Η εχινάτσια ή εχινάκεια (echinacea) είναι ένα ιθαγενές φυτό της Βορείου Αμερικής το οποίο καλλιεργείται και στην Ευρώπη. Ανήκει στην οικογένεια οικογένεια Asteraceae. Άλλες ονομασίες της εχινάτσια είναι Black Sampson και Coneflower.
Είναι το πιο δημοφιλές βότανο όσον αφορά τις πωλήσεις στις ΗΠΑ κυρίως επειδή θεωρείται ότι καταπολεμά τη γρίπη και το κρυολόγημα, καθώς επίσης ότι τονώνει το ανοσοποιητικό σύστημα. Χρησιμοποιείται με τα πρώτα συμπτώματα του κρυολογήματος ή της γρίπης με την ελπίδα ότι θα περάσουν πιο γρήγορα.
Από τα εννιά είδη του φυτού, υπάρχουν τρία µε φαρμακολογικό ενδιαφέρον, η Echinacea purpurea με ύψος 60-180 εκατοστά, η Echinacea pallida με άσπρη γύρη και ύψος 40-90 εκατοστά και η Echinacea angustifolia με ύψος 10-50 εκατοστά (βλ. φωτογραφίες των τριών ειδών). Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνει η Echinacea purpurea για την οποία έχουν γίνει και οι περισσότερες μελέτες.
Συστατικά και ιδιότητες
Εδώ και αιώνες το φυτό χρησιμοποιείται από τους Ινδιάνους της Αμερικής για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Η χρήση αφορά όλα τα τμήματα του φυτού, τη ρίζα, τα άνθη και ολόκληρο το υπέργειο μέρος.
Τα χημικά συστατικά που περιέχονται σε κάθε είδος εχινάκεια και στα διάφορα μέρη των φυτών μπορεί να ποικίλει σε μεγάλο βαθμό, καθιστώντας την ανάλυση δύσκολη και προκαλώντας σύγχυση. Υπάρχει μεγάλη συζήτηση για το ποια συστατικά είναι υπεύθυνα για τις βιολογικές δραστηριότητες των ειδών εχινάκεια. Στα συστατικά του φυτού περιλαμβάνονται αλκαμίδες (alkamides), παράγωγα καφεϊκού οξέος, ολυσακχαρίτες, γλυκοπρωτεΐνες, πολυακετυλένια, πολυένια, φλαβονοειδή και τερπενοειδή.
Έχει προταθεί ότι οι αλκαμίδες, τα παράγωγα του καφεϊκού οξέος, οι γλυκοπρωτεΐνες και οι πολυσακχαρίτες είναι η αιτία των ανοσοδιεγερτικών ιδιοτήτων της εχινάκεια.
Οι αλκαμίδες υπάρχουν κυρίως στις ρίζες της Echinacea angustifolia και της Echinacea purpurea καθώς και στα υπέργεια μέρη της Echinacea purpurea. Το Echinacea pallida έχει λίγες αλκαμίδες.
Η ανάλυση αποκαλύπτει ότι τα διάφορα παρασκευάσματα που πωλούνται χρησιμοποιούν διαφορετικά μέρη του φυτού και διαφορετικούς διαλύτες εκχύλισης, συνεπώς υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους.
Το κανονιστικό καθεστώς των προϊόντων εχινάτσια διαφέρει μεταξύ των χωρών. Στις ΗΠΑ τα βότανα αυτά θεωρούνται διατροφικά συμπληρώματα και επομένως οι κατασκευαστές μπορούν να τα πωλούν χωρίς να αποδεικνύουν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά τους, όπως απαιτείται για τα φαρμακευτικά προϊόντα. Από την άλλη, σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες θεωρούνται φαρμακευτικές ουσίες και ρυθμίζονται από ανάλογους κανόνες που ισχύουν για τα φάρμακα.
Ιδιότητες και κλινικές μελέτες
Ως βασική ουσία της εχινάτσια θεωρείται η εχινακίνη, ένα γλυκοσίδιο που ενισχύει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος βοηθώντας στη μείωση των συμπτωμάτων της γρίπης και του κρυολογήματος.
Παραδοσιακά η εχιντάτσια χρησιµοποιείται για την αντιμετώπιση των “καλόγερων” (δοθιήνες), των αποστημάτων και του ψευδάνθρακα (ερεθισμένοι θύλακες τριχών). Επίσης σε ρινοφαρυγγικές καταρροές, πυόρροια, αµυγδαλίτιδα, εξανθήµατα μύτης και αποστήµατα.
Αντιιικό. Τα εκχυλίσματα από τα εναέρια μέρη του φυτού ίσως αυξάνουν την αντίσταση στη γρίπη, τον έρπη και τους ιούς της ανεμοβλογιάς. Αυτές οι ιδιότητες θεωρείται ότι οφείλονται στη σύνδεση κάποιων παραγόντων του βοτάνου με υποδοχείς που βρίσκονται στα Τ λεμφοκύτταρα (λευκά αιμοσφαίρια), γεγονός που οδηγεί στην ενεργοποίησή τους.
Αντιβακτηριακό. Η εχινάτσια δρα κατά του Staphylococcus aureus (χρυσίζων σταφυλόκοκκος) που προκαλεί δερματικές λοιμώξεις και καλόγερους – δοθιήνες αλλά και του Proteus mirabilis (υπεύθυνο για ουρολοιμώξεις).
Διεγερτικό του Ανοσοποιητικού Συστήματος. Σχετικά με την ανοσοποιητική δράση, ευρήματα δείχνουν ότι η εχινάτσια παίζει ρυθμιστικό ρόλο στο έμφυτο ανοσοποιητικό σύστημα και είναι σε θέση τόσο να προκαλέσει τόνωση αλλά και να αναστέλλει την ανοσολογική απάντηση.
