Το τοξόπλασμα (toxoplasma gondii), πρωτόζωο που αποτελείται από μόνο ένα κύτταρο, υπάρχει στα κόπρανα της γάτας και μεταδίδεται στον άνθρωπο. Το πρωτόζωο μπορεί να διεισδύσει στον ανθρώπινο εγκέφαλο προκαλώντας επικίνδυνες συμπεριφορές, σχιζοφρένεια ακόμα και αυτοκτονίες.
Οι μελέτες έχουν συνδυάσει το τοξόπλασμα με αλλαγές στην προσωπικότητα. Ορισμένες έρευνες υπονοούν ότι μπορεί να προκαλεί λιγότερο φόβο ωθώντας σε αντικοινωνικές συμπεριφορές τους άνδρες και σε περισσότερες σεξουαλικές σχέσεις τις γυναίκες. Επίσης, η πιθανότητα ενός ατυχήματος σε σύγκριση με άτομα που δεν έχουν προσβληθεί από τοξόπλασμα θεωρείται 2,5 φορές μεγαλύτερη.
Το πρωτόζωο ελέγχει εξειδικευμένα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιεί ως «δούρειο ίππο» για να διεισδύσει στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Πιστεύεται ότι το τοξοπλασμα έχει μολύνει το ένα τρίτο των ανθρώπων παγκοσμίως.
To ποντίκι και η γάτα
Οι μελέτες είχαν καταστήσει σαφές ότι η τοξοπλάσμωση (toxoplasmosis), η ασθένεια που προκαλεί το μονοκύτταρο παράσιτο, κάνει τα ποντίκια και τους αρουραίους να χάνουν τον έμφυτο φόβο τους απέναντι στις γάτες και τελικά να γίνονται εύκολα θύματα της. Το γιατί συμβαίνει αυτό δεν είναι ξεκάθαρο. Καθώς η γάτα τρώει το ποντίκι, το τοξόπλασμα τη μολύνει και αναπαράγεται στο πεπτικό της σύστημα. Νέα παράσιτα απελευθερώνονται στο περιβάλλον με τα κόπρανα της γάτας και ο κύκλος ζωής του τοξοπλάσματος ξεκινά από την αρχή. Μέσω της επαφής με τη γάτα το παράσιτο μπορεί να μεταδοθεί στον άνθρωπο.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι ένα μέρος του πληθυσμού μολύνεται από το τοξοπλασμα μέσω της άμεσης επαφής με κάποια γάτα ή μέσω της κατανάλωσης κρέατος ή λαχανικών τα οποία δεν έχουν μαγειρευτεί καλά. Οι φορείς στις ΗΠΑ είναι 11%, στη Βρετανία 40% και στην Νότια Κορέα μόνο 4,3%. Στην Ελλάδα πρέπει να είναι γύρω στο 25-30%. Τα περισσότερα άτομα δεν εμφανίζουν συμπτώματα αλλά υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για τα έμβρυα των οποίων οι μητέρες μολύνονται με τοξόπλασμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους.
Οι μελέτες μαρτυρούν ότι το τοξόπλασμα μπορεί να «πυροδοτήσει» ψυχικές νόσους στον άνθρωπο, όπως η σχιζοφρένεια. Η πιθανότητα το παράσιτο να είναι μια αιτία της σχιζοφρένειας έχει μελετηθεί τουλάχιστον από το 1953. Το 2003, μια μελέτη ανέφερε ότι σχεδόν όλες οι έρευνες έδειξαν πως οι σχιζοφρενείς έχουν αυξημένο ποσοστό προσβολής από το τοξόπλασμα και το παράσιτο μπήκε στο στόχαστρο των επιστημόνων. Σύμφωνα με μια θεωρία το πρωτόζωο μπορεί να επηρεάζει την ντομαπίνη, έναν νευροδιαβιβαστή ο οποίος σχετίζεται με τη σχιζοφρένεια.
Η ντοπαμίνη
Θα φανταζόταν κανείς ότι η τοξοπλάσμωση εξαφανίζεται αν ο ξενιστής (αυτός που διαθέτει το παράσιτο) καταφέρει να απαλλαγεί από τη μόλυνση. Όμως μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «PLoS ONE», δείχνει ότι τα ποντίκια παραμένουν «ατρόμητα» απέναντι στη γάτα ακόμα και αν το παράσιτο έχει εξαφανιστεί από τον εγκέφαλό τους. Η Ουέντι Ίνγκραμ και οι συνεργάτες της στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ μόλυναν ποντίκια με διάφορα στελέχη τοξοπλάσματος και παρακολούθησαν τη συμπεριφορά τους. Εντός τριών εβδομάδων από την έκθεση στο παράσιτο, όλα τα πειραματόζωα μείωσαν το φόβο τους απέναντι στις γάτες και σταμάτησαν να αποφεύγουν τα ούρα μιας αγριόγατας.
Τα μολυσμένα ποντίκια συνέχιζαν να μην φοβούνται τις γάτες για τέσσερις μήνες (διάστημα που αντιστοιχεί σε μερικά χρόνια για τον άνθρωπο). Αυτό συνέβη ακόμα και στα ποντίκια που είχαν μολυνθεί με ένα γενετικά τροποποιημένο τοξόπλασμα, το οποίο δεν σχηματίζει κύστεις στα κύτταρα του εγκεφάλου όπως άλλα στελέχη. Παρόλο όμως που το τοξόπλασμα αυτό δεν σχημάτιζε κύστεις και είχε εξαφανιστεί από τον εγκέφαλο, η αλλαγή στη συμπεριφορά των ποντικιών παρέμενε.
Η ανακάλυψη αυτή έχει σημασία για την πιθανή σχέση της τοξοπλάσμωσης με τη σχιζοφρένεια. Στο παρελθον, κάποιοι επιστήμονες είχαν δείξει ότι το τοξόπλασμα μπορεί να παράγει μια νευρική ουσία που ονομάζεται L-dopa – πρόκειται για έναν χημικό προάγγελο του νευροδιαβιβαστή ντοπαμίνη. Είχε θεωρηθεί πιθανό η L-dopa να επιδρά στη συμπεριφορά των θηλαστικών αλλάζοντάς την. Τα αποτελέσματα της νέας μελέτης δείχνουν να διαψεύδουν μια εξήγηση, σύμφωνα με την οποία οι κύστεις του τοξοπλάσματος αυξάνουν την παραγωγή ντοπαμίνης. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει, οπότε η σχέση του τοξοπλάσματος με τη σχιζοφρένεια παραμένει μυστηριώδης.