Ερευνητές ανακοίνωσαν ότι βρήκαν νέες ισχυρές ενδείξεις ότι η λιποπρωτείνη Α, ή Lp(a) συμβάλλει στην καρδιοπάθεια. Πάντως δήλωσαν ότι η χοληστερίνη LDL είναι πιο επικίνδυνη από την Lp(a). Η ανακάλυψη της Lp(a) έγινε το 1963 ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1980 διαπιστώθηκε ότι αποτελούσε ένα νέο, ανεξάρτητο και πολύ σημαντικό παράγοντα κινδύνου για στεφανιαία νόσο, ο οποίος μάλιστα κληρονομείται. Έτσι σε αντίθεση με τη χοληστερίνη LDL, η Lp(a) δεν μπορεί να ελεγχθεί με τη μείωση των λιπαρών στη διατροφή ή με τη λήψη στατινών. Στο γενικό πληθυσμό τα άτομα που έχουν στο αίμα τους υψηλά επίπεδα Lp(a), έχουν 2,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν στεφανιαία νόσο. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η Lp(a) έχει σχέση με τη δημιουργία θρόμβων. Περισσότερα για την Lp(a) διαβάστε εδώ.
Οι ερευνητές σάρωσαν το DNA σε περιοχές που γνώριζαν από προηγούμενες έρευνες πως ήταν τα σημεία κλειδιά για κίνδυνο καρδιοπάθειας. Η ανάλυση αποκάλυψε 2 γενετικά σφάλματα. Ο Καθηγητής Martin Farrall, επικεφαλής της έρευνας που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, δήλωσε ότι ένας στους έξι ανθρώπους φέρει ένα ή περισσότερα από τα γονίδια που αυξάνουν την Lp(a). Δήλωσε ότι η αύξηση του κινδύνου που αντιμετωπίζουν άνθρωποι με υψηλά επίπεδα Lp(a) είναι λιγότερο σοβαρή από τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν λόγω υψηλών επιπέδων χοληστερόλης LDL. Έτσι η Lp(a) δεν ξεπερνά σε κίνδυνο την LDL. Οι ερευνητές ελπίζουν ότι στοχεύοντας και στις δυο θα πετύχουν περαιτέρω μείωση του κινδύνου. Ορισμένα υπάρχοντα φάρμακα, όπως η νιασίνη καθώς και άλλα που θα κυκλοφορήσουν στην αγορά, περιορίζουν τα επίπεδα Lp(a) καθώς και της χοληστερίνης LDL.
Ο καθηγητής Peter Weissberg, του Βρετανικού Ιδρύματος Καρδιολογίας, το οποίο χρηματοδότησε την έρευνα, δήλωσε ότι τα αποτελέσματα είναι χρήσιμα, και δεν χρειάζεται καμία ανησυχία. Πρόσθεσε ότι η νέα έρευνα αποκαλύπτει στοιχεία που ανοίγουν νέους δρόμους για την έρευνα σχετικά με την κατανόηση της ανάπτυξης της καρδιοπάθειας. Η χοληστερίνη LDL παραμένει το είδος της χοληστερόλης για το οποίο θα πρέπει να ανησυχούμε περισσότερο, κατέληξε.