Όσο πιο υψηλό είναι το μορφωτικό επίπεδο μιας γυναίκας, τόσο περισσότερο φαίνεται ότι… το ρίχνει στο ποτό, σύμφωνα με μια νέα βρετανική έρευνα, η οποία διαπίστωσε ότι οι γυναίκες κάτοχοι πανεπιστημιακών πτυχίων τείνουν να καταναλώνουν περισσότερο αλκοόλ καθημερινά σε σχέση με τις λιγότερο μορφωμένες γυναίκες. Μια ανάλογη συσχέτιση ανάμεσα στην μόρφωση και την κατανάλωση αλκοόλ διαπιστώνεται και στους άνδρες, αλλά σε πολύ λιγότερο βαθμό.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Social Science and Medicine” (Κοινωνική Επιστήμη και Ιατρική), έγινε από ερευνητές της Σχολής Οικονομικών του Λονδίνου (LSE), υπό την Φρανσέσκα Μποργκονόβι και την Μαρία Χουέρτα, σύμφωνα με τη βρετανική “Τέλεγκραφ”. Οι ερευνήτριες μελέτησαν τις περιπτώσεις άνω των δέκα χιλιάδων 39χρονων γυναικών, που είχαν όλες γεννηθεί την ίδια εβδομάδα του 1970.
Όπως διαπιστώθηκε, οι γυναίκες που έχουν τελειώσει το πανεπιστήμιο, έχουν περίπου διπλάσια πιθανότητα να πίνουν αλκοόλ κάθε μέρα και επίσης είναι πιο πιθανό να παραδεχτούν ότι έχουν πρόβλημα αλκοολισμού. Η έρευνα συμπέρανε ότι “οι καλύτερα μορφωμένες φαίνεται να είναι αυτές που αναπτύσσουν τις πιο προβληματικές συνήθειες κατανάλωσης αλκοόλ”.
Είναι μάλιστα δυνατό να προβλέψει κανείς την κατοπινή σχέση με το ποτό, από τους βαθμούς μιας κοπέλας όταν ήταν μόνο πέντε έως δέκα ετών! Οι γυναίκες που έπαιρναν υψηλούς βαθμούς στο δημοτικό σχολείο, έχουν διπλάσια πιθανότητα να πίνουν καθημερινά, όταν πια ενηλικιωθούν. Αντίστοιχα, οι άνδρες που ήσαν καλοί μαθητές στο σχολείο και έπαιρναν εξίσου καλούς βαθμούς, είναι μόνο 49% πιθανότερο να πίνουν αλκοόλ καθημερινά, όταν ενηλικιωθούν.
Οι ερευνήτριες θεωρούν ως πιθανές εξηγήσεις, όσον αφορά το γιατί οι πιο έξυπνες και μορφωμένες γυναίκες πίνουν περισσότερο, μια σειρά από λόγους: αργούν να κάνουν παιδιά, αναβάλλουν τις ευθύνες τους ως γονείς, εκτίθενται στην κατανάλωση αλκοόλ στα φοιτητικά χρόνια τους, έχουν πιο ενεργή κοινωνική ζωή και (νυχτερινή) διασκέδαση, εργάζονται συχνότερα σε ανδροκρατούμενα και ανταγωνιστικά περιβάλλοντα όπου το αλκοόλ είναι συχνό φαινόμενο κ.α.