Αν υποφέρετε από ναυτία, κράμπες, φούσκωμα, τυμπανισμό ή διάρροια όταν πίνετε γάλα ή τρώτε γαλακτοκομικά προϊόντα, ίσως να έχετε δυσανεξία στη λακτόζη (ονομάζεται και υπολακτασία). Πρόκειται για τη μη πλήρη πέψη της λακτόζης στο λεπτό έντερο λόγω έλλειψης ή μειωμένης συγκέντρωσης του ενζύμου λακτάση.
Η δυσανεξία στη λακτόζη (lactose intolerance) δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Υπολογίζεται ότι ως και το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει κάποια δυσανεξία στη λακτόζη, κάτι που βέβαια εξαρτάται από την ποσότητα των γαλακτοκομικών προϊόντων που καταναλώνονται. Συνήθως χρειάζονται γύρω στα 200-250 γραμμάρια γάλακτος για να προκληθούν τα συμπτώματα της δυσανεξίας στη λακτόζη.
Λακτόζη και λακτάση
Η λακτόζη είναι ένας υδατάνθρακας που βρίσκεται αποκλειστικά στο γάλα (στο αγελαδινό γάλα υπάρχει σε ποσοστό 4,2-5,2% ενώ στο μητρικό γάλα κατά 6,5-7%) και συνεισφέρει στην απορρόφηση του ασβεστίου.
Τα βασικά μόρια των υδατανθράκων στην ανθρώπινη διατροφή είναι τρία: η γλυκόζη, η φρουκτόζη και η γαλακτόζη. Αυτά τα μόρια έχουν τον ίδιο αριθμό ατόμων άνθρακα, υδρογόνου και οξυγόνου αλλά ενώνονται μεταξύ τους μ’ έναν ελαφρώς διαφορετικό τρόπο. Η γλυκόζη είναι το πιο συνηθισμένο μόριο στην ανθρώπινη διατροφή και πολλές φορές λέγεται «ζάχαρο του αίματος». Η γαλακτόζη υπάρχει μόνο στο γάλα και η φρουκτόζη βρίσκεται στα φρούτα και το μέλι, έχοντας την πιο γλυκιά γεύση.
Όταν αυτά η γλυκόζη, η φροκτόζη και η γαλακτόζη υπάρχουν στις τροφές ως ασύνδετα μόρια αποκαλούνται μονοσακχαρίτες, αλλά πολλές φορές είναι ενωμένα ανά δύο και λέγονται δισακχαρίτες. Για παράδειγμα, η επιτραπέζια ζάχαρη είναι ένας δισακχαρίτης και αποτελείται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα μόριο φρουκτόζης (λέγεται σακχαρόζη ή σουκρόζη). Άλλος δισακχαρίτης είναι η λακτόζη που βρίσκεται στο γάλα και αποτελείται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα μόριο γαλακτόζης. Οι μονοσακχαρίτες και οι δισακχαρίτες ονομάζονται απλοί υδατάνθρακες ή σάκχαρα.
Οι δισακχαρίτες διασπώνται από το σώμα σε μονοσακχαρίτες αλλά δεν μπορούν όλοι οι ενήλικοι άνθρωποι να διασπάσουν τη λακτόζη όταν βρεθεί πάνω από κάποια ποσότητα στο σώμα, μια κατάσταση που ονομάζεται δυσανεξία στη λακτόζη. Υπάρχουν και αρκετοί άνθρωποι που δεν ανέχονται την παραμικρή ποσότητα λακτόζης. Αυτό συμβαίνει διότι υπάρχει έλλειψη ενός ενζύμου που παράγεται στο λεπτό έντερο, η λακτάση, ρόλος της οποίου είναι είναι να διασπά τη λακτόζη στα δύο απλούστερα σάκχαρα που την αποτελούν, τη γλυκόζη και τη γαλακτόζη. Όταν δεν υπάρχει αρκετή λακταση για να κάνει αυτή την δουλειά, η ανεπεξέργαστη λακτόζη περνάει στο παχύ έντερο και αρχίζει να υφίσταται ζύμωση, παράγοντας λιπαρά οξέα και αέρια (διοξείδιο του άνθρακα, υδρογόνο και μεθάνιο).
Τα συμπτώματα
Τα αέρια αυτά προκαλούν τα συμπτώματα της δυσανεξίας στη λακτόζη: σφιγμένο και ερεθισμένο στομάχι, γουργούρισμα των εντέρων, πρησμένη κοιλιά, ναυτία, κοιλιακές κράμπες, φούσκωμα, τυμπανισμό, κοιλιακό πόνο ή κολικούς, έκλυση αερίων, ακόμα και διάρροια. Τα συμπτώματα εκδηλώνονται συνήθως 30 έως 60 λεπτά μετά την κατανάλωση γάλακτος. Σημειώστε ότι το κρύο γαλα έχει εντονότερα συμπτώματα. Παρότι η συχνότητα εμφάνισης της δυσανεξίας είναι ίδια και στα δύο φύλα, εκτιμάται ότι τα συμπτώματα είναι πιο έντονα στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες.
