H λεύκη (vitiligo) είναι μια πάθηση κατά την οποία ορισμένες περιοχές του δέρματος χάνουν την μελανίνη (την χρωστική ουσία που μας προστατεύει από τις ηλιακές ακτίνες) και γίνονται λευκές. Επηρεάζει περίπου στο 1% του πληθυσμού. Πάντως, η λεύκη δεν ανήκει στα λοιμώδη ή μεταδοτικά νοσήματα και δεν μεταδίδεται με σωματική επαφή από τον πάσχοντα στους υγιείς.
Η λεύκη χαρακτηρίζεται από αχρωμία του δέρματος και εμφάνιση απολύτως λευκών κηλίδων ή πλακών (μπαλώματα) που οφείλονται στην εξαφάνιση των μελανοκυττάρων. Συσχετίζεται με ορισμένα νοσήματα όπως αυτά του θυρεοειδούς. Προσβάλλει όλες τις φυλές και εξίσου τα δυο φύλα. Είναι συχνότερη στις ηλιόλουστες χώρες, ιδίως στη βόρεια Αφρική, και έχει χαρακτηριστεί ως «νόσος του φωτός».
Παρόλο που από ιατρικής άποψης η λεύκη συνήθως δεν είναι βλαβερή, ούτε προκαλεί σωματικό πόνο, οι επιδράσεις της ασθένειας στην ψυχολογία και τα συναισθήματα του ασθενή, είναι μεγάλες. Πάντως, η θεραπεία μπορεί να μην είναι αναγκαία σε περιπτώσεις που η λεύκη είναι περιορισμένη ή που δεν ενοχλεί τον ασθενή.
Τα συμπτώματα
Οι δερματικές βλάβες της λεύκης είναι κηλίδες που μπορούν να έχουν μέγεθος από 5 χιλιοστά έως 5 εκατοστά ή ακόμη μεγαλύτερες, χρώματος λευκού σαν γάλα. Κηλίδες υπόλευκου χρώματος παριστούν μεταβατικό στάδιο.
Η λεύκη εξελίσσεται είτε με αύξηση του μεγέθους των ήδη βλαβών είτε με την εμφάνιση νέων κηλίδων. Συνήθως η πάθηση ακολουθεί βραδεία πορεία και εξέλιξη. Πρόκειται μια χρόνια διαταραχή και δεν συμβαίνουν μέσα σε μια ημέρα.
Συνήθως οι κηλίδες της λεύκης εμφανίζονται σε σημεία που εκτίθενται στον ήλιο, όπως πρόσωπο, χείλη, χέρια, και πόδια. Άλλες περιοχές που «προτιμά» είναι οι αγκώνες, τα γόνατα, οι μαστοί, το στέρνο και περιοχές που το δέρμα περιβάλλει κοιλότητες, όπως γύρω από τα μάτια, το στόμα, τον ομφαλό, τα γεννητικά όργανα, τον πρωκτό. Η πλάτη συνήθως αποτελεί την τελευταία περιοχή του σώματος όπου θα εκδηλωθεί η λεύκη, σε αντίθεση με την κοιλιακή χώρα οποία αποτελεί την συνηθέστερη περιοχή πρώιμης εμφάνισης των βλαβών. Στην περιοχή των βλαβών, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρουσιάζεται κνησμός (φαγούρα) και υπερίδρωση.
Η λεύκη κάνει την εμφάνιση της στην επιδερμίδα με μία ή περισσότερες κηλίδες χωρίς μελανίνη. Οι λευκές αυτές κηλίδες περιβάλλονται από μια ζώνη με υπέρχρωση, πιο σκοτεινόχρωμη από το φυσιολογικό δέρμα. Η εξέλιξη είναι απρόβλεπτη. Ορισμένες κηλίδες σταθεροποιούνται, ενώ άλλες εξαφανίζονται.
Με άλλα λόγια, πρόβλεψη για την εξέλιξη της λεύκης δεν υπάρχει. Μπορεί να παραμείνει ως έχει, να επεκταθεί ή να θεραπευθεί από μόνη της. Μερικές φορές οι αχρωματικές κηλίδες καταλαμβάνουν ολόκληρο το σώμα και μπορεί να προσβάλουν ακόμα τις τρίχες και τα μαλλιά (λευκά τσουλούφια).
