Το 1965, σ’ ένα νοσοκομείο του Γουίνιπεγκ, στον Καναδά, η νεαρή Τζάνετ Ρέιμερ φέρνει στον κόσμο τα δίδυμα αγόρια της, τον Μπρους και τον Μπράιαν. Οκτώ μήνες αργότερα, εξαιτίας ενός ιατρικού λάθους, το πέος του Μπρους καταστρέφεται – και έτσι αρχίζει ο Γολγοθάς του ανθρώπου που έμελλε να μείνει στην ιστορία της Ιατρικής ως «το αγόρι που μεγάλωσε σαν κορίτσι». Όταν τα δίδυμα έγιναν 6 μηνών παρουσίασαν δυσκολίες στην ούρηση, που απεδείχθη ότι οφείλονταν σε φίμωση του πέους. Η μόνη λύση ήταν να χειρουργηθούν, αλλά ο ουρολόγος που τα ανέλαβε, αντί να ακολουθήσει κάποια συμβατική για την εποχή μέθοδο, τα υπέβαλλε σε καυτηριασμό.
Ο καυτηριασμός πετυχαίνει στον μικρούλη Μπράιαν, αλλά στον Μπρους ήταν καταστροφικός: προκαλούνται βαθιά εγκαύματα σε όλο το πέος του και ο γιατρός ανακοινώνει στους τρομοκρατημένους γονείς ότι η κατάσταση είναι αδύνατον να επιδιορθωθεί χειρουργικά. Τους μήνες που ακολουθούν, το νεαρό ζευγάρι των αγροτών από τον Καναδά τρέχουν από γιατρό σε γιατρό για να δουν αν μπορεί κάτι να γίνει με το παιδί τους. Κανένας δεν τους δίνει ελπίδες: ο Μπρους θα πρέπει να περάσει την υπόλοιπη ζωή του με το ελάχιστο που έχει απομείνει από το πέος του.
Ένα βράδυ, οι Ρέιμερ βλέπουν στην τηλεόραση την παρουσίαση ενός αμερικανού γιατρού, ο οποίος υποστηρίζει ότι μπορεί να «επαναπροσδιοριστεί» το φύλο. Ο γιατρός λέγεται δρ Τζον Μόνεϊ, είναι καθηγητής Παιδιατρικής & Ιατρικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς στη Βαλτιμόρη, πρωτοπόρος στην αντιμετώπιση του ερμαφροδιτισμού και θιασώτης της άποψης ότι τα αγόρια μπορούν να «γίνουν» κορίτσια, εάν γίνουν νωρίς οι απαιτούμενες παρεμβάσεις.
Το πείραμα
Οι Ρέιμερ νιώθουν ελπίδα και φεύγουν από τον Καναδά για να τον επισκεφθούν στις ΗΠΑ. Ο δρ Μόνεϊ αποφασίζει ότι ο Μπρους Ρέιμερ αποτελεί τον ιδανικό υποψήφιο για να αποδείξει την αλήθεια της θεωρίας του, αφού έχει έναν πανομοιότυπο δίδυμο αδελφό με τον οποίο μπορούν να γίνονται όλες οι συγκρίσεις. Εξηγεί στους Ρέιμερ ότι η μετατροπή του Μπρους σε κορίτσι αποτελεί την μοναδική του ευκαιρία για να έχει ετεροφυλόφιλες σχέσεις όταν μεγαλώσει και τους πείθει να επιστρέψουν σπίτι τους και να αναθρέψουν τον Μπρους ως κορίτσι, δίχως ποτέ να του πουν ότι είχε γεννηθεί αγόρι. Εκείνοι αλλάζουν το όνομά του σε «Μπρέντα» και για τα επόμενα 10 χρόνια ακολουθούν κατά γράμμα τις συστάσεις του δρος Μόνεϊ – μεταξύ αυτών, να τον επισκέπτονται μία φορά τον χρόνο με τα παιδιά τους, για να καταγράφει την εξέλιξή τους.
