H ουρολοίμωξη έχει αιτία ορισμένα μικρόβια που προέρχονται κυρίως από το έντερο, αλλά αποκτούν πρόσβαση και προσβάλλουν το ουροποιητικό σύστημα (εισέρχονται από την ουρήθρα στην ουροδόχο κύστη).
Το ουροποιητικό σύστημα χωρίζεται στο ανώτερο και στο κατώτερο. Το ανώτερο αποτελείται από τα νεφρά και τους ουρητήρες (είναι τα «σωληνάκια» που μεταφέρουν τα ούρα από τους νεφρούς στην κύστη), ενώ το κατώτερο από την ουροδόχο κύστη και την ουρήθρα.
Περί τα 170-180 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο εκδηλώνουν ετησίως ουρολοιμωξη.
- Το 90% των ασθενών έχουν λοίμωξη στην ουροδόχο κύστη.
- Το 10% των ασθενών έχουν λοίμωξη του νεφρού (πυελονεφρίτιδα). Τα 3/4 των κρουσμάτων είναι σποραδικά.
- Το 1/4 των κρουσμάτων είναι υποτροπιάζοντα (οφείλονται σε κάποια παθολογία ή ανατομική ανωμαλία του ουροποιητικού).
Το 60% των γυναικών και το 15% των ανδρών θα πάθουν ουρολοίμωξη τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους. Έως την ηλικία του 1 έτους, η ουρολοιμωξη είναι συχνότερη στα αγόρια, μέχρι τα 65 έτη είναι συχνότερη στις γυναίκες και μετά τα 65 έτη έχει την ίδια συχνότητα σε άνδρες και γυναίκες.
Το 80-90% των ουρολοιμώξεων προκαλούνται από το κολοβακτηρίδιο (το e.coli, που υπάρχει κυρίως στο έντερο), το 10% οφείλονται σε σταφυλόκοκκο (κυρίως το καλοκαίρι) και σπανιότερα οφείλονται σε μικρόβια όπως η κλεμπσιέλλα, ο πρωτέας κ.ά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, σεξουαλικώς μεταδιδόμενα μικρόβια όπως τα Chlamydia trachomatis, η neisseria gonorrhoeae, ο ιός του έρπητα έχουν κυρίαρχο ρόλο.
Στις περισσότερες περιπτώσεις οι μικροοργανισμοί εισβάλλουν στο ουροποιητικό από την ουρήθρα. Στις γυναίκες κυρίως αφορούν μικρόβια που βρίσκονται στον κόλπο και στον πρωκτό και ακολουθούν ανοδική πορεία προς την ουροδόχο κύστη λόγω της ανατομικής κατασκευής της ουρήθρας – είναι πιο μικρή σε σχέση με τους άνδρες διότι η ουροδόχος κύστη βρίσκεται πιο χαμηλά. Σπάνια, σε ασθενείς με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα τα μικρόβια φθάνουν στο ουροποιητικό σύστημα από το αίμα (αιματογενής οδός).
Δίχως την κατάλληλη και έγκαιρη θεραπεία, η ουρολοιμωξη μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές. Η ουρολοίμωξη μπορεί να προκαλέσει διάφορα προβλήματα όπως νεφρολιθίαση, στενώματα της ουρήθρας ή του ουρητήρα, λιθίαση της κύστης, κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση (τα ούρα επιστρέφουν από την κύστη στον ουρητήρα), ανατομικές ανωμαλίες των νεφρών, νευρογενή κύστη, ακόμα και καρκίνο στο ουροποιητικό σύστημα.
Τα μέτρα πρόληψης για την ουρολοίμωξη είναι:
- Να πίνετε καθημερινά άφθονα υγρά (ιδίως νερό).
- Να ουρείτε τακτικά, πριν παραγεμίσει η ουροδόχος κύστη.
- Να καθαρίζετε την γεννητική περιοχή από εμπρός προς τα πίσω, για να μη μεταφέρονται στην ουρήθρα τα μικρόβια που βρίσκονται στην περιοχή γύρω από τον πρωκτό.
- Να ουρείτε αμέσως μετά την σεξουαλική επαφή.
- Να αποφεύγετε τα νάιλον εσώρουχα αλλά και αυτά που είναι πολύ στενά.
- Τελευταίες έρευνες έδειξαν ότι η ουρολοίμωξη μπορεί να έχει αιτία το μολυσμένο κρέας πουλερικών και αυτό αναδεικνύει την αξία της μαγειρικής.
Ποια είναι τα συμπτώματα;
Υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα συμπτώματα που πρέπει να σε βάλουν σε υποψίες για το ενδεχόμενο ουρολοίμωξης:
- Τσούξιμο κατά τη διάρκεια της ούρησης
- Συχνές επισκέψεις στην τουαλέτα (συχνοουρία)
- Πυρετός με πιο σύνηθες την εμφάνιση δέκατων
- Ναυτία, κοιλιακό πόνο ή ακόμη και εμετό
Είναι όμως πολύ πιθανό να μην εμφανίζεται κανένα από τα παραπάνω συμπτώματα. Σε αυτήν την περίπτωση, η λοίμωξη αποκαλύπτεται μόνο μετά από εξέταση ούρων (ασυμπτωματικές ουρολοιμώξεις).
Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου για ουρολοίμωξη;
Κάθε άνθρωπος μπορεί να πάθει ουρολοίμωξη, αλλά υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που ευνοούν την εμφάνισή της. Τέτοιοι παράγοντες είναι η πλημμελής υγιεινή, ορισμένες κακές συνήθειες (λ.χ. ελλιπής ενυδάτωση, αναστολή ούρησης, νάιλον εσώρουχα) και ορισμένες σεξουαλικές συνήθειες (λ.χ. μη χρήση προφυλακτικού, μη ούρηση μετά τη σεξουαλική επαφή).
Προδιαθεσικοί παράγοντες είναι επίσης η χρόνια παραμονή ούρων στην ουροδόχο κύστη η παρουσία πέτρας στο ανώτερο ή κατώτερο ουροποιητικό, παθολογικές καταστάσεις (λ.χ. διαβήτης), η εγκυμοσύνη, η εμμηνόπαυση, οι συγγενείς (εκ γενετής) ανατομικές ανωμαλίες στο ουροποιητικό (λ.χ. στενώματα ουρητήρα) και οι μικροπαρεμβάσεις στην ουρήθρα (λ.χ. τοποθέτηση καθετήρα, κυστεοσκόπηση).
Μπορούν οι ασθενείς να καταλάβουν αν έχουν λοίμωξη στα νεφρά ή χαμηλά στο ουροποιητικό;
Συνήθως, ναι. Οταν η λοίμωξη εντοπίζεται στο κατώτερο ουροποιητικό σύστημα, τα συμπτώματα συνήθως είναι συχνουρία, επιτακτική ανάγκη για ούρηση, κάψιμο κατά την ούρηση και πόνος ή βάρος χαμηλά στην κοιλιά. Αντιθέτως, η λοίμωξη στα νεφρά (πυελονεφρίτιδα) προκαλεί υψηλό πυρετό (πάνω από 38 βαθμούς Κελσίου), ρίγος, κακουχία και πόνο στην πάσχουσα νεφρική χώρα (πίσω στη μέση).
Ποιες είναι οι πιθανές επιπλοκές της ουρολοίμωξης;
Εάν οι ουρολοιμώξεις δεν αντιμετωπισθούν σωστά και εγκαίρως, μπορεί να έχουν σοβαρές επιπλοκές, όπως οι υποτροπές, η πυελονεφρίτιδα και η δημιουργία αποστήματος σε κάποιο όργανο του ουροποιητικού. Αν οι υποτροπές αφορούν λοίμωξη στα νεφρά, η πιθανή επιπλοκή είναι η χρόνια πυελονεφρίτιδα η οποία μακροπρόθεσμα οδηγούν σε έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας. Η πιο σοβαρή και απειλητική για τη ζωή επιπλοκή είναι η σήψη, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε σηπτική καταπληξία, πολυοργανική ανεπάρκεια ή ακόμη και στον θάνατο.
Πότε πρέπει να απευθυνθεί ο ασθενής στον γιατρό;
Κάθε ασθενής που εκδηλώνει συμπτώματα από το ουροποιητικό σύστημα πρέπει να συμβουλεύεται έναν ουρολόγο – και μάλιστα επειγόντως, εάν εμφανίζει υψηλό πυρετό με πόνο στη νεφρική χώρα και κακουχία ή έντονα ενοχλήματα κατά την ούρηση.
Υπάρχει περίπτωση να χρειασθεί εγχείρηση;
Χειρουργείο μπορεί να χρειασθεί αν υπάρχουν ορισμένοι προδιαθεσικοί παράγοντες (λ.χ. στενώματα), αποφρακτική πυελονεφρίτιδα ή επιπλοκή της ουρολοίμωξης (λ.χ. απόστημα νεφρού ή προστάτη). Υπάρχουν επίσης κάποιες σπάνιες λοιμώξεις του ουροποιητικού οι οποίες χρήζουν άμεσης χειρουργικής αντιμετώπισης.
Υπάρχουν νεότερα στη θεραπεία για την ουρολοίμωξη;
Όπως και στις περισσότερες λοιμώξεις η αντιμετώπιση γίνεται με αντιβίωση. Οι περισσότερες κυστίτιδες (λοίμωξη της ουροδόχου κύστης) αντιμετωπίζονται με την χορήγηση μιας εφ’ άπαξ δόσης αντιβιοτικού, από τον ουρολόγο. Η απάντηση της καλλιέργειας επιβεβαιώνει τη διάγνωση και το αντιβιόγραμμα βοηθά στην επιλογή του κατάλληλου αντιβιοτικού από τον ιατρό.
Τα νέα και υγιή άτομα με εμπύρετη λοίμωξη μπορούν να αντιμετωπιστούν θεραπευτικά εκτός νοσοκομείου, με αντιβίωση (τριμεθοπρίμη – σουλφαμεθοξαζόλη) επί 2 εβδομάδες, εφόσον ο ειδικός ιατρός το κρίνει και ο ασθενής πληρεί τις προϋποθέσεις. Συνήθως, δύο ημέρες μετά την εφαρμογή της θεραπείας συνιστάται επανάληψη της καλλιέργειας ούρων, το διάστημα αυτό όμως μπορεί να ποικίλει ανάλογα με την κάθε περίπτωση.