Η λεύκη ταξινομείται σε τμηματική, όταν καταλαμβάνει ένα μέρος του σώματος όπως το πόδι ή το χέρι και σπανίως εξελίσσεται σε γενικευμένη μορφή και σε γενικευμένη όταν ο αποχρωματισμός συνήθως είναι συμμετρικός και παρουσιάζεται σε διάφορα μέρη του σώματος. Διακρίνεται περαιτέρω σε λεύκη των άκρων και σε λεύκη του προσώπου και των άκρων. Η εκτεταμένη λεύκη δημιουργεί σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα στους ασθενείς, τα οποία με τη σειρά τους επιδεινώνουν τη νόσο. Η κακή ψυχολογία των ασθενών με λεύκη μερικές φορές αλλοιώνει τον χαρακτήρα τους με αποτέλεσμα να γίνονται επιθετικοί και δύστροποι. Ορισμένοι πάσχοντες εμφανίζουν κατάθλιψη, διαταραχές ύπνου, σκέψεις αυτοκτονίας και άγχος.
Οι ηλικίες εμφάνισης της νόσου είναι συνήθως τα 10-30 έτη ωστόσο έχουν αναφερθεί και περιστατικά με λεύκη μετά τη γέννηση. Το 50% των περιπτώσεων εκδηλώνεται πριν από την ηλικία των 20 ετών ενώ 95% των ασθενών προσβάλλονται πριν από την ηλικία των 40 ετών. Σε μερικές οικογένειες υπάρχει προδιάθεση.
Η παιδική λεύκη διαφέρει αρκετά από την λεύκη των ενηλίκων. Τα παιδιά με λεύκη έχουν εμφανίσει σε μεγαλύτερο ποσοστό προηγουμένως σπίλους (ελιές) που περιβάλλονται από λευκό στεφανάκι (σπήλος του Sutton). Τέλος, εμφανίζουν μόνιμο αποχρωματισμό μετά από γρατσουνιές.
Η λεύκη συνυπάρχει με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα όπως η θυρεοειδίτιδα Hashimoto, ο υποθυρεοειδισμός, ο υπερθυρεοειδισμός, ο ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης (διαβήτης τύπου 1), η ρευματοειδής αρθρίτιδα και η γυροειδής αλωπεκία, ορισμένες μορφές αναιμίας, η αυτοάνοση γαστρίτιδα και η νόσος του Adisson.
Υπάρχει και ένα καλό με τη λεύκει. Οι πάσχοντες διατρέχουν μειωμένο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του δέρματος και μάλιστα μελάνωμα.
Αιτίες
Κατά καιρούς διάφορες θεωρίες έχουν προταθεί σχετικά με την αιτία καταστροφής των μελανοκυττάρων αλλά τα ακριβή αίτια παραμένουν αδιευκρίνιστα. Οι κυριότερες θεωρίες είναι:
Aυτοάνοση. Η επικρατέστερη θεωρία είναι ότι πρόκειται για αυτοάνοσο νόσο. Το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού, παράγει αντισώματα που κατευθύνονται εναντίον των μελανοκυττάρων. Η παθολογική αυτή αντίδραση καταστρέφει τα εν λόγω κύτταρα προκαλώντας έτσι άσπρη πλάκα (μπάλωμα) στο δέρμα.
Νευρογενής. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή ένας νευροχημικός παράγοντας πιθανώς η επινεφρίνη ευθύνεται για την καταστροφή των μελανοκυττάρων.
Οξειδωτικό στρες. Υπάρχει η ιδέα ότι η λεύκη προκαλείται από τη μειωμένη ικανότητα του σώματος να καταπολεμήσει τις ελεύθερες ρίζες όπως το υπεροξείδιο του υδρογόνου και οι οποίες συσσωρεύονται στο δέρμα και καταστρέφουν τα μελανοκύτταρα.
Συναισθηματική αγωνία. Έχει υποστηριχθεί ότι η συναισθηματική δυσφορία οδηγεί σε χημικές μεταβολές στο σώμα που μπορεί να οδηγήσει σε λεύκη.
Τα τελευταία χρόνια έχουν ανακαλυφθεί γονίδια που σχετίζονται με τη λεύκη, επιβεβαιώνοντας ότι η συγκεκριμένη δερματοπάθεια αποτελεί ένα αυτοάνοσο νόσημα. Τα γονίδια που βρέθηκαν αποδεικνύουνότι η λεύκη αποτελεί ένα αυτοάνοσο νόσημα, διότι αφορούν το ανοσοποιητικό σύστημα. Μερικά από αυτά τα γονίδια έχουν εντοπιστεί σε άλλα αυτοάνοσα νοσήματα, όπως ο διαβήτης τύπου 1.