Μέχρι τον Ιανουάριο του 2015 είχαν καταγραφεί 85 κλινικές μελέτες για την εχινάτσια και το ένα τρίτο εξ’ αυτών μετά το 2012. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον αφορά την Echinacea purpurea με 39 κλινικές μελέτη, 850 δημοσιεύσεις και 530 πατέντες. Ωστόσο είναι λίγες οι καλά σχεδιασμένα ελεγχόμενες μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για να αποδείξουν τις θεραπευτικές ιδιότητες και αρκετές από αυτές οδήγησαν σε μη σημαντικά στατιστικά αποτελέσματα.
Μια καλά σχεδιασμένη κλινική μελέτη δεν βρήκε ότι η εχινάτσια ήταν καλύτερη από ό, τι το εικονικό φάρμακο στη θεραπεία του κοινού κρυολογήματος (Barrett et al. 2002). Μια άλλη μελέτη του Barrett το 2010, σε 719 άτομα ηλικίας 12-80 ετών, με συμπτώματα κρυολογήματος διάρκειας μιας εβδομάδας έδειξε ότι όσοι λάμβαναν εχινάτσια ξεμπέρδεψαν από το κρυολόγημα μόνο 7 έως 10 ώρες νωρίτερα σε σχέση με όσους είχαν πάρει εικονικό σκεύασμα ή κανένα απολύτως χάπι. Το αποτέλεσμα αυτό θεωρείται οριακό. Πάντως, το 2012, νέες έρευνες έδειξαν κάποιο όφελος στην ανακούφιση των συμπτωμάτων του κρυολογήματος. Για τη γρίπη τα αποτελέσματα δεν είναι σαφή.
Η εχινάτσια πιθανώς να προλαμβάνει το κρυολόγημα, αλλά το πρόβλημα βρίσκεται στο να διαλέξει κανείς το προϊόν εκείνο του εμπορίου που είναι εν δυνάμει αποτελεσματικό. Η πιο σημαντική σύσταση των ερευνητών προς τους καταναλωτές αλλά και προς τους κλινικούς γιατρούς είναι ότι τα διαθέσιμα σκευάσματα διαφέρουν κατά πολύ μεταξύ τους ως τα συστατικά.
Δοσολογία
Για αφυδατωμένες σκόνες (συμπεριλαμβανομένης της έγκλειστης σε κάψουλες) τα είδη purpuera λαμβάνονται σε δόσεις των 300 mg τρεις φορές την ημέρα (900 mg ημερησίως) και δόσεις των 500 mg τρεις φορές την ημέρα (1.500 mg ημερησίως).
Βάμματα αιθανολικού εκχυλίσματος εναερίων μερών (φύλλα και μίσχοι) χρησιμοποιούνται στην δοσολογία των 2,5 mL τρεις φορές την ημέρα ή μέχρι και 10 mL καθημερινά.
Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η παραπάνω δοσολογία είναι η βέλτιστη καθώς οι μελέτες είναι πολύ ετερογενείς στα οφέλη που καταγράφουν, λόγω έλλειψης τυποποίησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι επί του παρόντος, η γερμανική ρυθμιστική αρχή φαρμάκων συνιστά η εχινάτσια να μην χρησιμοποιείται για περιόδους μεγαλύτερες των 8 εβδομάδων (Linde et al. 2006).
Παρενέργειες
Η εχινάτσια θεωρείται ως ένα από τα ασφαλέστερα φαρμακευτικά φυτά με λίγες αναφερόμενες παρενέργειες.
Μερικά άτομα μπορεί να βιώσουν άμεση αλλεργική αντίδραση µε προηγούµενο ιστορικό δερµατικής αλλεργίας σε φυτά. Να σημειωθεί ότι οι αλλεργικές αντιδράσεις δεν είναι ασυνήθιστες με είδη φυτών της οικογένειας Asteraceae, στην οποία περιλαμβάνεται το αγριόχορτο το οποίο είναι γνωστό ότι προκαλεί αλλεργίες. Η λήψη από παιδιά ηλικίας κάτω των 12 ετών ενέχει αυξημένο ποσοστό κινδύνου αλλεργιών όπως η εμφάνιση εξανθημάτων, κνίδωσης ή ακόμη και θανατηφόρου αλλεργικού σοκ.
Ίχνη από εχινακίνη έχει διαπιστωθεί ότι προκαλούν υπέρμετρη σιαλόρροια και έντονο κάψιμο όταν έρχονται σε επαφή με τα χείλη ή τη γλώσσα.
Έχει αναφερθεί ότι κάποια αλκαλοειδή που εντοπίστηκαν στην εχινάτσια είναι τοξικά για το συκώτι (μπορεί να προκαλέσουν βλάβες στα ηπατικά κύτταρα), τόσο σε ζώα όσο και σε ανθρώπους έπειτα από μακροπρόθεσμη λήψη σε εξαιρετικά υψηλές δοσολογίες.
Η ασφάλεια της εχινάτσια δεν έχει τεκµηριωθεί κατά την εγκυμοσύνη και το θηλασμό. Λαµβάνοντας υπόψη την έλλειψη στοιχείων, υπερβάλλουσα χρήση του βοτάνου κατά τη διάρκεια της εγκυµοσύνης θα πρέπει να αποφεύγεται.
Μπορεί να υπάρχουν αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα. Η εχινάτσια δύναται να εµπλακεί µε τη θεραπεία ανοσοκαταστολής.