Δύο φλιτζάνια καφέ την ημέρα μπορεί να βοηθήσει στην προστασία από τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Σύμφωνα με ερευνητές από τη Γερμανία και τη Γαλλία, η καφεΐνη που περιέχεται σε ροφήματα όπως ο καφές και το τσάι πιθανόν να έχει μακροπρόθεσμα οφέλη για την ανθρώπινη υγεία καθώς προστατεύει από τη νόσο Αλτσχάιμερ. Οι ερευνητές έδειξαν για πρώτη φορά ότι η καφεΐνη επηρεάζει θετικά τα αποθέματα πρωτεϊνών στον εγκέφαλο ποντικιών και συγκεκριμένα της πρωτεϊνης tau, η οποία ενοχοποιείται για την εμφάνιση της νόσου. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Neurobiology of Aging.
Η καφεΐνη έχει αποδειχτεί και στο παρελθόν ότι επηρεάζει την έναρξη της νόσου και η νέα αυτή έρευνα επιβεβαιώνει παλαιότερα ευρήματα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Κρίστα Μίλερ, καθηγήτρια Φαρμακευτικής Χημείας στο πανεπιστήμιο της Βόννης και ο Ντέιβιντ Μπλουμ του πανεπιστημίου της Λιλ στη Γαλλία, χρησιμοποίησαν ποντίκια γενετικά μεταλλαγμένα ώστε να εμφανίσουν πρόωρα συμπτώματα Αλτσχάιμερ.
Δύο ή τρία φλιτζάνια καφέ την ημέρα
Στα ποντίκια χορηγήθηκε καφεΐνη η οποία αναστέλλει τα αποθέματα της πρωτεϊνης tau. Σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (control group) στην οποία δόθηκε μόνο ψευδοφάρμακο (placebo), τα γενετικά μεταλλαγμένα ποντίκια εμφάνισαν σημαντικά καλύτερα αποτελέσματα στα τεστ μνήμης. Οι δόσεις καφεΐνης που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη είναι το ισοδύναμο των περίπου δύο ή τρία φλιτζάνια καφέ την ημέρα.
Παλαιότερες μελέτες έχουν δείξει τη θετική επίδραση που έχει στους εγκεφάλους ποντικιών η καφεϊνη στις συγκεντρώσεις της βήτα αμυλοειδούς πρωτεΐνης (μιας άλλης πρωτεΐνης που μαζί με την tau θεωρείται ότι ευθύνεται για την εμφάνιση της νόσου). Η συσσώρευση αυτών των πρωτεϊνών διαταράσσει την επικοινωνία των νευρώνων με αποτέλεσμα τον εκφυλισμό τους. Η συστηματική κατανάλωση καφέ φαίνεται να περιορίζει την εγκεφαλική βλάβη που προκαλείται από τις βήτα αμυλοειδείς πλάκες καθώς και τα αποθέματα της tau.
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που τα οφέλη του καφέ στον εγκέφαλο έχουν αναγνωριστεί. “Για πολλά χρόνια είναι γνωστό ότι η μέτρια κατανάλωση καφέ έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην μακροπρόθεσμη υγεία, συμπεριλαμβανομένης της ανακοπής του κινδύνου για ανάπτυξης της νόσου Πάρκινσον και της νόσου Αλτσχάιμερ», δήλωσε ο επιστήμονας του INSERM, David Blum.