Να σημειωθεί ότι η λεύκη, όπως και όλα τα αυτοάνοσα νοσήματα, επηρεάζεται από ψυχολογικούς παράγοντες. Συνήθως, τα σημάδια εμφανίζονται σε περιόδους έντονου στρες, άγχους, ψυχολογικής πίεσης ή σοκ, όπως είναι για παράδειγμα οι μαθητικές εξετάσεις, ένας θάνατος, μια αρρώστια, ένας χωρισμός, μια απόλυση κλπ. Εκτός, όμως, από τους ψυχολογικούς λόγους, τη λεύκη μπορεί να πυροδοτήσει και ένα σοβαρό ηλιακό έγκαυμα.
Θεραπεία
Η λεύκη είναι μία νόσος που δεν έχει οριστικές και πλήρως αποτελεσματικές θεραπείες. Οι αιτίες και οι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί που διέπουν τη λεύκη είναι ακόμη ελάχιστα κατανοητοί και παραμένουν ανεπαρκώς διευκρινισμένοι. Αυτή είναι και η κύρια αιτία που καθυστερεί την πρόοδο στη διάγνωση και την αντιμετώπιση της λεύκης.
Σε όλους τους ασθενείς συνιστάται η χρήση αντηλιακών με υψηλό δείκτη προστασίας και δίνονται συμβουλές για κάλυψη των βλαβών με ειδικές χρωστικές.Η θεραπεία για τη λεύκη πρέπει να γίνεται με επίβλεψη και παρακολούθηση από δερματολόγο με εμπειρία στο πρόβλημα. Δεν πρέπει οι ασθενείς από μόνοι τους ανεξέλεγκτα να χρησιμοποιούν τοπικά φάρμακα ή να κάνουν φωτοθεραπεία.
Σε αυτούς που πάσχουν από ήπιες μορφές λεύκης, η συμβατική θεραπεία περιλαμβάνει τοπικά κορτικοστεροειδή, που φαίνεται να είναι αποτελεσματικά, αλλά ακριβά, ειδικά για τους νεότερους ασθενείς που θα πρέπει να τα χρησιμοποιήσουν για καιρό.Τα τοπικά στεροειδή έχουν τις ίδιες παρενέργειες με τα πόσιμα και στις οποίες περιλαμβάνεται η λέπτυνση του δέρματος, προβλήματα στην ανάπτυξη και ορμονικές διαταραχές.
Για πιο ακραίες περιπτώσεις λεύκης, η πιο αποδεκτή θεραπεία είναι η συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων χρωστικών κυττάρων στην επιφάνεια του δέρματος μέσω φωτοθεραπείας (UVA ή UVB) που εφαρμόζεται είτε μόνη της, είτε σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες όπως τα φάρμακα ψωραλενίου.
Όταν η πάθηση έχει εμφανιστεί πρόσφατα, σημειώνονται επιτυχίες με το φάρμακο ψωραλένιο (με επάλειψη ή από το στόμα), σε συνδυασμό με την έκθεση στον ήλιο ή με υπεριώδη ακτινοβολία. Το ψωραλένιο είναι ένα φωτοευαίσθητο φάρμακο, το οποίο διεγείρει τη μελάγχρωση. Η θεραπεία αυτή πρέπει πάντα να εφαρμόζεται με καθοδήγηση δερματολόγου, με προστασία των ματιών, έλεγχο αίματος κάθε χρόνο, χρήση αντηλιακών προϊόντων σε κάθε έκθεση στον ήλιο κ.ά. Συνεχίζεται επί αρκετούς μήνες έως δύο χρόνια και έχει επιτυχία στο 70-80% των περιπτώσεων. Δεν εφαρμόζεται όμως στα παιδιά γιατί θεωρείται τοξική.
Μια άλλη θεραπεία είναι η χρήση φενυλαλανίνης σε συνδυασμό με υπεριώδη ακτινοβολία. Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει το πλεονέκτημα ότι, επειδή δεν υπάρχουν παρενέργειες, η μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί και σε παιδιά. Επίσης, ένα ακόμα πλεονέκτημα είναι και η μικρότερη ευαισθησία της περιοχής που πάσχει στο φως του ήλιου.
Σε περιπτώσεις αποτυχίας των προηγούμενων θεραπευτικών επιλογών προτείνεται η χειρουργική αποκατάσταση με ομόλογα μοσχεύματα. Τέλος, να σημειωθεί ότι υπάρχει λέιζερ (laser) που χρωματίζει τους λευκούς «λεκέδες» που δημιουργεί η ασθένεια, αφήνοντας το υπόλοιπο δέρμα άθικτο.