Οι τενίστες που όταν χτυπούν το μπαλάκι βγάζουν και ένα δυνατό “βρυχηθμό” ( ο οποίος μερικές φορές φτάνει τα 100 ντεσιμπέλ) είναι πιο ανταγωνιστικοί και έχουν περισσότερες πιθανότητες να νικήσουν τον αντίπαλό τους, σύμφωνα με μια καναδο-αμερικανική επιστημονική έρευνα. Μια εξήγηση είναι ότι η κραυγή κάνει πιο αργές τις κινήσεις του αντιπάλου
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ερευνητών, μια δυνατή κραυγή κάνει τον τενίστα που βλέπει την μπάλα να έρχεται με ταχύτητα 80 χλμ την ώρα, να πιστεύει ότι βρίσκεται περίπου 60 εκατοστά πιο κοντά στον αντίπαλό του -άρα πιο μακριά από τον ίδιο- από ό,τι είναι στην πραγματικότητα.
Η έρευνα έγινε από τον καθηγητή ψυχολογίας Σκοτ Σίνετ του πανεπιστημίου της Χαβάης και τον Άλαν Κινγκστόουν του πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας και δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό PLoS ONE. βασίστηκε σε εργαστηριακά πειράματα με ερασιτέχνες εθελοντές τενίστες, καθώς και στην ανάλυση βιντεοσκοπημένων παιγνιδιών διάσημων επαγγελματιών, όπως ο Ραφαέλ Ναντάλ και η Μαρτίνα Ναβρατίλοβα, που φημίζονται για τους “βρυχηθμούς” τους (πάντως, άλλοι παίχτες όπως ο Ρότζερ Φέντερερ, έχουν φτάσει στην κορυφή χωρίς να είναι …θορυβώδεις).
Υπάρχουν αρκετές πιθανές εξηγήσεις για τη σημασία της κραυγής σε ένα παιγνίδι. Μερικοί έμπειροι παίκτες, για παράδειγμα, προσπαθούν να υπολογίσουν την ταχύτητα και την τροχιά της μπάλας ακούγοντας τον ήχο που κάνει όταν αυτή χτυπάει στη ρακέτα του αντιπάλου, όταν όμως ο τελευταίος φωνάζει, “θολώνει” τον ήχο της μπαλιάς. Από την άλλη, αυτή καθεαυτή η κραυγή λειτουργεί ως μέσο απόσπασης της προσοχής ή και εκφοβισμού του αντιπάλου. Η Ναβρατίλοβα -9 φορές νικήτρια του τουρνουά του Γουίμπλετον- έχει δηλώσει ότι οι φωνές αποτελούν “απλή και ξεκάθαρη απάτη”.
Ορισμένοι παράγοντες και αναλυτές του επαγγελματικού τένις αναρωτιούνται αν είναι δίκαιο να επιτρέπεται να φωνάζει ο ένας παίχτης, ενώ ο άλλος όχι καθώς πρόκειται μάλλον για άδικο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (αλλά κανείς βέβαια δεν είναι δυνατόν να εμποδίσει και τον αντίπαλό του να φωνάζει!).