Μια μελέτη για τα φάρμακα χημειοθεραπείας που παράγονται από 10 εταιρείες διαπίστωσε ότι, κατά μέσο όρο, κάθε φάρμακο παρήγαγε 7 φορές περισσότερα έσοδα για τον κατασκευαστή του, σε σχέση με το κόστος έρευνας και ανάπτυξης.
Το υψηλό κόστος έρευνας και ανάπτυξης είναι ένας βασικός λόγος που οι εταιρείες φαρμάκων δικαιολογούν τις υψηλές τιμές τους. Να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια οι τιμές των φαρμάκων έχουν ανέβει ενώ ειδικά στις ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δηλώσει ότι η μείωση των τιμών είναι ανάμεσα στις προτεραιότητές του. Καθώς οι τιμές των φαρμάκων αυξάνονται, καθυστερείται ή παραβλέπεται η θεραπεία του καρκίνου.
Η ανάλυση, που δημοσιεύθηκε στο JAMA Internal Medicine, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένα φάρμακο χημειοθεραπείας κοστίζει, κατά μέσο όρο, 650 εκατομμύρια δολάρια. Οι συγγραφείς προσθέτουν περίπου άλλα 100 εκατομμύρια δολάρια για να υπολογίσουν το εισόδημα που θα μπορούσαν να είχαν οι εταιρείες εάν τα χρήματα αυτά είχαν επενδυθεί στη χρηματιστηριακή αγορά (π.χ. υπολογίστηκε ένα κόστος ευκαιρίας 9%). Το σύνολο είναι πολύ χαμηλότερο από το ποσό των 2,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων που η φαρμακευτική βιομηχανία συχνά αναφέρει όταν δικαιολογεί το αυξανόμενο κόστος του φαρμάκου.
Για να φθάσουν σε αυτό το νούμερο, δύο ογκολόγοι, ο Vinay Prasad από το Πανεπιστήμιο Υγείας και Επιστήμης του Όρεγκον και ο Sham Mailankody από το Memorial Sloan Kettering Cancer Center, έκαναν μια απλή προσέγγιση. Εντόπισαν 10 εταιρείες που καθεμία τους είχε ένα μόνο φάρμακο κατά του καρκίνου στην αγορά. Κοίταξαν το κόστος έρευνας και ανάπτυξης των εταιρειών, όπως αυτό αναφέρθηκε στην ομοσπονδιακή πρακτική των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών και έβγαλαν το μέσο όρο των 648 εκατομμυρίων δολαρίων (από 157 εκατ. μέχρι 1950 εκατ.). Ο χρόνος ανάπτυξης αυτών των φαρμάκων ήταν περίπου 7,3 χρόνια (από 5,8 μέχρι 15,2 χρόνια).
Κατά μέσο όρο, η μελέτη διαπίστωσε ότι κάθε προϊόν παρήγαγε 7 φορές περισσότερα έσοδα από το κόστος της έρευνας και της ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια.
“Νομίζω ότι αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η ανάπτυξη φαρμάκων είναι εξαιρετικά επικερδής και ότι οι τρέχουσες τιμές τους δεν δικαιολογούνται απαραίτητα από τις δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης για αυτά τα φάρμακα”, είπε ο Mailankody.
Τα 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια [τιμές του 2017] είναι ένας αριθμός που προέρχεται από μια ανάλυση του Πανεπιστημιακού Κέντρου Tufts. Η ανάλυση αυτή βασίστηκε σε περίπου 100 νέα φάρμακα και όχι μόνο αυτά που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του καρκίνου. Το Πανεπιστημιακό Κέντρο Tufts, το οποίο λαμβάνει χρηματοδότηση από τη βιομηχανία, δεν αποκαλύπτει ποια φάρμακα χρησιμοποιεί στην ανάλυσή του και δεν είναι διαφανής η μέθοδός του, ανέφερε ο Mailankody.
Ένα σημαντικό θέμα για την ακριβή εκτίμηση του κόστους έρευνας και ανάπτυξης μιας επιχείρησης είναι το κόστος των αποτυχιών. Οι φαρμακευτικές εταιρείες συχνά ξοδεύουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε πιθανά φάρμακα μόνο για να ανακαλύψουν στη συνέχεια ότι δεν λειτουργούν ή δεν είναι ασφαλή. Επειδή υπάρχει οικονομικό ρίσκο, τα φάρμακα που κυκλοφορούν στην αγορά πρέπει να αποζημιώσουν την εταιρεία και για τις δαπάνες που έκανε για όσα δεν έφτασαν στην αγορά. Ο Prasad και ο Mailankody βρήκαν ότι κάθε εταιρεία έχει κατά μέσο όρο τρία άλλα φάρμακα που βρίσκονται σε εξέλιξη και τα οποία κοστίζουν χρήματα στην έρευνα και την ανάπτυξη, αλλά δεν παράγουν έσοδα.
Ο Joseph DiMasi, διευθυντής οικονομικής ανάλυσης στο Κέντρο Tufts διαφωνεί με το συμπέρασμα της μελέτης, λέγοντας: “Δεν συμπεριλαμβάνονται εταιρείες που είχαν μόνο αποτυχίες από φάρμακα κατά του καρκίνου ή είχαν υψηλό ποσοστό αποτυχιών”. Σύμφωνα με την εκτίμησή του, μόνο ένα φάρμακο στα οκτώ κάνει το δρόμο του μέσω δοκιμών στην αγορά και η νέα μελέτη δεν έλαβε υπόψη αυτόν τον βαθμό αποτυχίας.
Η φαρμακευτική βιομηχανία ήταν επίσης επικριτική προς τη μελέτη. Αγνοώντας το κόστος έρευνας και ανάπτυξης για φάρμακα που δεν έτυχαν έγκρισης από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ [FDA] δείχνει την έλλειψη κατανόησης του οικονομικού κινδύνου που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, ανέφερε η ομάδα του κλάδου PhRMA. “Ο κίνδυνος που ενυπάρχει στην έρευνα και ανάπτυξη είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο το 90% των βιοφαρμακευτικών εταιρειών που ήταν εισηγμένες στο χρηματιστήριο το 2014 δεν πραγματοποίησαν κέρδος”.
Οι Malinkody και Prasad αναφέρουν ότι αυτές οι διαφορές θα μπορούσαν εύκολα να επιλυθούν εάν οι φαρμακευτικές εταιρείες δημοσιοποιούσας τα δεδομένα που θα επέτρεπαν στους αναλυτές να εργάζονται από κοινού.
Σε ένα σχόλιο που συνοδεύει την ανάλυση, ο Merrill Goozner, συντάκτης εκδόσεων του περιοδικού Modern Healthcare, σημειώνει ότι “η βιομηχανία παράγει σταθερά τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους μεταξύ όλων των βιομηχανιών στις ΗΠΑ”. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η τεράστια αξία της των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για τα φάρμακα υπερβαίνει κατά πολύ την εγγενή επικινδυνότητα της φαρμακευτικής έρευνας και ανάπτυξης. Και συμφωνεί με τους συγγραφείς της μελέτης, όταν γράφει: “Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν με ασφάλεια να πάρουν μέτρα περιορισμού των τιμών των φαρμάκων χωρίς να φοβούνται ότι θέτουν σε κίνδυνο την καινοτομία”.