Μια μεγάλη τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή (με την ονομασία DIETFITS) συνέκρινε τις δίαιτες χαμηλών λιπαρών και χαμηλών υδατανθράκων και βρήκε κάποιες διαφορές. Η μέση διαφορά στην απώλεια βάρους ήταν λιγότερο από 1 κιλό στη διάρκεια του 12αμήνου, ωστόσο καταγράφηκε μια σημαντική διαφορά στα τριγλυκερίδια νηστείας. Επίσης, καταγράφηκαν μεγάλες ατομικές διαφορές στην απώλεια βάρους.
Προηγούμενες μελέτες που συνέκριναν δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά και χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες έδειξαν ότι η απώλεια βάρους μπορεί να ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό μέσα στις καθορισμένες ομάδες. Οι αιτίες για αυτό δεν είναι καλά κατανοητές, οδηγώντας τους επιστήμονες να υποθέσουν ότι ίσως η ευαισθησία στην ινσουλίνη ή ορισμένοι κληρονομικοί παράγοντες μπορεί να εξηγούν την επιτυχία ή την αποτυχία των διαφορετικών διαιτολογίων.
Η παρούσα μελέτη εξέτασε αν οι διαφορές στα γονίδια ή στην παραγωγή ινσουλίνης θα μπορούσαν να βοηθήσουν να προβλεφθεί η επιτυχία μιας δίαιτας με χαμηλά λιπαρά ή χαμηλούς υδατάνθρακες για 12 μήνες. Η μελέτη αυτή είναι αξιοσημείωτη λόγω της μεγάλης ομάδας συμμετεχόντων και την προσεκτική παρακολούθηση της διατροφής τους. Περιέλαβε 609 υγιή άτομα που χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Συμμετείχαν 263 άνδρες και 346 γυναίκες. Ο μέσος ΔΜΣ (Δείκτης Μάζας Σώματος) ήταν 33 και η μέση ηλικία ήταν τα 40±7 έτη.
Τα ποσοστά των μακροθρεπτικών συστατικών στους 12 μήνες ήταν στην ομάδα των υδατανθράκων έναντι της ομάδας λιπών:
- 48% έναντι 30% για τους υδατάνθρακες,
- 29% έναντι 45% για το λίπος
- 21% έναντι 23% για τις πρωτεΐνες.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, κάθε εθελοντής παρακολούθησε 22 συνεδρίες διαιτητικής συμβουλευτικής με πιστοποιημένο διαιτολόγο. Κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο μηνών της μελέτης, η ομάδα των χαμηλών λιπαρών έλαβε οδηγίες να καταναλώνει μόνο 20 γραμμάρια λίπους την ημέρα και η ομάδα χαμηλών υδατανθράκων μόνο 20 γραμμάρια υδατανθράκων. Ωστόσο, δεν παρέμειναν οι συμμετέχοντες σε αυτά τα επίπεδα επ’ αόριστον: στο τέλος της περιόδου των δύο μηνών, οι εθελοντές άρχισαν να προσθέτουν λίπη ή υδατάνθρακες στη διατροφή τους. Καμία ομάδα δεν κατάφερε να επιμείνει στις πολύ χαμηλές δόσεις της έναρξης: Μέχρι το τρίτο μήνα, η ομάδα των χαμηλών λιπαρών κατανάλωνε κατά μέσο όρο 42 γραμμάρια λίπους την ημέρα, ενώ η ομάδα των χαμηλών υδατανθράκων κατανάλωνε κατά μέσο όρο 96,6 γραμμάρια υδατανθράκων την ημέρα.
Είναι πιθανό κάποιοι εθελοντές στην ομάδα των χαμηλών υδατανθράκων να παρουσίασαν διατροφική κέτωση (παραγωγή κετονών πάνω από το σύνηθες) κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο μηνών λόγω της πολύ χαμηλής πρόσληψης υδατανθράκων. Ενώ η ομάδα των χαμηλών υδατανθράκων ήταν σε θέση να επιτύχει μειωμένη πρόσληψη υδατανθράκων σε όλη τη διάρκεια της μελέτης (≈115 g / ημέρα), μόνο μια μικρή μειονότητα ανέφερε κατανάλωση κάτω από 50 γραμμάρια την ημέρα -το όριο πρόσληψης που θεωρείται τυπικό για διατροφική κέτωση.
Ενώ δεν δόθηκαν στόχοι για τη πρόσληψη θερμίδων ανά ημέρα, οι δύο ομάδες ενθαρρύνθηκαν να καταναλώνουν ολόκληρα τρόφιμα υψηλής ποιότητας. Συγκεκριμένα, τους δόθηκαν οδηγίες να μεγιστοποιηθεί η πρόσληψη λαχανικών, να ελαχιστοποιηθεί η πρόσληψη προστιθέμενων σακχάρων, επεξεργασμένων αλεύρων και τρανς λιπαρών.
