Η «ανδρόπαυση» ή ανδρική κλιμακτήριος υπάρχει πράγματι, κατέληξε μια μεγάλη, πρόσφατη πολυκεντρική μελέτη και προτιμά τους παχύσαρκους άνδρες. Η θεραπεία υποκατάστασης, όμως, με τεστοστερόνη πρέπει να γίνεται με αυστηρά κριτήρια και προϋποθέσεις. Το θέμα αυτό αποτελεί εδώ και χρόνια σημείο διαφωνιών μεταξύ των επιστημόνων. «Ενώ για την ύπαρξη της εμμηνόπαυσης δεν υπάρχει αμφισβήτηση, για το αντίστοιχο πιθανό φαινόμενο στους άνδρες, την ανδρόπαυση, υπάρχει διεθνώς μεγάλη συζήτηση και αμφισβήτηση», λέει η καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Μαρία Αλεβιζάκη. «Για τις γυναίκες αποτελεί μια σχεδόν πλήρη, συνήθως μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα διακοπή της λειτουργίας των ωοθηκών και ως εκ τούτου οριστική ορμονική ανεπάρκεια, δηλαδή έλλειψη οιστρογόνων, που συμπίπτει με ορατές αλλαγές στις ωοθήκες.
Αντίστοιχο φαινόμενο στους άνδρες, που να χαρακτηρίζεται από οριστική διακοπή της λειτουργίας των όρχεων και έλλειψη τεστοστερόνης σε συγκεκριμένη χρονική- ηλικιακή στιγμή δεν φαίνεται να υπάρχει, τουλάχιστον όχι συχνά. Ωστόσο είναι φανερό ότι το θέμα απασχολεί την κοινωνία, μια και στη μεγάλη ηλικία υπάρχει αρκετά συχνά έκπτωση της σεξουαλικής λειτουργίας στους άνδρες, οι οποίοι αναζητούν ιατρική γνώμη και βοήθεια».
Η μελέτη
Η επιστημονική κοινότητα αποφάσισε να μελετήσει συστηματικά το φαινόμενο αυτό (το οποίο ονόμασε υπογοναδισμό όψιμης έναρξης) και να θέσει κριτήρια, βάσει των οποίων μια τέτοια διαταραχή μπορεί να διαγιγνώσκεται και να θεραπεύεται. Πρόσφατα δημοσιεύθηκαν τα αποτελέσματα μεγάλης μελέτης σε 3.369 άνδρες 10-47 ετών, που διεξήχθη στον ευρωπαϊκό χώρο με τη συνεργασία οκτώ κέντρων και η οποία δημοσιεύθηκε στην έγκριτη επιθεώρηση «Νew Εngland Journal of Μedicine». Ταυτόχρονα δημοσιεύθηκαν και οι κατευθυντήριες οδηγίες για το ποια κατηγορία ανδρών και υπό ποίες προϋποθέσεις πρέπει να κάνει θεραπεία με ανδρογόνα.
Το συμπέρασμα της μελέτης αναφέρει πως ανδρόπαυση έχει ο άνδρας με τρία τουλάχιστον σεξουαλικά συμπτώματα (πτωχή πρωινή στύση, μειωμένη ερωτική επιθυμία, στυτική δυσλειτουργία) σε συνδυασμό με επίπεδα ολικής τεστοστερόνης κάτω από 3,2 ng/ml και ελεύθερη τεστοστερόνη κάτω από 64 pg/ml.
Το 25-30% των ανδρών
«Η ανεπάρκεια της τεστοστερόνης αρχίζει μετά τα 50 χρόνια, αλλά φαίνεται κυρίως μετά τα 60», επισημαίνει ο ανδρολόγος, διευθυντής του Ουρολογικού Τμήματος στο Νοσοκομείο «Αμαλία Φλέμινγκ» και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ουρολογικής Εταιρείας κ. Νίκος Αντωνίου. «Τότε, εμφανίζεται σε ποσοστό που φθάνει το 25%-30%. Το πρόβλημα αυτό έγινε εντονότερο τα τελευταία χρόνια, λόγω της επιμήκυνσης της διάρκειας ζωής. Δυστυχώς, όμως, τα κλινικά συμπτώματα του συνδρόμου αυτού (ΤDS-testosterone deficiency syndrome) περνούν συνήθως απαρατήρητα και αδιάγνωστα, παρά τη μεγάλη πρόοδο που έγινε στην έρευνα τα τελευταία χρόνια».
Παλαιότερα, χρησιμοποιούνταν ο όρος ανδρόπαυση για να δείξει τη βαθμιαία πτώση της ανδρογεννητικής λειτουργίας στον γηράσκοντα άνδρα. «Ο όρος αυτός είναι τελείως παραπλανητικός», τονίζει ο κ. Αντωνίου.
