Οι διευθύνοντες σύμβουλοι με υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης είναι πιθανότερο να προβούν σε μία επιθετική εξαγορά- και να αποτύχουν στην προσπάθειά τους, ανακοίνωσαν χθες Τετάρτη καναδοί ερευνητές. Όπως διαπίστωσαν, η ηλικία είναι σαφές ότι συνδέεται με τη συμπεριφορά επιθετικής εξαγοράς και πραγματοποίησαν μία προσεκτική, αλλά έμμεση ανάλυση για να διαπιστώσουν αν εμπλέκεται στη διαδικασία αυτή και η τεστοστερόνη. Είναι πιθανό να ισχύει, είπε η Κάι Λι και οι συνεργάτες της στο Sauder School of Business του πανεπιστημίου της British Columbia. “Οι νεαροί άνδρες που κατέχουν τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου εμφανίζονται μαχητικοί: είναι κατά 4% πιθανότερο να είναι κτητικοί και έχοντας ξεκινήσει τη διαδικασία εξαγοράς, έχουν 20% περισσότερες πιθανότητες να αποσύρουν την προσφορά τους”, έγραψε η ομάδα της Λι στο τεύχος Σεπτεμβρίου της επιθεώρησης Management Science.
” Επιπλέον, ένας νεαρός διευθύνων σύμβουλος είναι κατά 2% πιθανότερο να πιέσει έναν πλειοδότη να καταφύγει σε μετριοπαθή προσφορά. Θεωρούμε ότι αυτή η μαχητική φύση είναι αποτέλεσμα των επιπέδων τεστοστερόνης που είναι υψηλότερα σε νέους άνδρες”. Μπορεί η εμπειρία ή η εκλογίκευση να είναι παράγοντες που επηρεάζουν; “Η βασική μας υπόθεση είναι ότι οι ορμόνες στον οργανισμό ενός ανθρώπου μπορεί να επηρεάσουν τις εταιρικές αποφάσεις”, είπε η Λι σε τηλεφωνική της συνέντευξη. “Η προσωπικότητα, το φύλο, η ηλικία…όλα παίζουν ρόλο”. Ο καλύτερος τρόπος για να ελεγχθεί αυτό είναι να παρατηρήσουμε τους διευθύνοντες συμβούλους κατά τη διαδικασία εξαγοράς, αλλά αυτό δεν είναι πρακτικά εύκολο, είπε η Λι. “Υπάρχουν όμως μελέτες που ήδη αποκαλύπτουν μία στενή σχέση ανάμεσα στην ηλικία του άνδρα και την τεστοστερόνη”, είπε η ίδια.
Τα επίπεδα της ορμόνης αρχίζουν να μειώνονται στους άνδρες περίπου στα 45. Η ομάδα της Λι εξέτασε τη βάση δεδομένων του Thomson Reuters με 2.458 προσφορές για εξαγορά εταιριών που έγιναν στο διάστημα 1997-2007 από εταιρίες του δημοσίου στις ΗΠΑ για άλλες, επίσης του δημοσίου. Οι ερευνητές μελέτησαν τα χαρακτηριστικά των εμπλεκόμενων διευθυνόντων συμβούλων-μεταξύ των οποίων και το χρόνο που βρίσκονταν στην κεφαλή της εταιρίας, σε περίπτωση που οι διαφορές οφείλονταν μόνο στην εμπειρία.
Υπήρχε μία σαφής τάση – οι νεότεροι διευθύνοντες σύμβουλοι ήταν 4% πιθανότερο να ξεκινήσουν τη διαδικασία εξαγοράς σε σχέση με εκείνους που ήταν άνω των 45. Οι νεότεροι άνδρες με υψηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης θα απέρριπταν τις χαμηλές προσφορές, ακόμα και αν η απόρριψη σήμαινε το να χάσουν μία ενδεχόμενη προσφορά, αποφάνθηκαν οι ερευνητές. Και για τις γυναίκες που κατέχουν την ίδια θέση τι ισχύει; “Δυστυχώς στον επιχειρηματικό κόσμο…μόνο το 1% των διευθυνόντων συμβούλων είναι γυναίκες, επομένως απλώς δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να εξαχθούν συμπεράσματα”, είπε η Λι.
Τον περασμένο χρόνο οι ερευνητές στο πανεπιστήμιο Northwestern και το πανεπιστήμιο του Σικάγου διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που έκαναν μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (MBA) και είχαν υψηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης ήταν πολύ πιθανότερο, συγκρινόμενες με εκείνες που είχαν χαμηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης, να επιλέξουν να ακολουθήσουν καριέρα στα χρηματοοικονομικά-όπως σε επενδυτική τράπεζα-που μπορεί να είναι επικερδής, αλλά είναι και επισφαλής.