Η ραγδαία αύξηση των μελετών και των επιστημονικών ερευνών που αφορούν τον εγκέφαλο, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των τελευταίων χρόνων και ο αντίκτυπος είναι αισθητός σε άλλες επιστήμες και σε άλλα πεδία της γνώσης και της ανθρώπινης ζωής, από την ψυχολογία μέχρι την οικονομία και τη θρησκεία.
Έτσι, μεταξύ άλλων, τα τελευταία χρόνια έχει αναθερμανθεί η παλαιά διαμάχη επιστήμης και θρησκείας με αιχμή το μείζον ερώτημα: Υπάρχει Θεός; Είναι η πραγματικότητα αυτό που βλέπουμε; Υπάρχει μια πνευματική επικράτεια, αόρατη συνήθως σε μας; Η πιο πρόσφατη και ενδιαφέρουσα εξέλιξη είναι οι διαφοροποιήσεις στο “μέτωπο” του επιστημονικού κόσμου, κυρίως στο χώρο των νευροεπιστημών, ο οποίος κάθε άλλο παρά αρραγής εμφανίζεται, με συνέπεια να τροφοδοτεί με επιχειρήματα και τις δύο πλευρές.
Με αιχμή του δόρατος το βρετανό βιολόγο Ρίτσαρντ Ντόκινς, συγγραφέα, μεταξύ άλλων βιβλίων, του μπεστ-σέλερ “Η αυταπάτη του Θεού”, μια ομάδα επιστημόνων και λοιπών διανοουμένων (όπως ο Ντάνιελ Ντένετ, ο Κρίστοφερ Χίτσενς κ.α.) εκπροσωπούν ένα σύγχρονο και μαχητικό υλισμό, που θεωρεί ανύπαρκτη – αν όχι γελοία- την ύπαρξη ενός πνεύματος ξέχωρου από την ύλη και το σώμα. Συνοπτικά, οι ρητά αυτοπροσδιοριζόμενοι ως άθεοι επιστήμονες, θεωρούν ότι τα πάντα πηγάζουν από την κίνηση των ατόμων της ύλης και από τα γονίδια, ενώ η συμπεριφορά καθορίζεται από τις χημικές ουσίες του εγκεφάλου, οι νευρώνες του οποίου δημιουργούν τη συνείδηση σταδιακά με το πέρασμα του χρόνου.
Η ελεύθερη βούληση είναι ουσιαστικά μια αυταπάτη, καθώς οι άνθρωποι ωθούνται βασικά από τις προϋπάρχουσες βιολογικές-εγκεφαλικές προδιαγραφές της εξέλιξης να κάνουν αυτό ή εκείνο το πράγμα. Η θρησκεία, λένε, δεν είναι παρά μια κοινωνική σύμβαση, χρήσιμη για την εξουσιαστική ελίτ και για την ψυχική ανακούφιση των μαζών από τα υπαρξιακά άγχη – αν δεν είναι ένα ατύχημα κι ένα επικίνδυνο λάθος που μόνο δεινά φέρνει στην ανθρωπότητα (πολέμους, βία, τρομοκρατία κλπ).
Σύμφωνα με αυτό το επιστημονικό σκεπτικό, οι άνθρωποι κατασκευάζουν θρησκευτικές πεποιθήσεις, επειδή οι εγκέφαλοί τους έχουν διαχρονικά εξελιχθεί έτσι ώστε να ακολουθούν τα συστήματα πεποιθήσεων και τις ιδεολογίες του περιβάλλοντός τους. Σε αυτό το μήκος κύματος, ορισμένοι επιστήμονες τονίζουν ότι αρκετά πειράματα στον τομέα των νευροεπιστημών έχουν πλέον δείξει πως αρκεί μια ηλεκτρομαγνητική διέγερση (από ένα ειδικό κράνος) ορισμένων σημείων του εγκεφάλου για να αρχίσουν οι εθελοντές, χωρίς να το επιδιώκουν συνειδητά, να αισθάνονται μυστικιστικές και πνευματικές εμπειρίες, να μιλάνε με το Θεό κ.α.
