Ένα “κλειδί” για την προσωπική ευτυχία στη ζωή είναι να βγάζει κάποιος περισσότερα χρήματα από τον γείτονα, τον συνάδελφο και τον συγγενή του, άσχετα με το ύψος του δικού του εισοδήματος, δηλαδή αρκεί να βρίσκεται κανείς σε συγκριτικά καλύτερη οικονομική κατάσταση, σύμφωνα με μια νέα βρετανική έρευνα από επιστήμονες των πανεπιστημίων Γουόργουικ και Κάρντιφ.
Ακόμα και τα μικρά παιδιά ξέρουν πολύ καλά πόσο δυστυχισμένα γίνονται ξαφνικά, αν το παιγνίδι του διπλανού συνομηλίκου τους είναι πιο λαμπερό. Η νέα μελέτη ενισχύει αυτό που και άλλες έρευνες έχουν λίγο-πολύ δείξει στο παρελθόν: η ευτυχία εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό όχι από το απόλυτο επίπεδο του εισοδήματος, αλλά από το σχετικό, δηλαδή από τη σύγκριση με τους “Παπαδόπουλους” του κάτω ορόφου στην πολυκατοικία!
“Τείνουμε να είμαστε ευτυχισμένοι, εφόσον έχουμε περισσότερα από τους ανθρώπους γύρω μας”, σύμφωνα με τον επικεφαλής της έρευνας Κρίστοφερ Μπόις, του τμήματος ψυχολογίας του πανεπιστημίου του Γουόργουικ. “Μπορεί μόλις να έχεις αγοράσει ένα καινούριο αυτοκίνητο, αν όμως ο γείτονάς σου μόλις αγόρασε ακριβώς το ίδιο, το νέο σου αυτοκίνητο δεν φαίνεται στα μάτια σου το ίδιο καλό, όπως θα συνέβαινε αν μόνο εσύ είχες αυτό το αυτοκίνητο”, πρόσθεσε.
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Psychological Science” (Ψυχολογική Επιστήμη), σύμφωνα με το Live Science, εξηγεί γιατί παρόλο που το ΑΕΠ και η ευημερία μιας χώρας μπορεί να αυξάνεται, όπως επίσης να αυξάνεται διαχρονικά και το ατομικό εισόδημα κάποιου, όμως το μέσο επίπεδο ευτυχίας και προσωπικής ικανοποίησης δεν αυξάνεται εξίσου στις σύγχρονες κοινωνίες.
Σύμφωνα με τους βρετανούς έρευνες, η έρευνα δείχνει ότι από τη στιγμή που λίγο-πολύ η “ιεραρχία” των εισοδημάτων σε μια κοινωνία είναι άκαμπτη (οι ίδιοι άνθρωποι πάντα βγάζουν τα περισσότερα χρήματα στην κορυφή της πυραμίδας του πλούτου), οι “απο κάτω” μόνιμα θα αισθάνονται δυσαρεστημένοι, ακόμα κι αν -σε απόλυτα νούμερα- τα εισοδήματά τους αυξάνουν με το πέρασμα του χρόνου (αν όντως αυξάνουν…).
Οι βρετανοί ερευνητές συσχέτισαν το βαθμό ατομικής ικανοποίησης με τα εισοδήματα άνω των 80.000 ατόμων. Το βασικό συμπέρασμα ήταν ότι ουσιαστικά σε όλες τις περιπτώσεις, όσο αυξάνει ο απόλυτος μισθός τόσο αυξάνει και η προσωπική ευτυχία. Όταν όμως το άτομο, παράλληλα, λαμβάνει υπόψη του σε ποια σχετική θέση στην κλίμακα των εισοδημάτων βρίσκεται (με άλλα λόγια ασχολείται και με το τι βγάζουν οι άλλοι), τότε η ευτυχία του παύει να συνδέεται με το ύψος του δικού του μισθού και μόνο. Μπορεί, συνεπώς, κάποιος να βγάζει πολλά χρήματα κάθε μήνα και παρόλα αυτά να μην είναι καθόλου ικανοποιημένος, αν ο συνάδελφός ή ο γείτονάς του βγάζει ακόμη περισσότερα!
Η μελέτη επίσης, έδειξε ότι ο βαθμός ικανοποίησης κάποιου εξαρτάται περισσότερο από το συγκριτικό παρά από το απόλυτο εισόδημά του. Μάλιστα, διαπιστώθηκε ότι οι άνθρωποι είναι 1,75 φορές πιθανότερο να συγκρίνουν τους εαυτούς τους με όσους βγάζουν περισσότερα (και άρα να ζηλεύουν), παρά να συγκρίνονται με όσους βγάζουν λιγότερα (οπότε νιώθουν καλά γιατί υπερτερούν).
Κατά τον Μπόις, “βιολογικά, οι άνθρωποι έλκονται από τους ανθρώπους που βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας”. Αυτό εξηγείται εξελικτικά, γιατί οι άνθρωποι προσπαθούν συνεχώς να βελτιώσουν τη θέση τους και συνεχώς “κοιτάζουν” τους “από πάνω” για να φτάσουν κι εκείνοι εκεί – ή, ακόμα καλύτερα, για να τους ξεπεράσουν. Το πρόβλημα είναι ότι, στο μεταξύ, τείνουν να μένουν μόνιμα ανικανοποίητοι με αυτά που έχουν αυτή τη στιγμή.