Όταν η «Μπρέντα» γίνεται 21 μηνών, υποβάλλεται σε χειρουργική εκτομή των όρχεων, ενώ σταδιακά της χορηγούνται οιστρογόνα για να αποκτήσει γυναικεία χαρακτηριστικά. Ό,τι έχει απομείνει από το πέος της, αφήνεται ανέπαφο, για να μην επηρεαστεί η ουροποιητική λειτουργία της. Ο στόχος είναι όταν η «Μπρέντα» μπει στην εφηβεία, να χειρουργηθεί για να αποκτήσει λειτουργικό τεχνητό κόλπο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο δρ Μόνεϊ δημοσιεύει σε ιατρικές επιθεωρήσεις άρθρα για την επιτυχία της «υπόθεσης Τζον/Τζόαν», όπως αποκαλεί το πείραμά του. Σύμφωνα με όσα γράφει, τα δίδυμα είναι ευτυχισμένα: ο Μπράιαν μεγαλώνει ως σκληρό και ζωηρό αγόρι, και η «Μπρέντα» ως ένα ευτυχισμένο μικρό κορίτσι. Μετά την επιτυχία της μεθόδου, αρχίζει η εφαρμογή της σε χιλιάδες αγόρια που γεννιούνται με μη αναστρέψιμες παραμορφώσεις των γεννητικών οργάνων, αλλά και σε περιπτώσεις ερμαφροδιτισμού.
Δύσκολα χρόνια
Σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, αποκαλύπτεται μια εντελώς διαφορετική εκδοχή της ιστορίας, όταν ο δρ Μίλτον Ντάιαμοντ, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Χαβάη και μακροχρόνιος πολέμιος του δρος Μόνεϊ, συναντιέται με το πρόσωπο πίσω από την υπόθεση «Τζον/Τζόαν». Ο δρ Ντάιαμοντ πάντοτε είχε την περιέργεια να μάθει τι απέγινε ο «Τζον/Τζόαν» για τον οποίο μυστηριωδώς ο δρ Μόνεϊ είχε πάψει να κάνει δημοσιεύσεις στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Τα αποτελέσματα της συνάντησης αυτής δημοσιεύθηκαν τον Μάρτιο του 1997 στην επιθεώρηση «Archives of Pediatrics and Adolescent Medicine» – και έγιναν πρωτοσέλιδο σε όλο τον πλανήτη.
Η «Μπρέντα» πέρασε τραγικά παιδικά χρόνια. Από τα 2 της χρόνια έσκιζε τα φουστανάκια της, αρνιόταν να παίξει με κούκλες και χτυπούσε τον αδελφό της για να του πάρει τα αυτοκινητάκια και τα όπλα του. Στο σχολείο ήταν ο περίγελος, επειδή ήταν πολύ ανδροπρεπής για κορίτσι, και συνεχώς παραπονιόταν στους γονείς και στους δασκάλους της ότι αισθάνεται αγόρι – για να ακούει διαρκώς την στερεότυπη απάντηση «μια φάση είναι, θα περάσει».
Όταν η «Μπρέντα» ήταν πια 9 ετών, οι γονείς της είχαν σοβαρές αμφιβολίες για το τι ακριβώς έκαναν και μέχρι να μπει στην εφηβεία – όπου δεν υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία για την αποτυχία του πειράματος – το μαρτύριό της τους είχε καταβάλλει όλους. Η μητέρα της, πνιγμένη από τις ενοχές, έπαθε μείζονα κατάθλιψη και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, ο πατέρας της έγινε αλκοολικός και ο παραμελημένος αδελφός της αντιμετώπιζε προβλήματα συμπεριφοράς που αργότερα τον οδήγησαν στα ναρκωτικά, σε παραβατική συμπεριφορά και τελικά σε σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές. Στα 13 της χρόνια, η «Μπρέντα» επαναστάτησε στην επιμονή του δρος Μόνεϊ να χειρουργηθεί για να αποκτήσει τεχνητό κόλπο και δήλωσε στους γονείς της ότι θα αυτοκτονήσει, εάν την πιέσουν να τον ξαναεπισκεφτεί.