Τα νεότερα στη θεραπεία για την ουρολοιμωξη αφορά κυρίως την αντιμετωπιση, καθώς η αλόγιστη χρήση σε αντιβιοτικά η οποία έχει οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση της αντοχής των μικροβίων. Τα αντιβιοτικά πρέπει να λαμβάνονται με βάση συγκεκριμένες οδηγίες που έχουν εκδώσει η Ευρωπαϊκή και η Αμερικανική Ουρολογική Εταιρεία, με υπόδειξη του ουρολόγου γιατρού και έπειτα από καλλιέργεια ούρων και αντιβιόγραμμα.
Υπάρχουν περιπτώσεις που απαιτείται μία και μόνο δόση αντιβιοτικού κατά το πρώτο 24ωρο από την έναρξη των συμπτωμάτων και όχι ολόκληρη αγωγή, αλλά αυτό μόνο ο ουρολόγος μπορεί να το καθορίσει.
Είδη ουρολοιμώξεων
Ανάλογα με το σημείο που μολύνει, η ουρολοίμωξη διακρίνεται σε:
1. Ασυμπτωματική βακτηριουρία. Ο ασθενής δεν εκδηλώνει συμπτώματα, αλλά η καλλιέργεια ούρων για τον εντοπισμό βακτηρίων βγαίνει θετική.
2. Κυστίτιδα. Τα συμπτώματα εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στην ουροδόχο κύστη. Πρόκειται για είδος λοίμωξης που αφορά κυρίως τις γυναίκες. Εμφανίζεται με πόνο χαμηλά στην κοιλιά (στο υπογάστριο). Τα συμπτώματα είναι ενοχλήματα κατά την ούρηση (πόνος, τσούξιμο, αίσθημα βάρους κατά την ούρηση), συχνουρία, δυσοσμία ούρων, αιματουρία (αίμα στα ούρα) και σπάνια πυρετό. Σπάνια υπάρχει πυρετός μέχρι 38 βαθμούς Κελσίου. Επιβεβαιώνεται με γενική και καλλιέργεια ούρων. Χρήζει άμεσης φαρμακευτικής αγωγής (προηγείται καλλιέργεια) και λήψης υγρών. Συνήθως αρκούν 3 ημέρες αγωγής.
3. Οξεία πυελονεφρίτιδα. Είναι η λοίμωξη του νεφρού. Εμφανίζεται με πόνο στη μέση ή/και στην κοιλιά, ενοχλήματα κατά την ούρηση και, λιγότερο συχνά, ναυτία και εμέτους. Άλλα συμπτώματα είναι αιφνίδιος υψηλός πυρετός με ρίγος, άλγος νεφρικής και κοιλιακής χώρας, ναυτία και εμετοί. Τα συμπτώματα αυτά πρέπει άμεσα να οδηγήσουν τον ασθενή στον ουρολόγο γιατρό. Η καλλιέργεια ούρων θέτει την διάγνωση και ο υπερηχοτομογραφικός έλεγχος αποκλείει αποφράξεις. Η άμεση χορήγηση ενδοφλέβιας αντιβιοτικής αγωγής σώζει τον ασθενή από έναν πραγματικά μεγάλο κίνδυνο.
4. Υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις. Χαρακτηρίζονται όταν εκδηλώνονται δύο ή περισσότερα επεισόδια ουρολοίμωξης τους τελευταίους 6 μήνες ή τρία ή περισσότερα επεισόδια τους τελευταίους 12 μήνες. Οι επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις είναι σύνηθες πρόβλημα στις γυναίκες. Οι πιο πολλές οφείλονται σε επαναμόλυνση παρά σε υποτροπή. Είναι σημαντική πάντως η διάκριση των δύο καταστάσεων γιατί η υποτροπή χρήζει πιο εκτεταμένου ουρολογικού ελέγχου, μεγαλύτερης διάρκειας θεραπεία και σε μερικές περιπτώσεις χειρουργείο.
Στην κλινική πράξη υποτροπή θεωρείται η λοίμωξη που εμφανίζεται μέσα σε δύο εβδομάδες από την θεραπεία της αρχικής και οφείλεται στο ίδιο μικρόβιο. Αντίθετα, μία λοίμωξη που εμφανίζεται σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο εβδομάδων μετά τη θεραπεία της αρχικής, θεωρείται επαναμόλυνση, ακόμα και αν ο παθογόνος μικροοργανισμός είναι ο ίδιος.
Τελευταίες μελέτες δείχνουν ότι η αλλαγή στη φυσιολογική χλωρίδα του κόλπου, προδιαθέτει τις γυναίκες σε εποικισμό με το μικρόβιο Ε.Coli και σε ουρολοίμωξη. Η ουροδόχος κύστη μπορεί να λειτουργήσει σαν ρεζερβουάρ παθογόνων μικροβίων που προκαλούν επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις.