Ο προστάτης (prostate) είναι ένα θέμα που θα απασχολήσει τους περισσότερους άνδρες κάποια στιγμή στη ζωή τους. Οι τρεις βασικές ασθένειες που συνδέονται με αυτόν τον αδένα είναι η προστατίτιδα (prostatitis), η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη (benign prostatic hypeplasia) και ο καρκίνος του προστάτη (prostate cancer).
Ο καρκίνος του προστάτη
Ο καρκίνος του προστάτη είναι ο δεύτερος σε συχνότητα καρκίνος των ανδρών, μετά τον καρκίνο του πνεύμονα. Περίπου το 10% των ανδρών θα πληροφορηθεί κάποια στιγμή (συνήθως σε μεγάλη ηλικία) ότι έχει καρκίνο του προστάτη και το 2,5% των ανδρών θα πεθάνει από αυτόν. Οι περισσότεροι άνδρες όμως που θα αναπτύξουν καρκίνο του προστάτη δεν θα το μάθουν ποτέ. Νεκροψίες που έχουν γίνει στις ΗΠΑ έδειξαν ότι μικροσκοπικές εστίες καρκίνου προστάτη υπάρχουν ήδη από την ηλικία των 40 ετών σε ποσοστό που φτάνει το 30%. Στην ηλικία των 65 ετών το ποσοστό αυτό είναι 65%. Και στην ηλικία των 80 ετών το ποσοστό των ανδρών που έχει εμφανίσει καρκίνο του προστάτη φτάνει το 80%. Είναι τρομακτικό ότι ο καρκινος του προστατη μοιάζει σαν κάτι αναπόφευκτο για τον άνδρα με την πάροδο της ηλικίας. Το καλό όμως είναι ότι αναπτύσσεται αργά και τελικά μόνο για το 2,5% των ανδρών αποτελεί αιτία θανάτου.
Δεδομένα από μελέτες διδύμων δείχνουν ότι υπάρχει σαφής κληρονομικότητα της νόσου. Eκτιμάται ότι 30% του κινδύνου μπορεί να αποδοθεί στους γενετικούς παράγοντες. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος για τους άντρες που έχουν έναν καρκινοπαθή αδερφό, παρά έναν καρκινοπαθή πατέρα. Για την εμφάνιση καρκίνου του προστάτη δεν είναι ένα μοναδικό γονίδιο υπεύθυνο, αλλά εμπλέκονται πολλά γονίδια. Μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1 και BRCA2, τα οποία είναι σημαντικοί γονιδιακοί παράγοντες κινδύνου για τον καρκίνο των ωοθηκών και του στήθους στις γυναίκες, συνδέονται με τον καρκίνο του προστάτη.
Η λοίμωξη ή φλεγμονή του προστάτη (προστατίτιδα) ίσως να αυξάνει την πιθανότητα για καρκίνο του προστάτη αλλά δεν είναι σίγουρο. Ορισμένοι παράγοντες κινδύνου για τον καρκίνο του προστάτη είναι είναι η παχυσαρκία, η υψηλή αρτηριακή πίεση, η έλλειψη άσκησης και η ανθυγιεινή διατροφή. Ενδεχομένως και ορισμένοι ιοί να αποτελούν αιτία για την εμφάνιση του καρκίνου του προστάτη. Τέλος, ερευνάται η σχέση της ασθένειας με τον ψευδάργυρο. Ο prostaths είναι ένα όργανο που συγκεντρώνει ψευδάργυρο και παράγει κιτρικό οξύ το οποίο αποτελεί σημαντικό συστατικό του σπέρματος. Ο ψευδάργυρος με τη σειρά του συμμετέχει στην παραγωγή κιτρικού οξέος. Όμως, τα καρκινικά κύτταρα του προστάτη στερούνται ψευδαργύρου και αυτό τους επιτρέπει να μη σπαταλούν ενέργεια για την παραγωγή κιτρικού οξέος, αλλά να τη χρησιμοποιούν για να εξαπλωθούν. Διερευνάται ο ρόλος κάποιος πρωτεϊνών που μπορεί να προκαλούν την απουσία του ψευδαργύρου.
Η διατροφή φαίνεται να παίζει ρόλο στην εμφάνιση του καρκίνου του προστάτη. Τα φρούτα, τα λαχανικά και η σόγια δρουν προφυλακτικά. Υπάρχουν στοιχεία από μελέτες πού έμμεσα δείχνουν ότι η βιταμίνη Ε, το σελήνιο και η λυκοπένη (λυκοπένιο) ελαττώνουν την εμφάνιση του καρκίνου του προστάτη, ενώ μία μελέτη έδειξε ότι η φιναστερίδη (φάρμακο που δίδεται για την υπερπλασία του προστάτη) ελάττωσε την εμφάνιση του καρκίνου του προστάτη κατά 25%. Τελευταία, πολλές μελέτες δείχνουν τον προστατευτικό ρόλο της βιταμίνης D (από λιπαρά ψάρια και ηλιοφάνεια) έναντι του καρκίνου του προστάτη.
