Μια σειρά επιστημονικών πειραμάτων αποκάλυψε ότι ο εγκέφαλος κάνει χρήση δύο διαφορετικών νευρωνικών κυκλωμάτων. Καθένα από αυτά καθορίζει αν το αστείο που ακούμε θα μας αφήσει αδιάφορους ή θα μας κάνει να γελάσουμε, κι αν ναι, πόσο. Τα εν λόγω κυκλώματα συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με την προσωπικότητα και το φύλο. Γι’ αυτό κάθε άνθρωπος έχει τη δική του «αίσθηση του χιούμορ». Οι ερευνητές κατέληξαν σ’ αυτό το συμπέρασμα, μεταξύ άλλων, τοποθετώντας εθελοντές σε περιβάλλον εξ ολοκλήρου αποτρεπτικό ως προς την πρόκληση γέλιου.
Ξαπλωμένοι στο κλειστοφοβικό μηχάνημα μαγνητικού τομογράφου, σπουδαστές του Dartmouth College στο Νιου Χαμσάιρ υποβλήθηκαν σε απεικονίσεις με fMRI (λειτουργική μαγνητική τομογραφία), ενώ παρατηρούσαν μέσα από ειδικά τοποθετημένους καθρέφτες την οθόνη.Ο Ουίλιαμ Κέλεϊ, ερευνητής εξειδικευμένος στον εγκέφαλο, πρόβαλε εκεί ορισμένα αποσπάσματα από τις κωμικές σειρές «Seinfeld» και «The Simpsons». Με fMRI κατέγραψε την ποσότητα οξυγόνου που κατανάλωναν οι νευρώνες, πετυχαίνοντας έτσι τη χαρτογράφηση της δραστηριότητας σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου.
Είχε προηγηθεί, εκ μέρους του W. Kelley, η μελέτη αυτών των κωμικών αποσπασμάτων, κάτω από εντελώς συνηθισμένες συνθήκες. Ακολούθησε η προβολή τους σε μεγάλη ομάδα φοιτητών, ενώ μαγνητοφωνήθηκαν και τα γέλια τους. Είχε, λοιπόν, εντοπίσει, εκ των προτέρων, ο ερευνητής, ακριβώς τα σημεία όπου λάμβανε χώρα κάποιο αστείο γεγονός και, μετρώντας την ένταση του γέλιου, ήταν σε θέση να αξιολογήσει την ποιότητα του αστείου.
Με βάση αυτές τις πληροφορίες χώρισε τις εγκεφαλικές αντιδράσεις σε τρεις φάσεις:
α) Οταν ο εγκέφαλος δεν κατέγραφε κανένα αστείο (κανένα γέλιο),
β) όταν ο εγκέφαλος προσπαθούσε να καταλάβει πού βρίσκεται το αστείο (τα τελευταία 2 δευτερόλεπτα πριν αρχίσουν τα γέλια) και, τέλος,
γ) όταν ο εγκέφαλος έδωσε το πράσινο φως και οι εθελοντές ξέσπασαν σε γέλια (γέλιο).
Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε δύο κατηγορίες χιουμοριστικών καταστάσεων, ανάλογα με την έκβαση του αστείου. Στην πρώτη κατηγορία, ως «αστείο» εκλαμβάνεται μια λογικοφανής ή απρόσμενη εξήγηση που, στην καλύτερη περίπτωση, μας κάνει να γελάσουμε. Αλλοτε είναι αίνιγμα (π.χ., «Ποια η διαφορά ανάμεσα στην κατσίκα και το βρόμικο γουρούνι; Το γουρούνι δεν έχει κέρατα!») ή κάποια «εξυπνάδα» («Γκαρσόν! Η σούπα μου έχει μια μύγα! – Οχι τόσο δυνατά, κύριε. Θα μου ζητήσουν και οι άλλοι πελάτες το ίδιο!»).
Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει παράλογους συλλογισμούς. Το αστείο συνίσταται ακριβώς στην εντελώς αλλόκοτη κατάσταση που, εκ των πραγμάτων, ακυρώνει οποιοδήποτε στοιχείο ρεαλισμού (π.χ. ένα μεγάλο φορτηγό έχει σφηνώσει κάτω από μια γέφυρα κι έχει σταματήσει η κυκλοφορία. Πλησιάζει ο τροχονόμος και ρωτά τον οδηγό: «Τι συμβαίνει; Σφήνωσες και δεν μπορείς να βγεις;» Κι εκείνος του απαντά: «Οχι, πηγαίνω να παραδώσω μια γέφυρα κι έμεινα από βενζίνη»).
Αστεϊσμοί που προϋποθέτουν τη λογικοφανή ερμηνεία, προκειμένου να γίνουν αντιληπτοί, προκαλούν μεγαλύτερη δραστηριότητα σε ορισμένα εγκεφαλικά κέντρα, σε σύγκριση με τα αστεία που κινούνται στο χώρο του παραλόγου. Η πλέον χαρακτηριστική διαφορά εμφανίζεται στο στέλεχος του εγκεφάλου, εκεί όπου ο κροταφικός λοβός συνορεύει με το βρεγματικό. Η συγκεκριμένη περιοχή εμπλέκεται στο συντονισμό των αισθητηριακών εντυπώσεων, διευκολύνοντάς μας να αντιληφθούμε το περιβάλλον. Πρόκειται για σημαντική, ως φαίνεται, ικανότητα για την αποκωδικοποίηση της λογικής έκβασης του αστείου. Αντίθετα, σε παράλογα αστεία η εμπλοκή της είναι περιορισμένη.
© Science Illustrated