O Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) προειδοποιεί για την παγκόσμια εξάπλωση ανθεκτικού βακτηρίου βλεννόρροιας που δεν αντιμετωπίζεται με σχεδόν κανένα από τα υπάρχοντα αντιβιοτικό.
Η βλεννόρροια προκαλείται από το βακτήριο του γονόκοκκου που είναι γνωστό με την ονομασία Neisseria gonorrhoeae (ναϊσσέρια της γονόρροιας). Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένα στελέχη του μικροβίου που παρουσιάζουν αντοχή σε πολλά αντιβιοτικά και εντοπίστηκαν περιστατικά που παρουσίαζαν ανθεκτικότητα σε όλα τα αντιβιοτικά.
Ο ΠΟΥ παρουσίασε τα ευρήματα δύο μελετών που δείχνουν ότι υπάρχει «πολύ σοβαρό πρόβλημα» όσον αφορά τις ανθεκτικές μορφές της βλεννόρροιας. Εκπρόσωποι του οργανισμού είπαν ότι «είναι θέμα χρόνου» πριν καταστούν παντελώς άχρηστα και τα τελευταία αντιβιοτικά που σκοτώνουν το υπεύθυνο βακτήριο.
«Η βλεννόρροια (γονόρροια) προκαλείται από ένα πολύ έξυπνο μικρόβιο», δήλωσε η Τεοντόρα Γουάι, ειδική σε θέματα ανθρώπινης αναπαραγωγής στην έδρα του ΠΟΥ, στη Γενεύη. «Κάθε φορά που εισάγουμε ένα νέο αντιβιοτικό για να αντιμετωπίσουμε, το υπαίτιο βακτήριο βρίσκει τρόπο να αναπτύσσει αντοχή σε αυτό».
Το επακόλουθο είναι να έχουν ήδη καταγραφεί τα πρώτα, πανανθεκτικά κρούσματα της νόσου και μάλιστα όχι μόνο σε μία χώρα αλλά σε τρεις: από ένα περιστατικό σε Ιαπωνία, Γαλλία και Ισπανία. Πανανθεκτικό κρούσμα σημαίνει ότι οι ασθενείς δεν ανταποκρίνονται σε κανένα από τα υπάρχοντα αντιβιοτικά, επομένως δεν μπορούν να θεραπευθούν.
Πρόκειται για περιστατικά που μπορεί να μολύνουν άλλα άτομα, διότι η βλεννόρροια μεταδίδεται εύκολα με την σεξουαλική πράξη όταν δεν λαμβάνονται προφυλάξεις, συμπεριλαμβανομένης της στοματικής επαφής κατά την διάρκεια της πράξης (φαρυγγική βλεννόρροια). Τα κρούσματα αυτά ίσως αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου, διότι δεν υπάρχουν επαρκή συστήματα ανίχνευσης και αναφοράς των αθεράπευτων λοιμώξεων, ιδίως στις φτωχές χώρες του κόσμου όπου η βλεννόρροια είναι πιο συχνή.
Ο ΠΟΥ υπολογίζει ότι 78 εκατομμύρια άνθρωποι μολύνονται κάθε χρόνο από το βακτήριο Neisseria gonorrhoeae. Στις ΗΠΑ αναφέρονται περίπου 500.000 περιστατικά γονόρροιας ετησίως και είναι συνηθέστερη σε άτομα 15 έως 29 ετών. Τα περιστατικά στην Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 25% μεταξύ 2013-2014, συνεχίζοντας μια αυξητική τάση κατά την τελευταία δεκαετία, καθώς υπήρξε υπερδιπλασιασμός των κρουσμάτων από το 2008, από οκτώ σε 20 ανά 100.000 κατοίκους. Ως αιτία της έξαρσης της νόσου θεωρείται η ανεπαρκής χρήση προφυλακτικών.
Η λοίμωξη συχνά δεν προκαλεί συμπτώματα (ειδικά όταν προσβάλλει το φάρυγγα) κάτι που ισχύει περισσότερο για τις γυναίκες. Αλλά χωρίς θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, εκτοπική εγκυμοσύνη και υπογονιμότητα, ενώ αυξάνει τον κίνδυνο μόλυνσης και από άλλα παρόμοια μεταδιδόμενα νοσήματα, συμπεριλαμβανομένου του ιού HIV που προκαλεί το AIDS -στην Ευρώπη το 11% όσων είχαν κολλήσει γονόρροια, είχαν επίσης μολυνθεί με τον ιό HIVτου AIDS. Στην Ελλάδα το 2014 καταγράφηκαν 245 περιστατικά (2,2 ανά 100.000 κατοίκους) που σχετικά είναι χαμηλό ποσοστό.
Η αντιμετώπιση της βλεννόρροιας γίνεται με αντιβιοτικά αλλά, σύμφωνα με μελέτες που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό PLoS Medicine, μεταξύ των ετών 2009 και 2014 υπήρξε εκτεταμένη αντοχή στην πρώτη γραμμή θεραπείας με το αντιβιοτικό σιπροφλοξασίνη (ciprofloxacin).
Αυτό είχε ως συνέπεια να χρησιμοποιηθεί ευρέως ένα άλλο αντιβιοτικό, η αζιθρομυσίνη (azithromycin) στην οποία επίσης αναπτύχθηκε εκτεταμένη αντοχή.
Αυτό με τη σειρά του είχε ως συνέπεια να καταφύγουν οι γιατροί ανά τον κόσμο στην τελευταία γραμμή άμυνας: τις κεφαλοσπορίνες β’ και γ’ γενιάς (extended-spectrum cephalosporins, ESCs). Στις περισσότερες χώρες, οι κεφαλοσπορίνες β’ και γ’ γενιάς αποτελούν πλέον τα μοναδικά αντιβιοτικά που παραμένουν αποτελεσματικά εναντίον της βλεννόρροιας. Αλλά ήδη σε 50 χώρες αναφέρεται ολοένα μεγαλύτερη ανθεκτικότητα του υπαίτιου βακτηρίου και σε αυτές.