Πραγματοποιήθηκαν συνολικά 12 τυχαίες και απροειδοποίητες αξιολογήσεις της διατροφής των εθελοντών. Με αυτή τη μέθοδο, ένας ερευνητής ζητά από τα άτομα να ανακαλέσουν στη μνήμη τα τρόφιμα και ποτά που κατανάλωσαν τις προηγούμενες 24 ώρες. Η διατροφική συμμόρφωση επιβεβαιώθηκε επίσης από τις μεταβολές στα λιπίδια του αίματος και την αναλογία των εκπνεόμενων αερίων (αυτό δείχνει πόσο λίπος ή υδατάνθρακες καίει κάποιος).
Όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε εξέταση για τον γονότυπο “χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά” (υποτίθεται ότι σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει κάποιος να κάνει δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά) και για το γονότυπο “χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες”. Άλλα μετρούμενα αποτελέσματα περιελάμβαναν μεταβολές στη σύνθεση του σώματος, τα επίπεδα χοληστερόλης, την αρτηριακή πίεση, τα τριγλυκερίδια νηστείας, τα επίπεδα γλυκόζης νηστείας, την ινσουλίνη, τον βασικό μεταβολισμό και τον συνολικό μεταβολισμό.
Τα αποτελέσματα
Συνολικά, 481 συμμετέχοντες ολοκλήρωσαν τη δοκιμή, γεγονός που μεταφράζεται σε ποσοστό εγκατάλειψης 21%. Ενώ δεν υπήρχαν σημαντικές διατροφικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων πριν ξεκινήσουν οι διαιτητικές παρεμβάσεις, υπήρξαν σημαντικές διαφορές στους μήνες 3, 6 και 12 όσον αφορά την πρόσληψη υδατανθράκων, λιπών, πρωτεϊνών, φυτικών ινών και προστιθέμενων σακχάρων. Επιπλέον, η πρόσληψη κορεσμένου λίπους μειώθηκε σημαντικά στην ομάδα των περισσότερων υδατανθράκων, ενώ ο γλυκαιμικός δείκτης ήταν χαμηλότερος στην ομάδα του υψηλότερου λίπους.
Η μελέτη δεν έδειξε σημαντικές διαφορές απώλειας βάρους μεταξύ των δύο ομάδων. Μετά από 12 μήνες, η ομάδα με τους περισσότερους υδατάνθρακες είχε χάσει 5,3 κιλά και η ομάδα με το περισσότερο λίπος είχε χάσει 6,0 κιλά. Αυτή η διαφορά δεν ήταν στατιστικά σημαντική.
Επιπλέον, σε κάθε ομάδα, οι διαφορές στους γονότυπους ή στην έκκριση ινσουλίνης δεν είχαν σημαντική επίπτωση στην αλλαγή του βάρους. Αυτό υποδηλώνει ότι ούτε ο γονότυπος που δοκιμάστηκε σε αυτή τη μελέτη ούτε η ποσότητα ινσουλίνης που παράγει ένα άτομο μπορούν να προβλέψουν την επιτυχία στην απώλεια βάρους. Όμως αυτό ενδεχομένως να οφείλεται στο γεγονός ότι είχαν προταθεί ολόκληρα τρόφιμα. Εάν η δίαιτα με χαμηλά λιπαρά συνίστατο κυρίως σε αναψυκτικά και επεξεργασμένους σπόρους, αυτό θα μπορούσε να είχε επίδραση στην αλλαγή βάρους.
Στο 12μηνο, η LDL χοληστερόλη είχε μειωθεί στην ομάδα των υδατανθράκων (-2,12 mg/dL) ενώ είχε αυξηθεί στην ομάδα των λιπών (+3,62 mg/dL). Ωστόσο, η ομάδα των λιπών παρουσίασε επίσης αύξηση της HDL χοληστερόλης (+2,64, έναντι μόνο +0,40 mg/dL στην ομάδα των υδατανθράκων) και μεγαλύτερες μειώσεις τριγλυκεριδίων (-28,2 mg/dL, έναντι -9,95 mg/dL στην ομάδα των υδατανθράκων).
Ο βασικός μεταβολισμός δεν διέφερε σημαντικά μεταξύ των ομάδων. Μέχρι τον 12ο μήνα, είχε μειωθεί σημαντικά από την αρχική τιμή και για τις δύο ομάδες (-66,4 θερμίδες για αυτούς με τους περισσότερους υδατάνθρακες και -76,9 θερμίδες γι’ αυτούς με τα περισσότερα λιπαρά). Ο συνολικός μεταβολισμός δεν ήταν σημαντικά διαφορετικός μεταξύ των ομάδων ή σε σύγκριση με την αρχική τιμή του.
Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης συμβάλλουν σε ένα μεγάλο αριθμό στοιχείων που δείχνουν ότι για την απώλεια βάρους, τα χαμηλά λιπαρά ή οι χαμηλοί υδατάνθρακες δεν παίζουν κάποιο σημαντικό ρόλο εφόσον δεν υπάρχει διαφορά στην θερμιδική πρόσληψη ή την πρόσληψη πρωτεϊνών. Σε αυτή τη δοκιμή, η συνολική θερμιδική πρόσληψη ήταν σχεδόν ταυτόσημη μεταξύ των ομάδων σε όλη την περίοδο παρέμβασης και η πρόσληψη πρωτεΐνης ήταν παρόμοια.
Η μελέτη DIETFITS αναπαράγει τα αποτελέσματα άλλων μελετών, δείχνοντας πως όταν η πρόσληψη θερμίδων και η πρόσληψη πρωτεΐνης ταιριάζουν μεταξύ των παρεμβάσεων διατροφής, η αναλογία υδατανθράκων ή λίπους δεν έχει ιδιαίτερη σημασία στην απώλεια βάρους. Μια σημαντική πτυχή της μελέτης, η οποία παραβλέπεται σε άλλες, είναι η ατομική μεταβλητότητα. Οι αλλαγές βάρους διέφεραν δραστικά και στις δύο ομάδες. Κάποιοι έχασαν 32 κιλά αλλάζοντας δίαιτα και άλλοι κέρδισαν έως 11 κιλά (αυτό παρατηρήθηκε και στις δύο δίαιτες).
Μια δεύτερη σημαντική πτυχή είναι η τήρηση της δίαιτας. Στην αρχή της μελέτης, όλοι οι συμμετέχοντες έλαβαν οδηγίες να καταναλώνουν είτε λιγότερα από 20 γραμμάρια λίπος είτε λιγότερα από 20 γραμμάρια υδατάνθρακες για τους πρώτους δύο μήνες, ενώ μετά θα μπορούσαν να αυξήσουν το λίπος ή τους υδατάνθρακες σε επίπεδα που ένιωθαν ότι θα μπορούσαν να διατηρήσουν. Μέχρι το τέλος της μελέτης, η μεγάλη πλειονότητα δεν μπόρεσε να διατηρήσει τα χαμηλά επίπεδα. Οι τελικές διαιτητικές ανακλήσεις ανέφεραν μέση ημερήσια πρόσληψη λίπους περίπου 57 γραμμάρια (ομάδα υδατανθράκων) και μέση ημερήσια πρόσληψη υδατανθράκων περίπου 132 γραμμάρια (ομάδα λιπών).
Ο Christopher Gardner από το Stanford Prevention Research Center, κύριος συγγραφέας της μελέτης ανέφερε: “Δημιουργήσαμε ένα πολύ πλούσιο σύνολο δεδομένων. Συλλέξαμε επίσης δείγματα κοπράνων για να αναλύσουμε το μικροβίωμα και άλλα γενετικά δεδομένα, καθώς και μια σειρά από ψυχολογικά δεδομένα που μπορούν να μας δώσουν άλλες υποδείξεις σχετικά με τον τρόπο εξατομίκευσης των συστάσεων διατροφής. Ενώ τα καθημερινά όρια θερμιδικής πρόσληψης δεν είχαν καθοριστεί για κανέναν συμμετέχοντα, η πλειονότητα μπόρεσε να χάσει βάρος”.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο JAMA και χρηματοδοτήθηκε από τα National Institutes of Health, το Nutrition Science Initiative και άλλους οργανισμούς κοστίζοντας οκτώ εκατομμύρια δολάρια. Το συμπέρασμα είναι ότι οι άνθρωποι που μειώνουν την προστιθέμενη ζάχαρη και τις επεξεργασμένες τροφές ενώ επικεντρώνονται στην κατανάλωση περισσότερων λαχανικών και ολόκληρων τροφών χωρίς να ανησυχούν για την μέτρηση των θερμίδων ή τον περιορισμό των μεγεθών των μερίδων, μπορούν να χάσουν σημαντικό βάρος μέσα σε ένα χρόνο (αν και κάποιοι κέρδισαν βάρος αντί να χάσουν). Η στρατηγική απέδωσε για τους περισσότερους ανθρώπους είτε ακολουθούσαν δίαιτες με λίγα λιπαρά είτε με λίγους υδατάνθρακες.