Κλινικά η διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη δεν τίθεται με ευκολία, λόγω της ποικιλομορφίας των παρουσιαζόμενων συμπτωμάτων. Αν τα συμπτώματα παρουσιάζονται αμέσως μετά τη λήψη της λακτόζης η διάγνωση είναι πιο εύκολη. Συμπτώματα που εμφανίζονται μέσα στα πρώτα 30 λεπτά από τη λήψη της λακτόζης είναι η ναυτία και ένα αίσθημα πληρότητας (φούσκωμα) του στομαχιού, ενώ αυτά που εμφανίζονται μέσα σε 2 έως 6 ώρες είναι ο κοιλιακός πόνος, ο οποίος μπορεί να έχει κολικοειδή χαρακτήρα (γύρω από τον ομφαλό ή στο κάτω μέρος της κοιλιάς), η έντονη εντερική κινητικότητα, το φούσκωμα, η έκλυση αερίων και η διάρροια. Η τυπική διάρροια χαρακτηρίζεται από υδαρή, ογκώδη και αφρώδη κόπρανα. Στα παιδιά και τους εφήβους μπορεί να υπάρχει εμετός.
Η διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη μπορεί να γίνει με διάφορα τεστ, όπως τα τεστ ανοχής στην λακτοζη, η μέτρηση του pH των κοπράνων τα οποία είναι όξινα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλες τις ηλικίες καθώς και σε παιδιά. Πιο ειδική εξέταση είναι το τεστ αναπνοής μέσω μέτρησης υδρογόνου στον εκπνεόμενου αέρα η οποία μπορεί να γίνει σε παιδιά μεγαλύτερα από 6 χρονών.
Η λακτάση παράγεται σε μεγάλες ποσότητες τα πρώτα δύο χρόνια της ζωής, όταν ο άνθρωπος έχει απόλυτη ανάγκη το μητρικό γάλα. Στη συνέχεια, η παραγωγή της λακτάσης μειώνεται σταθερά. Σε μερικούς μειώνεται περισσότερο από το σύνηθες και παρουσιάζουν δυσανεξία στη λακτόζη. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι κάτι περίεργη καθώς ο παλαιολιθικός άνθρωπος και οι πρόγονοί του δεν έπιναν γάλα, (παρά μόνο στη βρεφική ηλικία), και ως εκ τούτου δεν χρειάζονταν να παράγουν αρκετή λακτάση.
Πάντως, δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί να παρουσιάσουν και βρέφη τα οποία έχουν εκ γενετής έλλειψη του ενζύμου λακτάση. Αυτό μπορεί να είναι οδυνηρό τόσο για τα ίδια όσο και για τους γονείς. Αν κάποιο παιδί εμφανίσει διάρροια, μπορεί να πάθει αφυδάτωση. Μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό βρεφών έχουν έχουν γεννηθεί χωρίς την ικανότητα να παράγουν λακτάση. Σε αυτήν την περίπτωση το πρόβλημα εκδηλώνεται με βαριά διάρροια και μεταβολικές διαταραχές. Η δυσανεξία λακτόζης κατά κανόνα συνοδεύει τα παιδιά αυτά για το υπόλοιπο της ζωής τους που σημαίνει ότι χρειάζεται ειδική δίαιτα.
Εκτός από τη μείωση της λακτάση κατά τη διάρκεια της ζωής που είναι κάτι φυσιολογικό, η δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί να οφείλεται σε δευτεροπαθή έλλειψη λακτάσης, δηλαδή σε κάποια άλλη παθολογική κατάσταση. Σ’ αυτή την περίπτωση, κυρίως οφείλεται σε τραύμα του βλεννογόνου λόγω πολλών αιτιών όπως κοιλιοκάκη (δυσανεξία στη γλουτένη), λοιμώδη γαστρεντερίτιδα, νόσο του Crohn, σύνδρομο Dumping, σε άτομα που φέρουν τον ιό HIV, σε άτομα που σιτίζονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα με ορό και σε άτομα που για κάποιο διάστημα υποσιτίζονταν. Δυσανεξία λακτόζης μπορεί να παρουσιαστεί μετά από γαστρεντερίτιδα, η οποία μπορεί να καταστρέψει τα πεπτικά ένζυμα.
Να σημειωθεί ότι τα περισσότερα άτομα με δυσανεξια στη λακτοζη μπορούν να ανεχθούν γάλατα που έχουν υποστεί ζύμωση, καθώς η περιεκτικότητα σε λακτόζη μειώνεται σημαντικά. Επίσης, κατά την παλαίωση του τυριού η λακτόζη μετατρέπεται σε γαλακτικό οξύ το οποίο δεν προκαλεί συμπτώματα, γι ‘αυτό σε πολλές περιπτώσεις ατόμων με μέτρια δυσανεξία η κατανάλωση ώριμου τυριού δεν δημιουργεί προβλήματα.