Τα συμπτώματα
Ο προστάτης περιέχει πολλούς μικρούς αδένες, οι οποίοι παράγουν περίπου το 20% του υγρού του σπέρματος. Στον καρκίνο του προστάτη, τα κύτταρα αυτών των αδένων μεταλλάσσονται σε καρκινικά. Ο καρκινος συνήθως εμφανίζονται στην εξωτερική ζώνη του αδένα. Από εκεί μπορεί να διηθήσει διπλανά όργανα (τοπική επέκταση), ή και να μεγαλώσει σε άλλα μέρη του σώματος (μετάσταση). Ο καρκίνος του προστάτη σχετίζεται με τη δυσλειτουργία του ουροποιητικού συστήματος, καθώς ο prostatis περιβάλλει την προστατική μοίρα της ουρήθρας. Επομένως, οποιαδήποτε μεταβολή στον προστάτη επηρεάζει το ουροποιητικό σύστημα.
Ο πρώιμος καρκινος του προστατη συνήθως δεν προκαλεί συμπτώματα και γι’ αυτό η διάγνωση γίνεται συχνά καθυστερημένα. Μερικές φορές, ωστόσο, εμφανίζονται συμπτώματα, που είναι παρόμοια με αυτά που προκαλεί η είναι η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη. Σε αυτά περιλαμβάνονται η συχνουρία, νυκτουρία (αυξημένη ούρηση τη νύχτα), η αιματουρία (αίμα στα ούρα) και η δυσουρία (πόνος κατά την ούρηση). Περίπου το ένα τρίτο των ασθενών εμφανίζει ένα ή περισσότερα τέτοια συμπτώματα, ενώ τα δύο τρίτα δεν παρουσιάζουν κανένα σύμπτωμα.
Σε προχωρημένο στάδιο, καρκίνος του προστάτη μπορεί να εξαπλωθεί και σε άλλα μέρη του σώματος, προκαλώντας επιπρόσθετα συμπτωματα, όπως αδυναμία, ανορεξία, απώλεια βάρους ή πόνο στη μέση που οφείλεται συνήθως σε διασπορά της νόσου σε άλλα μέρη του σώματος. Το πιο κοινό σύμπτωμα είναι ο πόνος των οστών, όπως τα οστά της σπονδυλικής στήλης, της πυέλου (λεκάνης) και των πλευρών. Η μετάσταση του καρκίνου σε άλλα οστά, όπως το μηριαίο οστό, συμβαίνει συνήθως στο εγγύτερο μέρος του οστού. Επίσης, η μετάσταση του προστατικού καρκίνου στη σπονδυλική στήλη μπορεί να προκαλέσει τη συμπίεση της, με αποτέλεσμα την αδυναμία των κάτω άκρων, καθώς και ακράτεια ούρων ή/και κοπράνων. Πολλοί ασθενείς προσέρχονται στον γιατρό καθυστερημένα, με πόνο στα οστά λόγω οστικών μεταστάσεων. Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι στο 60% των περιπτώσεων καρκίνου προστάτη η διάγνωση έχει καθυστερήσει.
Η διάγνωση
Η πιο απλή και αναγκαία εξέταση είναι η δακτυλική ψηλάφηση του προστάτη που διενεργείται από τον ουρολόγο ή παθολόγο από τον πρωκτό του ασθενούς, ο οποίος ξαπλώνει σε θέση που ευνοεί το ψηλάφισμα του αδένα, στο πρόσθιο τμήμα του εντέρου, το ορθό. Στον καρκίνο, ο προστάτης είναι σκληρός στη σύστασή του. Όμως κάθε σκληρός προστάτης δεν σημαίνει ότι παρουσιάζει καρκίνο. Επίσης ο πρώιμος καρκίνος δεν έχει προλάβει ακόμα να προκαλέσει σκλήρυνση στον προστάτη. Με τη δακτυλική διερεύνηση της περιοχής ο γιατρός εκτιμά τυχόν αύξηση του μεγέθους ή της υφής του προστάτη και είναι σε θέση να προσδιορίσει σε μεγάλο ποσοστό εάν η κατάστασή είναι απολύτως φυσιολογική, ή αν υπάρχει κάποια υπερτροφία, καλοήθης ή κακοήθης. Πρέπει να ξέρετε ότι η δακτυλική εξέταση από μόνη της δεν έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει τη μείωση της νοσηρότητας ή θνησιμότητας, εάν δεν συνδυαστεί με τα άλλα διαγνωστικά εργαλεία. Επίσης, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα του ουρολόγου γιατρού.
