Του Φώτη Καγγελάρη, Ψυχιάτρου
Αυτός ήταν ο τίτλος των πολυσχιδών εκδηλώσεων που διεξήχθησαν από τις 7 έως τις 20 Μαΐου στο Πνευματικό Kέντρο του Δήμου Αθηναίων, με επίκεντρο το συμπόσιο με θέμα «Ο θάνατος ως πολιτισμικό γεγονός», όπου σημαντικός αριθμός εισηγητών προσέγγισε το θέμα του θανάτου ως πολιτισμικού γεγονότος από όλες τις πιθανές οπτικές γωνίες: τέχνη, αρχιτεκτονική, θρησκεία, φιλοσοφία, λαϊκή παράδοση, θέατρο, μουσική… Παράλληλες μουσικές και εικαστικές εκδηλώσεις πλαισίωναν το συμπόσιο στον ίδιο πάντα θεματικό άξονα. Εμπνευστής αυτής της πολυφωνικής προσέγγισης είναι η Εταιρεία Μελέτης Πολιτισμικής Ετερότητας, επικεφαλής της οποίας είναι ο ψυχίατρος Φώτης Καγγελάρης.
Η προσέγγιση του θέματος «θάνατος» από διαφορετικές τοποθετήσεις: «Η θρησκεία και ο θάνατος», «Η τέχνη και ο θάνατος», «Η φιλοσοφία και ο θάνατος», μας καταδεικνύει εμμέσως πλην σαφώς ότι, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, ο θάνατος δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο. Το ίδιο το γεγονός της ποικιλότροπης προσέγγισής του, το αναδεικνύει σε γεγονός σημασίας και νοήματος, άρα, ως φαινόμενο ερμηνείας.
Πεθαίνουμε μόνοι μας. Καθένας ζει το δικό του θάνατο. Ήδη από τότε που τα παιδιά επιτρέπονταν να βρίσκονται στο δωμάτιο του θνήσκοντος μαζί με όλους τους άλλους, ιερείς, επισκέπτες, υπηρέτες –ως συνιστώσες σημασίας άραγε;– ο Pascal σημείωνε: «πεθαίνουμε μόνοι». Είναι αυτό το «μόνοι» που καταδεικνύει το προσωπικό γεγονός της ερμηνείας του καθενός για το θάνατο, από την άρνησή του ως την αφιέρωση σε αυτόν όλου του γεγονότος της ζωής: θρησκευτικώς, πολιτισμικώς, ψυχαναγκαστικώς…
Το ψυχικό σύστημα εν μέρει αγνοεί τον θάνατο. Στο ασυνείδητο δεν υπάρχει εγγραφή θανάτου. Ο θάνατος αφορά το Eγώ, είναι ο θάνατος του Eγώ, αφορά τη ναρκισσιστική του διάσταση ως αιωνίως παρόντος, παντοδύναμου, ελεγκτού. Αυτό το Eγώ, το διαμορφωμένο και συγκροτημένο απ’ όλες, κυρίως, τις πρώιμες συνιστώσες βιωμάτων, φαντασιώσεων, επιθυμιών, ματαιώσεων, τη χρήση των λέξεων, όχι μόνο θα βιώσει τον θάνατο τελείως προσωπικά σε επίπεδο ατόμου, αλλά επίσης σε επίπεδο κουλτούρας. Ο θάνατος, λοιπόν, ως φαινόμενο ερμηνείας, μας παραδίδεται επίσης από τη θρησκεία, τη μαγεία, τον πόλεμο, το έγκλημα πάθους, την αυτοκτονία, το στρατόπεδο συγκέντρωσης, «τόπο όπου η τέχνη σταματά», λέει ο Adorno.
Ο θάνατος και η γλώσσα
Ο θάνατος είναι αμίλητος. Αν αναρωτηθούμε «τι είναι θάνατος» θα βρεθούμε σε αμηχανία, εάν δεν καταφύγουμε σε μεταφορές. Αυτό το τόσο άμεσο γεγονός της ζωής καταδεικνύει ακριβώς την έλλειψη λέξεων. Και πράγματι, ενώ η λέξη «θάνατος» τείνει να προσδιορίσει αυτό που δεν είναι ζωή, εν τούτοις αδυνατεί, επειδή ο θάνατος ως απόλυτη ετερότητα, δεν μπορεί να σηματοδοτηθεί από το συμβολικό, δηλαδή από το δίκτυο των σημαινόντων, άρα των λέξεων.
Όλη η γλώσσα αναφέρεται στη ζωή –αλλά και όλη η ζωή στη γλώσσα– φτιάχτηκε για τη ζωή, είναι η ζωή. Υπάρχει εκ των πραγμάτων αδυναμία της γλώσσας να μιλήσει για το θάνατο. Δεν της ανήκει.
«Ο κόσμος μας σταματά εκεί που σταματούν οι λέξεις μας», έλεγε ο Wittgenstein.
Ωστόσο, χωρίς το θάνατο η κλήτευση του συμβολικού δεν θα ήταν δυνατή, θα ανατρέπονταν όλα: ο χρόνος, η γλώσσα, η πράξη, η σκέψη. Εάν εκ του θανάτου η ζωή, δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει το θέμα της ανάστασης. Εκ του θανάτου η ζωή, ως ζωή των λέξεων, είναι ανάσταση στις λέξεις, είναι ανάσταση λέξεων.
Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι αν η αθανασία διέρχεται διά του ονόματος, το ίδιο ισχύει ή μάλλον αυτό καταρχάς ισχύει και στο ίδιο το γεγονός της ζωής του βιολογικού σώματος ως φορέα του υποκειμένου. Ένα σώμα εν ζωή είναι ήδη νεκρό, ένας άνθρωπος είναι ήδη νεκρός αν δεν υπάρχει ο ‘Αλλος ως προς τον οποίον υπάρχει διά και εξ ονόματός του. Κάποιος που δεν ζητείται από κανέναν, που δεν υπάρχει για κανέναν είναι ήδη νεκρός –κυριολεκτικά, «η ζωή εν τάφω»– όχι μόνον συμβολικά.
Η επιθυμία, η πληρότητα, ο θάνατος
«Αυτός που γνώρισε την ομορφιά, αυτός αξίζει να πεθάνει», λέει ο Τόμας Μαν στο Θάνατος στη Βενετία. Ο θάνατος της επιθυμίας επέρχεται όταν επέρχεται η πραγματοποίησή της. Η τελείωση ενός αγάλματος είναι ο θάνατος της επιθυμίας του καλλιτέχνη. Μήπως όλα αποσκοπούν σ’ ένα σταμάτημα του χρόνου όταν υπάρχει η ευτυχία; Ο έρωτας; Η εκπλήρωση μεγάλων επιθυμιών ή μικρών μεταφορών μεγάλων σχεδίων;
Στους ηθικολογικούς πίνακες της πρώιμης Αναγέννησης ο θάνατος επέρχεται ή έπεται ως τιμωρία ή επακόλουθο της νεότητας, της ευρωστίας, της ομορφιάς. Ωσάν, δηλαδή, οι άνθρωποι να «χρωστιούνται» στο θάνατο, αφού όλοι τόλμησαν κάποτε να είναι νέοι και ωραίοι. Παραθέτω ενδεικτικά τον πίνακα του Baldung Οι ηλικίες και ο θάνατος. Στον πίνακα του Holbein οι Πρεσβευτές μέσα στη δόξα και την οπλισμένη πληρότητα έναντι παντός κακού, ο θάνατος είναι σε πρώτο πλάνο, μόνο που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά.
Ο θάνατος γίνεται ένα ηθικό γεγονός επί του οποίου, κατ’ αρχάς έχουν λόγο οι θρησκείες ως οι κατ’ εξοχήν ηθικοί κώδικες της ανθρωπότητας. Η πτώση του ναρκισσισμού που πρεσβεύουν, η ταπείνωση, ως η πρώτη αρετή του ανθρώπου, δεν είναι παρά η ανθρωπολογική διάσταση της συνοχής της ομάδας όπου, όλοι εντέλλονται να αφήσουν το ναρκισσισμό εκτός, για την επιβίωση της κοινότητας, εις το όνομα του πατρός που τους αγαπά όλους το ίδιο, δηλαδή τους ανταμείβει εκείνος ναρκισσιστικά και τους τιμωρεί εξίσου.
Η άκρα ταπείνωση, το «Ίδε ο ‘Ανθρωπος» είναι θυσία που διέρχεται μέσω του κακοποιημένου σώματος και της παράδοσής του στο θάνατο. Όπως σε όλες τις θρησκείες είναι το σώμα το φερέφωνο του ναρκισσισμού και γι’ αυτό οφείλει να πεθάνει, γι’ αυτό είναι θνητό. Η εξαφάνισή του είναι το προσδοκώμενο μέσω της άσκησης, της νηστείας κ.λπ. Και βέβαια, η αναμονή του ίδιου του θανάτου ως βέβαιη· εξαφάνιση του σαρκίου, εκτός ορισμένων αγίων που το είχαν εξαφανίσει από πριν και γι’ αυτό το διατηρούν μετά.
Ίχνη ερωτισμού στο θάνατο ως συνάδοντα ναρκισσιστικά στοιχεία διαφαίνονται ήδη τον 16ο αιώνα και στην baroque λογοτεχνία. Ο θάνατος του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας σ’ έναν τάφο, μας προσφέρει πολλαπλές αναγνώσεις: ο θάνατος ως υπέρτατη ναρκισσιστική πράξη αυτοκτονίας, τίποτα λιγότερο. Ο θάνατος ως υπέρτατη πραγματοποίηση επιθυμίας, η οποία παραμένει εσαεί. Ο θάνατος ως προσβολή στο ναρκισσισμό επειδή πραγματοποιήθηκε η επιθυμία. Ο θάνατος ως απόγνωση στη μη πραγματοποιημένη επιθυμία.
Συνεχίζεται με τον De Sade που εδραιώνει το δίπολο «έρωτας-θάνατος», όπως αυτό φτάνει στις μέρες μας με όλη τη σημειολογία του μαύρου και την υπόσχεση του παράδεισου της ετερότητας, μέσω της υπόσχεσης του απόλυτου.
Τον 19ο όμως αιώνα, μεσούντος του ρομαντισμού, ο θάνατος συνδιαλέγεται πλήρως με τον έρωτα, αναπόσπαστα εκφρασμένος στο λόγο του ανθρώπου. Ας θυμηθούμε τον Δουμά, την ιταλική όπερα, την Κάρμεν των Μεριμέ και Μπιζέ που τραγουδά «τι πιο μεγάλη ευτυχία απ’ το να πεθαίνεις απ’ το χέρι εκείνου που αγαπάς!».
Και βέβαια να υπενθυμίσουμε εδώ τον Freud όπου η εισαγωγή τής «ενόρμησης του θανάτου» και η σχέση της με τον έρωτα και τη ζωή γίνεται ο πιστότερος σύντροφος στην εξέλιξη της ψυχαναλυτικής σκέψης και όχι μόνον.