Έτσι, οι ραγδαίες εξελίξεις στη γενετική και ακόμα περισσότερο στις νευροεπιστήμες που μελετούν τον εγκέφαλο και το νου, τείνουν, κατά την τελευταία δεκαετία, να ενισχύσουν την αντίληψη ότι τελικά όλα είναι υλικά, ότι το πνεύμα είναι νεκρό (και ο Θεός μαζί του?) και ότι τίποτε δεν επιζεί μετά το θάνατο του σώματος.
Η πρόκληση του “νευρωνικού βουδισμού”
Όπως η “Καταγωγή των Ειδών” του Δαρβίνου τον 19ο αιώνα, πέρα από μια επιστημονική επανάσταση, άλλαξε δραματικά τις κοινωνικές και προσωπικές αντιλήψεις της ανθρωπότητας και όπως η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν επηρέασε σημαντικά τη σύγχρονη τέχνη μετά τις αρχές του 20ού αιώνα, έτσι και τώρα, στην αρχή του 21ού αιώνα, διαφαίνεται ότι η εξελισσόμενη επανάσταση της νευροεπιστήμης έχει τη δυνατότητα να δράσει καταλυτικά, όχι μόνο στο χώρο της επιστήμης, αλλά γενικότερα στον τρόπο που οι άνθρωποι βλέπουν τους εαυτούς τους και τον κόσμο γύρω τους.
Όπως έγραψε ο Ντέηβιντ Μπρουκς σε ένα σημαντικό άρθρο στους New York Times (με τίτλο “Οι νευρωνικοί βουδιστές”), στην πραγματικότητα η περί αθεϊσμού διαμάχη τελικά δεν θα υποσκάψει την πίστη στο Θεό γενικά, αλλά το πολύ – πολύ να υποσκάψει την πίστη στον προσωπικό Θεό της Βίβλου, στον οποίο πιστεύουν -ο καθένας με τον τρόπο του- Χριστιανοί, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι, δηλαδή οι μονοθεϊστικές θρησκείες.
Το κλειδί -και το μεγάλο οχυρό κατά του υλισμού- βρίσκεται στο μείζον μυστήριο της συνείδησης. Όλο και περισσότεροι νευροεπιστήμονες, με την υποστήριξη διαφόρων πειραμάτων, σκιαγραφούν σταδιακά μια άλλη εικόνα: ο εγκέφαλος φαίνεται πια όλο και λιγότερο σαν μια ψυχρή μηχανή που κάνει αδιάκοπους υπολογισμούς όπως ένα κομπιούτερ. Αντίθετα, το νόημα, η πίστη, η θέληση και κυρίως η συνείδηση φαίνεται να ξεπηδούν μυστηριωδώς από τα κυκλώματα των εγκεφαλικών νευρώνων. Τα συναισθήματα παίζουν καθοριστικό ρόλο στη νοημοσύνη, ενώ η αγάπη είναι ζωτική για την ανάπτυξη του εγκεφάλου.
Από την άλλη, τα γονίδια δεν φαίνεται να είναι απλώς εγωιστικά, όπως ακράδαντα πιστεύει ο Ντόκινς, αλλά αντίθετα οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ενστικτωδώς φαίνεται πως έχουν βαθειά ηθικά αισθήματα, όπως η δικαιοσύνη, η στοργή κ.α. Τελικά, αρκετοί επιστήμονες αρχίζουν να εκτιμούν όλο και πιο πολύ τις υπερβατικές πνευματικές εμπειρίες και να μην τις θεωρούν απλώς αυταπάτη. Ο νους, όπως έχουν δείξει διάφορα πειράματα, φαίνεται πως έχει την ικανότητα να υπερβαίνει τον εαυτό του και να συγχωνεύεται με μια ανώτερη παρουσία (που πολλοί ονομάζουν Θεό), η οποία γίνεται αντιληπτή ως πιο πραγματική από την καθημερινή υλική πραγματικότητα.