Το επόμενο βήμα (που συχνά απαιτείται να συνυπάρχει με την δακτυλική εξέταση) είναι η μέτρηση του επιπέδου του Ειδικού Προστατικού Αντιγόνου (PSA) στο αίμα του ασθενούς. Η εξέταση του PSA στο αίμα μπορεί να ανιχνεύσει καρκίνο προστάτη σε πιο πρώιμο στάδιο από ό,τι η δακτυλική εξέταση. Το ειδικό προστατικό αντιγόνο (PSA) είναι μια πρωτεΐνη που παράγεται στον προστάτη και χρειάζεται για τη ρευστοποίηση του σπέρματος. Ανευρίσκεται στο αίμα όλων των ανδρών. Αυξημένες συγκεντρώσεις του PSA ανιχνεύονται στον προστατικό καρκίνο, αλλά και σε ασθενείς με υπερτροφία προστάτη ή φλεγμονή, όπως μια οξεία προστατίτιδα. Τιμή του PSA έως 4 ng/ml θεωρείται φυσιολογική ή ενδεικτική (υπάρχει συζήτηση σχετικά με αυτό).
Όταν η αρχιτεκτονική του αδένα διαταράσσεται (προστατίτιδα, καλοήθης υπερπλασία ή καρκίνος) μικρές ποσότητες διαφεύγουν στην κυκλοφορία και μετρώνται στο αίμα. Έτσι, η αύξηση του PSA δεν σημαίνει πάντα ότι ο άνδρας έχει καρκίνο του προστάτη. Από την άλλη μεριά, ούτε μια τιμή του PSA στα φυσιολογικά εξασφαλίζει ανυπαρξία καρκίνου. Πολλοί καρκίνοι ανιχνεύονται σε επίπεδα PSA χαμηλότερα του 4. Γι’ αυτό, σε τιμές άνω του 2,5 συνιστάται ο συνυπολογισμός άλλων παραγόντων (δακτυλική εξέταση, ηλικία, οικογενειακό ιστορικό) που μπορεί να οδηγήσουν σε υπερηχογράφημα και τακτική παρακολούθηση. Τελικά, το PSA είναι είναι ελλιπής δείκτης και δεν ερμηνεύεται εύκολα. Όμως είναι ο μοναδικός καρκινικός δείκτης που υπάρχει για τον καρκίνο του προστάτη.
Αν βρεθεί αυξημένη η τιμή PSA η κάποια ανωμαλία στη δακτυλική εξέταση, η επόμενη εξέταση είναι το διορθικό υπερηχογράφημα (TRUS). Πρόκειται μία απλή εξέταση που διαρκεί 1-5 λεπτά χωρίς να χρειάζεται αναισθησία. Το διορθικό υπερηχογράφημα είναι χρήσιμο διότι καθοδηγεί το γιατρό στη λήψη βιοψιών από τον προστάτη. Ο υπέρηχος και η μαγνητική τομογραφία είναι οι δύο κύριες απεικονιστικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη.
Η τελική εξέταση που θέτει τη διάγνωση χωρίς καμία αμφιβολία είναι η βιοψία του προστάτη αδένα. Κατά τη βιοψία ο ουρολόγος παίρνει μικρά δείγματα ιστού από τον προστάτη μέσω του ορθού. Εισάγει ένα “πιστόλι βιοψίας” και στη συνέχεια απομακρύνει ειδικές μικρές βελόνες σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο. Οι βιοψια του προστάτη αποτελεί διαδικασία ρουτίνας και σπάνια απαιτεί νοσηλεία στο νοσοκομείο. Είναι απλή και δεν χρειάζεται αναισθησία. Λαμβάνονται αρκετά τεμάχια προστατικού αδένα τα οποία δίδονται στον/στην παθολογοανατόμο προκειμένου να κάνει την ιστολογική διάγνωση.
Θεραπεία
Η πρώτη απόφαση που πρέπει να ληφθεί κατά την αντιμετώπιση του καρκίνου του προστάτη είναι αν είναι απαραίτητη η θεραπεία του.
Ο καρκίνος του προστάτη και ειδικά αυτός που εμφανίζεται στον τυπικό ηλικιωμένο ασθενή, συνήθως αναπτύσσεται τόσο αργά, που δεν χρειάζεται θεραπεία. Επίσης, η θεραπεία μπορεί να είναι ακατάλληλη ή και αδύνατη, εάν ο ασθενής έχει άλλα σοβαρά προβλήματα υγείας ή δεν αναμένεται να ζήσει μέχρι να εμφανιστούν τα συμπτώματα. Ο στόχος της παρακολούθησης είναι να αποφευχθεί η θεραπεία σε περιπτώσεις όγκων που δεν θα προκαλέσουν ποτέ πρόβλημα στον ασθενή ενώ αντίθετα οι παρενέργειες της θεραπείας είναι κάποιες φορές σοβαρές και μόνιμες.