Ο ορισμός που δίνεται σήμερα, όπως διαμορφώθηκε με τη συνεργασία της Διεθνούς Εταιρείας Ανδρολογίας (ΙSΑ), της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρείας (ΕΑU) και της Διεθνούς Εταιρείας για τη Μελέτη του Ηλικιωμένου Ανδρα (ΙSSΑΜ), είναι ο εξής: «Το κλινικό και βιοχημικό σύνδρομο που εμφανίζεται στον άνδρα προχωρημένης ηλικίας και χαρακτηρίζεται από την πιθανή συμπτωματολογία της ανεπάρκειας της τεστοστερόνης, με δυσμενή αποτελέσματα στην ποιότητα ζωής των ασθενών αυτών».
Οι αλλαγές στο σεξ
Πόσο αλλάζει πράγματι η σεξουαλική ζωή των ανδρών στη μέση ηλικία; «Οι έρευνες δείχνουν ότι στη μέση ηλικία οι δυσκολίες στη στύση αυξάνονται, ο άνδρας χρειάζεται περισσότερο χρόνο και περισσότερα ερεθίσματα για να έχει στύση, ενώ η ποσότητα του σπέρματος και ο αριθμός των σεξουαλικών επαφών μειώνονται», λέει η ψυχολόγος υγείας κ. Εύη Κυράνα, ειδική σε θέματα σχέσεων και σεξουαλικών δυσλειτουργιών και επιστημονική συνεργάτις του Κέντρου Σεξουαλικής και Αναπαραγωγικής Υγείας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. «Η ικανοποίηση όμως από τη σεξουαλική πράξη παραμένει υψηλή».
Η σχέση της ανδρόπαυσης με την παχυσαρκία
Η ηλικία δεν είναι η μόνη αιτία. «Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι τα χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης αρκετά συχνά οφείλονται σε άλλες συνυπάρχουσες νοσηρές καταστάσεις και όχι στην ηλικία αυτή καθαυτή», τονίζει η κ. Αλεβιζάκη. «Πολύ συχνή διαταραχή, στην οποία μπορεί να οφείλεται η χαμηλή τεστοστερόνη και ο υπογοναδισμός όψιμης έναρξης είναι η παχυσαρκία. Βρέθηκε ότι στην ομάδα ανδρών με Δείκτη Μάζας Σώματος μικρότερο του 25 (φυσιολογικό) η επίπτωση του υπογοναδισμού είναι 0,4%, στην υπέρβαρη ομάδα με Δείκτη Μάζας Σώματος 25-30 είναι 1,6% και στην ομάδα με παχυσαρκία (ΔΜΣ μεγαλύτερος του 30) η επίπτωση του υπογοναδισμού είναι 5,2%.
Είναι δύσκολο να καθοριστεί το ακριβές ποσοστό που οφείλεται στην ηλικία ή στις συμπαρομαρτούσες άλλες νοσηρές καταστάσεις, που μπορεί να συνοδεύουν τη μεγάλη ηλικία. Γεγονός παραμένει ότι όσοι εμφανίζουν υπογοναδισμό σε νεώτερη ηλικία είναι σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό παχύσαρκοι σε σχέση με αυτούς που εμφανίζουν υπογοναδισμό σε μεγαλύτερη ηλικία».
Εχει ερευνηθεί, επίσης η σχέση ανδρογόνων και κοιλιακού πάχους. «Φαίνεται ότι τα χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης συνοδεύονται από συσσώρευση ενδοκοιλιακού λίπους σε μια περίοδο επτάμισι ετών, όπως έδειξε η μελέτη του Derby Ca (στο Clinical Εndocrinology). Το ίδιο απέδειξε και η μελέτη Μale Αgring Study (στο Ιnternational Journal of Οbesity)», λέει ο κ. Αντωνίου. «Η χορήγηση τεστοστερόνης μειώνει τη συσσώρευση λίπους στους μεσήλικους και ηλικιωμένους άνδρες. Αν η μείωση της παχυσαρκίας, ως αποτέλεσμα χορήγησης ανδρογόνων, προφυλάσσει από την ανάπτυξη καρδιαγγειακής νόσου, μένει να αποδειχθεί»
Τα επίπεδα της τεστοστερόνης μειώνουν και πολλά φάρμακα, το στρες, τυχόν τραυματισμοί ή χειρουργικές επεμβάσεις. Επιπλέον, παθολογικές καταστάσεις και νόσοι που εμφανίζονται στη μέση ηλικία όπως είναι η στεφανιαία, ο σακχαρώδης διαβήτης, το μεταβολικό σύνδρομο, ο καρκίνος του προστάτη, η νόσος Αλτσχάιμερ, η κατάθλιψη κ.ά., φαίνεται να έχουν αμφίδρομη σχέση με τα χαμηλά επίπεδα ανδρογόνων στον οργανισμό. «Δυστυχώς, με τα σημερινά δεδομένα, η εξωγενής ανδρογονική θεραπεία δεν έχει ευεργετικό αποτέλεσμα σε αυτές τις παθολογικές καταστάσεις ούτε η διόρθωση αυτών των καταστάσεων βελτιώνει τα επίπεδα των ανδρογόνων ορμονών», σχολιάζει ο κ. Αντωνίου.