Η «αποκατάσταση»
Λίγο καιρό αργότερα, ένας τοπικός ψυχίατρος έπεισε τους γονείς της να της πουν την αλήθεια – και η «Μπρέντα» απελευθερώθηκε. «Ξαφνικά όλα απέκτησαν νόημα, ήξερα γιατί ένιωθα όπως ένιωθα, δεν ήμουν φρικιό, δεν ήμουν τρελός. Ήμουν άντρας», δήλωνε χρόνια αργότερα, όταν πια μιλούσε επωνύμως για όσα πέρασε.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες από την αποκάλυψη, η «Μπρέντα» αποφάσισε να μπει σε μια πολυετή μάχη για να ανακτήσει την χαμένη της ταυτότητα. Άλλαξε το όνομά της σε Ντέιβιντ, υποβλήθηκε σε διπλή μαστεκτομή για να απαλλαγεί από το στήθος που της είχε δημιουργήσει η ορμονοθεραπεία, και έκανε πολλαπλές εγχειρήσεις, με τοποθέτηση μοσχευμάτων και προθέσεων, για να αποκτήσει τεχνητό πέος και όρχεις. Έκανε επίσης ενέσεις τεστοστερόνης για να αποκαταστήσει τα ανδρικά χαρακτηριστικά του.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ντέιβιντ παρέμενε καταθλιπτικός, τόσο εξαιτίας των τραυμάτων της παιδικής του ηλικίας, όσο και εξαιτίας της προοπτικής – όπως πίστευε – να μην μπορέσει ποτέ να παντρευτεί και να έχει δική του οικογένεια. Μέχρι να φτάσει στα 25 του χρόνια, είχε ήδη κάνει τρεις απόπειρες αυτοκτονίας.
Λίγο πριν το τέλος
Ο Ντέιβιντ τελικά παντρεύτηκε μια νεαρή μητέρα τριών παιδιών, την Τζέιν, και ένιωθε χαρούμενος για την θετή του οικογένεια. Όμως η καταθλιπτική διάθεσή του επέμενε, τις νύχτες βασανιζόταν από εφιάλτες και οι ψυχικές διακυμάνσεις του ήταν μαρτύριο για τη γυναίκα του.
Τον δρα Ντάιαμοντ τον γνώρισε όταν ήταν σχεδόν 30 ετών και εκείνος του αποκάλυψε πως όσα του είχαν συμβεί, είχαν γίνει η βάση πάνω στην οποία άλλαζε το φύλο χιλιάδων παιδιών. Ο Ντέιβιντ έγινε έξαλλος και συμφώνησε να δημοσιοποιηθεί η ιστορία του – σε πρώτη φάση χωρίς να δημοσιευτεί το όνομά του.
Την περίοδο 1998-1999 αφηγήθηκε την ιστορία του στον αμερικανό συγγραφέα Τζον Κολαπίντο, ο οποίος δημοσίευσε ένα άρθρο στο περιοδικό Rolling Stone και έγραψε για εκείνον το βιβλίο «As Nature Made Him: The Boy Who Was Raised as a Girl». Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2000 και για μία ακόμα φορά ξέσπασε σάλος.
Την ίδια περίπου εποχή δημοσιεύθηκαν δύο μελέτες του Κέντρου Παίδων του Τζονς Χόπκινς που έδειξαν ότι η έκθεση σε ανδρικές ορμόνες πριν από την γέννηση είναι αυτή που μετατρέπει τα υγιή άρρενα βρέφη σε αγόρια. Οι μελέτες αυτές έθεσαν υπό σοβαρή αμφισβήτηση την έως τότε ισχύουσα πρακτική του επαναπροσδιορισμού του φύλου σε μερικά μωρά.
Όταν το 2002 αυτοκτόνησε ο δίδυμος αδελφός του, ο Μπράιαν, ο Ντέιβιντ βυθίστηκε ακόμα περισσότερο στην κατάθλιψη – και όταν στις 2 Μαΐου 2004 η σύζυγός του, η Τζέιν, του ζήτησε να μείνουν για λίγο χώρια, κατέρρευσε. Τρεις μέρες αργότερα, πήρε μια καραμπίνα από το σπίτι του, έκοψε την κάνη, πήγε στο πάρκινγκ ενός παρακείμενου σούπερ μάρκετ, σήκωσε το όπλο και έδωσε τέλος στο μαρτύριό του. Ήταν 39 ετών…
Πηγή: Τα ΝΕΑ