Πρέπει να ξέρετε ότι εκτός από τα γαλακτοκομικά, τροφές που μπορεί να περιέχουν λακτόζη είναι το ψωμί, άλλα παρασκευάσματα ή γλυκίσματα που απαιτούν ψήσιμο, τα δημητριακά πρωινού, τα παξιμάδια, τα μπισκότα, τα ζαχαρωτά, οι έτοιμες σούπες και τα κρέατα ταχείας παρασκευής, η μαργαρίνη και οι έτοιμες σάλτσες για σαλάτα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι παραπάνω τροφές θα προκαλέσουν συμπτώματα σε όλα τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη.
Τα ποσοστά δυσανεξίας στη λακτοζη ποικίλουν από περιοχή σε περιοχή. Κυμαίνονται από μόνο 5% στη Βόρεια Ευρώπη έως 70% στη Σικελία και πάνω από 90% σε κάποιες χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι περίπου 30% των παιδιών κάτω των 5 ετών εμφανίζουν κάποια ανεπάρκεια λακτάσης και συνακόλουθα τα συμπτώματα της δυσανεξίας στη λακτόζη.
Να σημειωθεί ότι η δυσανεξία στη λακτόζη είναι δυσπεψία και όχι αλλεργία. Η τελευταία παρουσιάζεται με εμπλοκή του ανοσοποιητικού συστήματος που επιτίθεται σε ορισμένες τροφές (ή στη γύρη των λουλουδιών και σε ορισμένες φαρμακευτικές ουσίες).
Η αντιμετώπιση
Τα άτομα που εμφανίζουν δυσανεξία στη λακτόζη, οδηγούνται αναπόφευκτα στην αποφυγή ή στη μείωση κατανάλωσης του γάλακτος. Αυτό όμως έχει σαν συνέπεια τη μείωση της πρόσληψης ασβεστίου κάτι που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης οστεοπόρωσης.
Η αντιμετώπιση της δυσανεξίας στη λακτόζη περιλαμβάνει το περιορισμό της λακτόζης στη δίαιτα, την υποκατάσταση της από εναλλακτικές θρεπτικές ουσίες, την παροχή της απαραίτητης ποσότητας ασβεστίου από άλλες πηγές τροφίμων και τη λήψη υποκατάστατων του ενζύμου της λακτάσης.
Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει θεραπεία που να βοηθάει στην παραγωγή λακτάσης στο ανθρώπινο σώμα. Υπάρχουν κάποια φάρμακα όπως το Malox και διατροφικά συμπληρώματα που περιέχουν λακτόζη στα συστατικά τους κάτι που μπορεί να σας βοηθήσει. Η ποσότητα δεν ξεπερνά τα 500 mg και είναι ανεκτή. Υπάρχουν επίσης ταμπλέτες λακτάσης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, πριν από την κατανάλωση των προϊόντων γάλακτος. Μπορείτε να προσθέσετε σταγόνες λακτάσης στο γάλα, τις οποίες θα προμηθευτείτε από το φαρμακείο. Έχουν την ιδιότητα να μειώνουν ή και να αφαιρούν εντελώς τη λακτόζη που περιέχει το γάλα.
Πώς μπορείτε, λοιπόν, να αντιμετωπίσετε τα συμπτώματα; Κάνοντας διάφορες δοκιμές, μπορείτε καταλάβετε σε ποιο βαθμό ανέχεστε τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Παρατηρώντας πόσα γαλακτοκομικά προϊόντα καταναλώνετε και την αντίδραση του σώματός σας, μπορείτε να καθορίσετε πόση ποσότητα από γάλα, κρέμα γάλακτος, σαντιγύ, γιαούρτι, μυζήθρα, παγωτό, τυρί ή βούτυρο, μπορείτε να χωνέψετε. Για όσους θέλουν να συνεχίσουν να απολαμβάνουν τα γάλα τους, υπάρχουν προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά με χαμηλή περιεκτικότητα σε λακτόζη.
Τα περισσότερα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να καταναλώσουν 6 γραμμάρια λακτόζης την ημέρα (μισό ποτήρι γάλα). Σταδιακή αύξηση της λακτόζης σε διάστημα τριων μηνών, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να προσαρμοστεί ο οργανισμός και να μπορέσει να ανεχτεί τη διπλάσια και παραπάνω ποσότητα λακτόζης, δηλαδή 12 γραμμάρια την ημέρα (ένα ποτήρι γάλα).
Καλό είναι να μοιράζετε τα γαλακτοκομικά στη διάρκεια την ημέρας και να τα τρώτε με άλλα τρόφιμα που δεν περιέχουν λακτόζη. Να ξέρετε ότι το πλήρες γάλα είναι καλύτερα ανεκτό από το αποβουτυρωμένο, τα σκληρά τυριά είναι χαμηλά σε λακτόζη και ανεκτά συνήθως, στο εμπόριο μπορείτε να βρείτε γάλα με διασπασμένη τη λακτόζη, το γιαούρτι με προβιοτικά είναι καλύτερα ανεκτό απ το γάλα, το κεφίρ έχει μικρότερη περιεκτικότητα σε λακτόζη, και τέλος ότι τα προϊόντα σόγιας μπορείτε να τα καταναλώνετε καθώς δεν περιέχουν λακτόζη. Επιλέξτε γιαούρτι, γιατί ως προϊόν ζύμωσης γίνεται καλύτερα ανεκτό.