Τα τελευταία χρόνια ολοένα και πληθαίνουν τα στοιχεία σχετικά με τις επιβλαβείς επιπτώσεις της χρήσης των προϊόντων καπνού στην υγεία του μυοσκελετικού συστήματος.
Ευρήματα μελετών έχουν δείξει ότι οι συστηματικοί καπνιστές αλλά και όσοι εκτίθενται σε παθητικό κάπνισμα έχουν αυξημένη απώλεια οστικής μάζας και επομένως χαμηλότερη οστική πυκνότητα συγκριτικά με τους μη ή πρώην καπνιστές.
Η οστεοπόρωση, στην οποία οδηγεί η χαμηλή οστική πυκνότητα, αυξάνει των κίνδυνο καταγμάτων, τα οποία καθυστερούν να πωρωθούν, ιδιαίτερα όσα προκύπτουν στο βραχιόνιο, στο μηριαίο οστό και στην κνήμη.
Επίσης, οι καπνιστές έχουν 3 έως 4 φορές μεγαλύτερη αδυναμία ή καθυστέρηση ανάπλασης των οστών μετά από την οστική ένωση, λόγω καθυστερημένης επαναγγείωσης του μοσχεύματος και προδιάθεσης για νέκρωσή του.
Άλλες έρευνες αποκάλυψαν ότι υπάρχει 50% καθυστέρηση στην επούλωση ανοικτών ή κλειστών καταγμάτων της κνήμης ανθρώπων που κάπνιζαν.
Οι αρνητικές επιπτώσεις όμως δεν σταματούν στα οστά, διότι μελέτες έχουν δείξει ότι η νικοτίνη ευθύνεται για την καθυστερημένη ένωση τένοντα- οστού.
Επίσης, ότι οι άνθρωποι που καπνίζουν έχουν χειρότερο λειτουργικό αποτέλεσμα μετά την αρχική ανακατασκευή του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου.
Όσον αφορά στα περιεγχειρητικά και μετεγχειρητικά προβλήματα το κάπνισμα μπορεί να ευθύνεται για τη δυσκολία ανάνηψης του ασθενούς, για αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα έως και ένα μήνα μετά την επέμβαση εξαιτίας αναπνευστικών προβλημάτων, εμφράγματος του μυοκαρδίου, καρδιακής ανακοπής, εγκεφαλικού επεισοδίου και λοίμωξης.
Το συστηματικό κάπνισμα έχει επίσης αρνητικές επιπτώσεις στον αυχένα και τη μέση, δεδομένου ότι έχει διαπιστωθεί ότι προκαλεί χρόνιο μυοσκελετικό πόνο στα σημεία αυτά, ενώ ευθύνεται και για εμφάνιση φλεγμονωδών και αυτοάνοσων ασθενειών.