Τα λιπαρά που βρίσκονται στο γάλα, και αποτελούν σύνηθες συστατικό των επεξεργασμένων τροφίμων και γλυκών, προκαλούν την εκρηκτική αύξηση ενός σπάνιου εντεροβακτηρίου, του Bilophilawadsworthia, κάτι που συμβάλλει στην νόσο του ευερέθιστου εντέρου (σπαστική κολίτιδα). Το εύρημα αυτό προέκυψε από μελέτες αμερικανών ερευνητών του Πανεπιστημίου του Σικάγου οι οποίοι αφού τάισαν πειραματόζωα με λιπαρά του γάλακτος, λαρδί ή ηλιέλαιο μελέτησαν τις αλλαγές που προκαλούσε η διατροφή τους στη σύνθεση των βακτηρίων του εντέρου τους.
Τα ποντίκια ήταν γενετικά τροποποιημένα έτσι ώστε να αποτελούν μοντέλο για τη νόσο του ευερέθιστου εντέρου (irritable bowel syndrome ή σπαστική κολίτιδα όπως διαφορετικά λέγεται) . Για την ακρίβεια δεν μπορούσαν να συνθέσουν την πρωτεΐνη ιντερλευκίνη-10 η οποία δρα κατευναστικά στη φλεγμονή.
Θεαματική αύξηση βακτηρίων
Προς μεγάλη τους έκπληξη, οι ερευνητές διεπίστωσαν ότι τα ποντίκια τα οποία είχαν ταϊστεί με λιπαρά του γάλακτος φιλοξενούσαν στο έντερό τους τεράστιους αριθμούς του βακτηρίου Bilophilawadsworthia. Το βακτήριο αυτό είναι τόσο σπάνιο σε κανονικές συνθήκες που η συγκέντρωσή του στο έντερο θεωρείται σχεδόν μηδενική και το ίδιο ίσχυε και για όλα τα πειραματόζωα στην αρχή του πειράματος. Σύντομα όμως, στα ποντίκια που τρέφονταν με λιπαρά του γάλακτος το είδος αυτό έφτασε να ισοδυναμεί με το 6% των εντεροβακτηρίων τους.
Χαρακτηριστικό του Bilophilawadsworthia είναι η παραγωγή τοξινών οι οποίες ερεθίζουν το εντερικό επιθήλιο ενώ ταυτόχρονα το καθιστούν περισσότερο διαπερατό, πράγμα που διευκολύνει την είσοδο στο έντερο φλεγμονωδών κυττάρων του ανοσοποιητικού.
Τα λιπαρά του γάλακτος διασπώνται πολύ δύσκολα. Για τη διάσπασή τους απαιτείται η παραγωγή χολής η οποία είναι πλούσια σε συστατικά που περιέχουν θείο. Αυτό εξηγεί και τη θεαματική αύξηση των αριθμών του Bilophilawadsworthia στο έντερο των πειραματοζώων: πρόκειται για βακτήριο που χρησιμοποιεί θειικές ενώσεις για την παραγωγή ενέργειας.
Γάλα και σπαστική κολίτιδα
Οι ερευνητές, οι οποίοι πέτυχαν να μειώσουν τους αριθμούς του βακτηρίου στο έντερο των πειραματοζώων, σταματώντας την τροφοδότησή τους με λιπαρά που βρίσκονται στο γάλα, ευελπιστούν να αξιοποιήσουν τα ευρήματά τους για την αντιμετώπιση της νόσου του ευερέθιστου εντέρου (σπαστικής κολίτιδας).
Προς το παρόν είναι πολύ νωρίς για να πει κανείς ότι η αποφυγή των λιπαρών του γάλακτος θα οδηγούσε σε υποχώρηση των συμπτωμάτων της σπαστικής κολίτιδας. Θα χρειαστεί να διερευνηθεί αν και οι άνθρωποι ανταποκρίνονται με τον ίδιο τρόπο στα συστατικά αυτά, πριν μπορέσουν οι ερευνητές να λάβουν μέτρα για να αποκαταστήσουν την εντερική χλωρίδα τους. Περισσότερα για τη σπαστική κολίτιδα και τη διατροφή δείτε εδώ.
Τα παραπάνω ευρήματα, τα οποία δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «Nature», συμπίπτουν χρονικά με την πρώτη δημοσίευση (σε τρεις διαφορετικές επιστημονικές επιθεωρήσεις, «Science», «Nature» και «PLoS») του ανθρωπίνου μικροβιώματος (microbiome), του καταλόγου των βακτηριακών ειδών που εποικίζουν 18 διαφορετικές θέσεις στο ανθρώπινο σώμα. Εχοντας λάβει δείγματα από 242 άτομα ηλικίας 18 ως 40 ετών οι επιστήμονες απ όλο τον κόσμο που έλαβαν μέρος στην τιτάνια προσπάθεια ευελπιστούν ότι η γνώση των βακτηρίων που εποικίζουν το σώμα των υγιών ανθρώπων θα τους βοηθήσει να αντιληφθούν πως οι μικροοργανισμοί συμβάλλουν στην εμφάνιση ασθενειών όπως η νόσος του Chron ή η παχυσαρκία.
Έχουμε πολλά βακτήρια
Μεταξύ των εντυπωσιακών στοιχείων που προέκυψαν από την μελέτη του ανθρωπίνου μικροβιώματος είναι ο τεράστιος αριθμός των βακτηρίων που φιλοξενούμε (10πλάσιος των κυττάρων του σώματός μας!). Διαπιστώθηκε επίσης ότι η μεγαλύτερη ποικιλία βακτηρίων εντοπίζεται στο δέρμα και η μικρότερη στον γυναικείο κόλπο (του οποίου οι πληθυσμοί αλλάζουν σε περιόδους κύησης) καθώς και ότι τα βακτήρια των δοντιών είναι διαφορετικά από αυτά του σάλιου.