Πότε συνιστάται η χορήγηση τεστοστερόνης
«Οταν η διάγνωση είναι βέβαιη, τότε μπορεί να χορηγείται αγωγή με τεστοστερόνη, η οποία επαναφέρει τα επίπεδα της ορμόνης στο αίμα στα φυσιολογικά επίπεδα και μπορεί να θεραπεύσει τα συμπτώματα σε ορισμένους άδρες», συνιστά η κ. Αλεβιζάκη. «Υπάρχουν αρκετά σκευάσματα τεστοστερόνης, είτε ενέσιμα είτε διαδερμικά, τα οποία είναι πλήρως αποτελεσματικά. Επειδή αρκετά συχνά τα συμπτώματα οφείλονται σε συνυπάρχουσα νοσηρότητα όπως π.χ. η παχυσαρκία, είναι πιο λογικό η πρώτη θεραπευτική προσέγγιση να γίνει προς την κατεύθυνση της γενικής υγείας και σε περίπτωση αποτυχίας, να χορηγείται δοκιμαστικά αγωγή με τεστοστερόνη».
Η θεραπεία με τεστοστερόνη δεν είναι πανάκεια ούτε άμοιρη κινδύνων. «Κανένας έως σήμερα δεν μπορεί να δώσει ισχυρές αποδείξεις για την ευρεία χρησιμοποίηση της θεραπείας με τεστοστερόνη (ΤRΤ), γιατί δεν έχουν γίνει μελέτες μεγάλης κλίμακας για την ασφάλεια και τη δραστικότητά της στους άνδρες προχωρημένης ηλικίας», λέει ο κ. Αντωνίου. «Περιμένουμε νεώτερα δεδομένα από τη Διεθνή Εταιρεία Ανδρολογίας, την Ευρωπαϊκή Ουρολογική Εταιρεία και την Αμερικανική Εταιρεία Κλινικών Ενδοκρινολόγων».
Οι ανεπιθύμητες παρενέργειες από τη χρήση της τεστοστερόνης είναι- σύμφωνα με την κ. Αλεβιζάκη – το σύνδρομο της άπνοιας του ύπνου, η αυξημένη αιμοσφαιρίνη και, σε υψηλές δόσεις, η ακμή. Επίσης, η χορήγηση της τεστοστερόνης μπορεί να έχει ανεπιθύμητη επίδραση στο λιπιδαιμικό προφίλ.
Δεν πρέπει να παίρνουν τεστοστερόνη όσοι έχουν:
– Καρκίνο του μαστού και του προστάτη.
– Οποιαδήποτε σκληρή διόγκωση του προστάτη.
– Αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του προστάτη από κληρονομικούς ή φυλετικούς λόγους.
– Αυξημένα επίπεδα του δείκτη ΡSΑ (prostate specific antigen)
– Σύνδρομο της άπνοιας του ύπνου.
– Αυξημένα ερυθρά αιμοσφαίρια.
– Σοβαρή δυσκολία στην ούρηση από διόγκωση του προστάτη.
– Καρδιακή ανεπάρκεια σοβαρού βαθμού.
«Πρέπει να γίνεται προσεκτική επιλογή των ασθενών, με βάση το ιστορικό, την ένταση των συμπτωμάτων και τις εξετάσεις (εφόσον τα επίπεδα τεστοστερόνης είναι μικρότερα των 250 ή 200 ng/dl και σε ασθενείς χαμηλού κινδύνου για προστατικό καρκίνο)», συμβουλεύει ο κ. Αντωνίου. «Πρέπει να ακολουθεί συζήτηση με τον ασθενή για τα πιθανά οφέλη και τους πιθανούς κινδύνους».
Η κ. Αλεβιζάκη υπογραμμίζει: «Ο ασθενής πρέπει να γνωρίζει ότι η θεραπεία χορηγείται για διόρθωση της ορμονικής ανεπάρκειας και δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι τα συμπτώματα θα εξαλειφθούν. Οταν η παρακολούθηση είναι τακτική, δεν υπάρχει κίνδυνος από αυτήν, αλλά δεν υπάρχει και μελέτη που αποδεικνύει ότι τα συμπτώματα θα υποχωρήσουν, γιατί είναι πιθανό αυτά να μην οφείλονται στην έλλειψη τεστοστερόνης».