Επιστήμονες που ανήκουν σε αυτό το νέο ρεύμα επιστήμης, είναι, μεταξύ άλλων, οι Andrew Newberg, Daniel Siegel, Michael Gazzaniga, Jonathan Haidt, Antonio Damasio, Marc Hauser κ.α., τα πειράματα και τα βιβλία των οποίων επηρεάζουν πλέον όλο και περισσότερο το δημόσιο διάλογο. Με δεδομένο ότι από όλες τις θρησκείες, αυτή που δέχεται μια ανώτερη πραγματικότητα, αλλά δεν την ταυτίζει με ένα προσωπικό Θεό, είναι κατ’ εξοχήν ο βουδισμός, το νέο επιστημονικό ρεύμα, σύμφωνα με τον Μπρουκς, θα μπορούσε να αποκληθεί νευρωνικός βουδισμός.
Τι πρεσβεύουν
Ποιές είναι όμως οι βασικές αντιλήψεις του νέου ρεύματος;
Πρώτον, ο εαυτός δεν είναι μια σταθερή και λίγο-πολύ μόνιμη οντότητα, αλλά μια δυναμική διαδικασία αλληλεξαρτώμενων σχέσεων.
Δεύτερον, κάτω από την επιφάνεια των διαφόρων θρησκειών, οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν κοινές ηθικές αντιλήψεις, αξίες και ενοράσεις.
Τρίτον, οι άνθρωποι έχουν τον κατάλληλο “εξοπλισμό” για να βιώνουν το ιερό και να έχουν εμπειρίες πνευματικής ανάτασης, στη διάρκεια των οποίων ξεπερνούν στα στενά σύνορα του εαυτού τους και πλημμυρίζουν από αγάπη για τον υπόλοιπο κόσμο.
Τέταρτο, ο Θεός μπορεί καλύτερα να γίνει αντιληπτός ως η φύση αυτού που βιώνει ο άνθρωπος κατά τις ανωτέρω στιγμές και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως “το άγνωστο σύνολο όλων όσων υπάρχουν”.
Όπως παρατηρεί ο Μπρουκς στο άρθρο του περί “Νευρωνικών βουδιστών”, είναι ευκολότερο για τον Ντόκινς και τους υπόλοιπους μαχητικούς άθεους να επιτίθενται κατά του προσωπικού Θεού στο όνομα της επιστήμης, αλλά θα αποδειχτεί πολύ δυσκολότερο να κάνουν το ίδιο κατά των επιστημόνων συναδέλφων τους (κυρίως των νευροεπιστημόνων), οι πεποιθήσεις των οποίων εν μέρει επικαλύπτονται με το βουδισμό και οι οποίοι, αν και όντως θεωρούν τις θρησκείες πολιτιστικά κατασκευάσματα χτισμένα πάνω στα κοινά χαρακτηριστικά της ανθρωπότητας, σέβονται την αίσθηση του ιερού και το μυστήριο της συνείδησης.
Έτσι, την ίδια στιγμή που ο νέος επιστημονικός αθεϊσμός κάνει μεγάλο “θόρυβο”, με απρόσμενο τρόπο, άλλοι επιστήμονες βρίσκουν κοινό έδαφος με το μυστικισμό και την πνευματικότητα του νου, δίνοντας έμφαση στην έμφυτη υπερβατικότητα του ανθρώπινου νου, αλλά όχι στο θείο νόμο ή την άνωθεν αποκάλυψη. Το σκηνικό γίνεται, λοιπόν, όλο και πιο περίπλοκο και τα επόμενα χρόνια, από τη μια οι πιστοί θα πρέπει να υπερασπίζονται την πίστη τους σε ένα προσωπικό Θεό, ενώ παράλληλα οι επιστήμονες θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν μεταξύ τους τι σημαίνουν τα ευρήματά τους στο βασίλειο του νου, αναφορικά με την ύπαρξη ή όχι μιας άλλης πραγματικότητας, πέρα από αυτήν που βλέπουν καθημερινά τα μάτια μας. Εν κατακλείδι, ο “νευρωνικός βουδισμός” μπορεί να υποσκάψει μελλοντικά την πίστη σε ένα Θεό, αλλά όχι στο επέκεινα.