Πρέπει να ξέρετε ότι οι γιατροί δείχνουν καμιά φορά «υπερβάλλον ζήλο» και δεν σταθμίζουν σωστά το όφελος και τη ζημιά από μια θεραπεία. Μια πρόσφατη ανάλυση στοιχείων από μεγάλο αρχείο νεοπλασιών (123.934 άνδρες), που διαγνώστηκαν μεταξύ 2004 και 2006, έδειξε ότι 1 στους 7 ασθενείς με καρκίνο προστάτη έχουν χαμηλό κίνδυνο. Εντούτοις, το 75% από αυτούς είχαν υποβληθεί σε έντονη θεραπεία (εγχείρηση ή ακτινοθεραπεία), κάτι που μπορεί να έχουν ως παρενέργειες, την ακράτεια ούρων και τη στυτική δυσλειτουργία. Σύμφωνα με το δρα Μαρκ Στάιν, αναπληρωτή καθηγητή στο Ινστιτούτο Καρκίνου στο Νιου Τζέρσεϊ και έναν εκ των συγγραφέων αυτής της μελέτης, αρκετοί από τους πάσχοντες ίσως θα ήταν καλύτερα να είχαν ακολουθήσει τη συντηρητική προσέγγιση, δηλαδή στενή παρακολούθηση με τεστ PSA, βιοψίες και ορθικές εξετάσεις.
Οι θεραπεία που χορηγείται στον καρκίνο του προστάτη εξαρτάται από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η ασθένεια. Στα αρχικά στάδια, κατά κανόνα γίνεται χειρουργική αφαίρεση του προστατικού αδένα με ριζική προστατεκτομή, η οποία αναλόγως με την περίπτωση μπορεί να γίνει με ανοιχτή εγχείρηση, λαπαροσκοπικά ή ρομποτικά. Η κλασική ριζική προστατεκτομή γίνεται πλέον με ειδικές τεχνικές, που διαφυλάσσουν τα νεύρα και κατά συνέπεια τη στύση και λειτουργία του ουροποιητικού συστήματος. Η στυτική δυσλειτουργία και η ακράτεια ούρων ήταν κάποτε πολύ συνηθισμένες παρενέργειες της εγχείρησης (συχνά μη αναστρέψιμες) αλλά τώρα έχουν περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό. Σημαντική εξέλιξη θεωρείται και η ολοένα συχνότερη διενέργεια της ριζικής προστατεκτομής λαπαροσκοπικά ή ρομποτικά.
Ενθαρρυντικά είναι τα νέα και για τους πάσχοντες από τοπικά προχωρημένο καρκίνο του προστάτη, ο οποίος θεωρείται μεν ανεγχείρητος αλλά δεν έχει προκαλέσει μετάσταση. Οι τοπικά προχωρημένοι καρκίνοι είναι αυτοί που χαρακτηρίζονται από πολύ υψηλό PSA (συνήθως πάνω από 30) ή αυτοί που είναι εμφανές ότι έχουν διηθήσει το “περίβλημα” του προστάτη, δηλαδή την κάψα.
Οι ασθενείς με τοπικά προχωρημένους καρκίνους αντιμετωπίζονταν έως τώρα με ορμονικές θεραπείες όπως γίνεται και σε όσους έχουν κάνει μετάσταση. Η χορήγηση της ορμονικής θεραπείας βασίζεται στο γεγονός ότι περίπου δύο στους τρεις καρκινικούς όγκους του προστάτη «τρέφονται» από τις ανδρικές ορμόνες του φύλου, τα ανδρογόνα, το πιο ισχυρό από τα οποία είναι η τεστοστερόνη. Τα ανδρογόνα παράγονται κατά κανόνα από τους όρχεις, αλλά μικρές ποσότητες παράγονται και από τα επινεφρίδια. Στόχος της ορμονικής θεραπείας είναι να διακοπεί η παραγωγή τους, ώστε να μείνουν οι καρκινικοί όγκοι χωρίς «τροφή» και έτσι να αναχαιτιστεί η ανάπτυξή τους ή ακόμα και να «λιμοκτονήσουν».
Όμως οι οκτώ στους 10 ασθενείς παύουν να ανταποκρίνονται στην ορμονική θεραπεία μετά από κάποιο διάστημα. Όταν συμβεί αυτό, το επόμενο θεραπευτικό βήμα είναι η χημειοθεραπεία. Η πρώτη γραμμή χημειοθεραπείας είναι το φάρμακο δοσεταξέλη, ενώ ως δεύτερης γραμμής θεραπείες προστέθηκαν τα τελευταία χρόνια τρία νέα φάρμακα: η καμπαζιταξέλη, η οξική αμπιρατερόνη και πιο πρόσφατα η ενζαλουταμίδη.