Οι άνδρες που αποκτούν παιδί σε μεγάλη ηλικία έχουν περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσουν παιδιά που κάποια στιγμή θα εμφανίσουν σχιζοφρένεια. Αυτό προκύπτει από μεγάλης κλίμακας έρευνα που πραγματοποιήθηκε στη Δανία.
Χρησιμοποιώντας δεδομένα που αφορούν περισσότερα από 2 εκατομμύρια άτομα, τα οποία γεννήθηκαν μεταξύ 1955 με 1992, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της ηλικίας των ανδρών που αποκτούν για πρώτη φορά παιδί και των πιθανοτήτων κάποιο από τα παιδιά τους να εμφανίσει σχιζοφρένεια. Αντίθετα, δεν προέκυψε κάποια σχέση μεταξύ των ανδρών που ήταν σχετικά μεγάλοι όταν απέκτησαν το δεύτερο ή τρίτο τους παιδί.Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους, που δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση American Journal of Psychiatry, ενισχύουν τη σχέση ανάμεσα στην ηλικία των γονέων και στον κίνδυνο να εμφανίσει ένα παιδί σχιζοφρένεια.
Είναι γνωστό ότι η σχιζοφρένεια είναι μία διαταραχή στην εγκεφαλική εξέλιξη και οι ερευνητές θεωρούσαν επί μακρόν ότι προέρχεται από έναν συνδυασμό γενετικής προδιάθεσης και περιβαλλοντικών και άλλων παραγόντων, μεταξύ των οποίων ιογενείς λοιμώξεις και κακή διατροφή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στην ηλικία των γονέων όταν γεννιέται το παιδί και τον κίνδυνο που διατρέχει αυτό να εμφανίσει σχιζοφρένεια. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η εξήγηση μπορεί να βρίσκεται στο γεγονός ότι οι άνδρες που αποκτούν το πρώτο τους παιδί σε μεγάλη ηλικία είναι πιθανότερο σε σχέση με τους νεότερους να έχουν γενετικές ανωμαλίες στο σπέρμα τους, που πιθανόν να συνδέονται με τη σχιζοφρένεια. Ωστόσο, τα νέα ευρήματα θέτουν υπό αμφισβήτηση αυτή τη θεωρία, σύμφωνα με την επικεφαλής της έρευνας δρα Λιζελότ Πέτερσεν του πανεπιστημίου Aarhus της Δανίας. Κι αυτό γιατί αν η θεωρία ήταν σωστή, τότε η ηλικία του πατέρα κατά τη γέννηση οποιουδήποτε παιδιού- όχι μόνο του πρώτου- θα πρέπει να συνδέεται με τον κίνδυνο εμφάνισης σχιζοφρένειας. Αντίθετα, η Πίτερσεν και οι συνεργάτες της υποστηρίζουν ότι τα ευρήματά τους ενισχύουν μία άλλη θεωρία: οι άνδρες που έχουν προδιάθεση για σχιζοφρένεια, αλλά δεν την εμφανίζουν οι ίδιοι, τείνουν να αποκτούν παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία σε σχέση με άλλους άνδρες.
Το ερώτημα είναι, λέει η Πίτερσεν, αν μπορεί να υπάρξουν παράγοντες -γενετικοί ή περιβαλλοντικοί- που αμφότεροι να επηρεάζουν τη γονιμότητα του άνδρα και να συμβάλουν στον κίνδυνο σχιζοφρένειας στα παιδιά που θα αποκτήσουν. Μία ακόμα πιθανότητα είναι οι άνδρες που έχουν προδιάθεση για σχιζοφρένεια να έχουν τέτοια στοιχεία χαρακτήρα που να επηρεάζουν τις σχέσεις τους και να καθιστούν δύσκολο να βρουν κάποια σύντροφο. Η μεγάλη πλειονότητα των παιδιών που γεννιούνται από σχετικώς μεγαλύτερους ηλικιακά άνδρες δεν θα εμφανίσουν σχιζοφρένεια, καθώς η νόσος εκτιμάται ότι πλήττει περίπου το 1% του πληθυσμού.
Για την παρούσα μελέτη, η Πίτερσεν και οι συνεργάτες της, χρησιμοποίησαν δεδομένα από το ληξιαρχείο της Δανίας για να εντοπίσουν περισσότερους από 2,2 εκατομμύρια πολίτες, που έχουν γεννηθεί μεταξύ του 1955 και του 1992. Μεταξύ του 1970 και του 2007, λίγο περισσότεροι από 14.200 από αυτούς διαγνώστηκαν με σχιζοφρένεια. Διαπίστωσαν ότι οι πιθανότητες ένα παιδί να αναπτύξει σχιζοφρένεια τείνουν να αυξάνονται όσο αυξάνεται η ηλικία του πατέρα, αλλά κατά τη γέννηση του πρώτου παιδιού. Μεταξύ των ανδρών που η ηλικία τους ήταν από 25 ως 29 όταν γεννήθηκε το μεγαλύτερο παιδί τους, υπήρξαν 2.420 κρούσματα σχιζοφρένειας στα 448.538 παιδιά, ποσοστό 0,5%.
Οι ερευνητές, πάντως, δεν γνωρίζουν γιατί η ηλικία του πατέρα και όχι της μητέρας, είναι εκείνη που συνδέεται πάντα με τον κίνδυνο εμφάνισης σχιζοφρένειας, προσθέτει η Πίτερσεν.