο κανονισμός που τοποθετεί χρονικά την απελευθέρωση σε τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την έναρξη της θήρας του είδους.
Αντίθετα, προτείνεται να γίνεται μέχρι δύο ημέρες πριν ή καλύτερα εντός της κυνηγετικής περιόδου. Αυτό αναμένεται να μειώσει το κόστος ανά πτηνό που μπαίνει στην τσάντα του κυνηγού από 36 σε 26 ευρώ.
Επιπλέον, συνίσταται να γίνεται όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασπορά των πτηνών κατά την απελευθέρωση και να ενημερώνονται με τον ίδιο τρόπο όλοι οι κυνηγοί του τοπικού Κυνηγετικού Συλλόγου για να καρπώνονται δικαιότερα τα πτηνά.