Αμερικανοί επιστήμονες ανακάλυψαν για πρώτη φορά ότι η ικανότητα των ανθρώπων να αναγνωρίζουν και να θυμούνται των πρόσωπα των γύρω τους, φτάνει στο αποκορύφωμά της στην ηλικία των 30-34 ετών, δηλαδή μια δεκαετία αργότερα σε σχέση με τις υπόλοιπες νοητικές και γνωστικές λειτουργίες, οι οποίες φτάνουν στην μέγιστη απόδοσή τους στην ηλικία των 23-24 ετών. Οι ερευνητές Λόρα Τζερμάιν και Κεν Νακαγιάμα του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, πρόκειται να παρουσιάσουν τα ευρήματά τους στο περιοδικό “Cognition” (Γνώση).
Μέχρι τώρα, οι επιστήμονες είχαν ενδείξεις ότι η αναγνώριση/ανάμνηση προσώπων αργεί να ωριμάσει, όμως για πρώτη φορά αποκαλύπτεται ότι η αργή εξέλιξή της χρειάζεται τόσα πολλά χρόνια. Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτή η αργή πρόοδος μπορεί απλούστατα να οφείλεται στο ότι χρειαζόμαστε πολύ χρόνο εξάσκησης προκειμένου να μάθουμε να τελειοποιούμε την αναγνώριση προσώπων στο νου μας.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τη διαδικτυακή Δοκιμασία Αναγνώρισης Προσώπων του Κέμπριτζ (που υπάρχει στη διεύθυνση www.testmybrain.org) προκειμένου να ελέγξουν την ικανότητα αναγνώρισης προσώπων που είχαν δημιουργηθεί από υπολογιστές. Στο πείραμα συμμετείχαν περίπου 44.000 εθελοντές ηλικίας 10 έως 70 ετών.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι για τις περισσότερες νοητικές λειτουργίες (π.χ. ανάμνηση ονομάτων) η μέγιστη απόδοση επιτυγχάνεται κατά μέσο όρο στα 23-24 χρόνια, κάτι που είχε φανεί και από προηγούμενες έρευνες.
Ειδικότερα όμως η ικανότητα αναγνώρισης/ανάμνησης προσώπων αυξάνεται απότομα μεταξύ των δέκα και είκοσι ετών, στη συνέχεια βελτιώνεται με πιο αργό ρυθμό, ώσπου κορυφώνεται στην ηλικία των 30-34 ετών. Κατόπιν, η συγκεκριμένη ικανότητα επιδεινώνεται αργά, ώσπου ένας 65χρονος έχει πάνω-κάτω την ίδια ικανότητα αναγνώρισης προσώπων με ένα 16χρονο.
Σε μια άλλη έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Psychological Science” (Ψυχολογική Επιστήμη), σύμφωνα με τη βρετανική «Ντέιλι Μέιλ», οι ερευνητές, υπό την Θάλεια Γουίτλι του Κολλεγίου Ντάρτμουθ των ΗΠΑ, ανακάλυψαν ότι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει ένα ανθρώπινο πρόσωπο από ένα ρομπότ ή μια κούκλα, είναι τα μάτια, τα οποία επιτρέπουν να εστιάσουμε πάνω τους, ώστε να βεβαιωθούμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ζωντανό ανθρώπινο ον απέναντί μας κι έτσι μπορούμε να επικοινωνήσουμε μαζί του.
Οι ερευνητές συμπέραναν ότι τα ρομπότ μπορεί να γίνονται όλο και πιο «ανθρώπινα» στην εμφάνισή τους, παρόλα αυτά ποτέ δεν δείχνουν πραγματικά ζωντανά και το πρόβλημα φαίνεται πως έγκειται στα μάτια τους. Οι άνθρωποι μπορούν να «δουν» πρόσωπα παντού γύρω τους (στα σύννεφα, τα βράχια, το φεγγάρι κ.α.), όμως είναι πολύ πιο «απαιτητικοί», όταν πρόκειται ενστικτωδώς να αποφασίσουν μέσα τους, αν το πρόσωπο που βλέπουν απέναντί τους, είναι όντως ζωντανό και ανθρώπινο – και το «κλειδί» βρίσκεται στα μάτια.