Τα μισά από τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα θα φτάσουν τα 100 χρόνια

Τα μωρά του 2011 θα μεγαλώσουν χωρίς αδέλφια, θα πάρουν πτυχίο, θα ζοριστούν μέχρι να βρουν δουλειά, θα μείνουν με τους γονείς τους μέχρι τα 32, θα πάρουν σύνταξη εκεί στα 70 χρόνια και τα μισά από αυτά θα γιορτάσουν τα 100 τους χρόνια. Αυτές είναι οι προβλέψεις των ειδικών για το μέλλον των μωρών του 21ου αιώνα.  «Από πλευράς προσδόκιμου επιβίωσης και υγείας τα πράγματα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά», λέει ο κ. Δημήτρης Τριχόπουλος, καθηγητής Επιδημιολογίας & Πρόληψης του Καρκίνου στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ και Καρολίνσκα, στη Σουηδία. «Οι εκτιμήσεις είναι πως τα μισά από τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα θα φτάσουν τα 100 τους χρόνια».

Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) και ο ΟΗΕ στις προβλέψεις τους για τον πληθυσμό της χώρας την περίοδο 2007-2050 εκτιμούν πως το μέσο προσδόκιμο επιβίωσης των Ελλήνων θα αυξηθεί από τα 77,1 χρόνια το 2010 στα 81,8 χρόνια το 2050.

Αντίστοιχα στις Ελληνίδες, από τα 81,3 χρόνια το 2010, το μέσο προσδόκιμο ζωής θα είναι 86,6 το 2050.

Στην πραγματικότητα, «υπολογίζεται σε διεθνές επίπεδο ότι το προσδόκιμο ζωής θα αυξάνεται κατά 3 μήνες τον χρόνο ή κατά 2,5 χρόνια ανά δεκαετία», λέει ο κ. Σάββας Ρομπόλης, καθηγητής Οικονομικών & Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.

Πως γίνεται, όμως, να ισχύει αυτό για έναν λαό, ο οποίος μαστίζεται από παχυσαρκία και καθιστική ζωή που «κόβουν» χρόνια από τη ζωή;

Τα νεώτερα στοιχεία της Διεθνούς Εταιρείας για τη Μελέτη της Παχυσαρκίας (IASO) και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) δείχνουν ότι το 67,1% των ανδρών και το 48,1% των γυναικών στην χώρα μας είναι υπέρβαροι και παχύσαρκοι. Επιπλέον, το 82% ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα «ποτέ» ή «σπανίως» ασχολούνται με την οποιαδήποτε φυσική δραστηριότητα, σύμφωνα με το πιο πρόσφατο Ευρωβαρόμετρο.

«Τα προβλήματα αυτά είναι υπαρκτά, αλλά ακόμα κι έτσι μειώνεται σταδιακά – αν και όχι τόσο γρήγορα όσο στα άλλα κράτη – η θνησιμότητα από στεφανιαία νόσο, χάρη στην καλύτερη ρύθμιση της πίεσης και της χοληστερίνης, αλλά και στις καλύτερες θεραπείες», απαντά ο κ. Τριχόπουλος.

«Το ίδιο συμβαίνει και με καρκίνους που δεν σχετίζονται με την παχυσαρκία ή την καθιστική ζωή αλλά κυρίως με το οικονομικό επίπεδο – όπως ο καρκίνος του στομάχου και του τραχήλου της μήτρας. Ελπίζουμε ότι το ίδιο θα συμβεί στο απώτερο μέλλον με τον καρκίνο του πνεύμονα και άλλων οργάνων που σχετίζονται με το τσιγάρο».

Το οικογενειακό μοντέλο

Πως θα ζήσουν, όμως, αυτά τα παιδιά; Το κοινωνικό σκηνικό, σύμφωνα με τους ειδικούς, θα είναι διαφορετικό για τα παιδιά που γεννήθηκαν από το 2000 και μετά.

Βάσει μελετών αλλά και εκτιμήσεων, αυτό που φαίνεται πως αλλάζει είναι το πρότυπο της οικογένειας. Όπως τονίζει ο κ Διονύσης Μπαλούρδος, διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και αναπληρωτής διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής Πολιτικής στο ΕΚΚΕ, οι οικογένειες με ένα παιδί, οι μονογονεϊκές οικογένειες αλλά και τα παιδιά εκτός γάμου θα είναι συχνό φαινόμενο σε μερικές δεκαετίες.

Η τάση αυτή ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται. Σύμφωνα λ.χ. με την απογραφή του 2001, το 47% των ελληνικών οικογενειών έχουν ένα παιδί. Επιπλέον, τα ποσοστά των μονογονεϊκών οικογενειών σταδιακά αυξάνονται και «τις επόμενες δεκαετίες αυτό το μοντέλο οικογένειας θα γίνει ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Ελλάδα, στα πρότυπα των άλλων ευρωπαϊκών κρατών», κατά τον κ. Μπαλούρδο.

Αύξηση εκτιμάται ότι θα παρατηρηθεί και στις γεννήσεις παιδιών εκτός γάμου, οι οποίες από 4.196 το 2000 έφτασαν τις 7.749 το 2009.

Στο σπίτι με τη μαμά

Τα παιδιά του μέλλοντος φαίνεται επίσης πως θα μείνουν για αρκετά χρόνια στο πατρικό τους σπίτι. «Αν και είναι δύσκολο να κάνουμε προβλέψεις, ιδίως όταν υπάρχουν πολλές μεταβλητές που μπορούν να επηρεάσουν μία τέτοια εκτίμηση, διαφαίνεται η τάση πως τα παιδιά θα δυσκολεύονται να πάρουν την απόφαση για ανεξαρτητοποίηση», λέει η δρ Μαρία Ιακώβου, υπεύθυνη στο Ινστιτούτο Κοινωνικών και Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Essex του Λονδίνου.

Έτσι, το 1995 οι νέες έφευγαν από το σπίτι στα 25 τους χρόνια, ενώ το 2005 μετά τα 27. Όσο για τους νέους, στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 αποφάσιζαν να μείνουν μόνοι στα 28 τους, ενώ πλέον κάνουν μία τέτοια κίνηση στα 32.

«Η τάση δείχνει πως οι νέοι θα εγκαταλείπουν την οικογενειακή εστία όλο και μεγαλύτεροι σε ηλικία. Υπολογίζεται πως θα έχουν τη φροντίδα και τη στήριξη των γονιών μέχρι τα 32-33 τους χρόνια», προσθέτει η κυρία Ιακώβου.

Τρεις είναι οι κυριότεροι λόγοι που θα οδηγήσουν σε αυτή την αλλαγή. «Ο πρώτος είναι ότι ολοένα περισσότεροι νέοι παίρνουν πτυχία και κάνουν μεταπτυχιακά», εξηγεί. «Ο δεύτερος είναι οι δυσκολίες στην ένταξή τους στην αγορά εργασίας. Και ο τρίτος, ότι επιλέγουν να κάνουν οικογένεια σε ολοένα μεγαλύτερη ηλικία».

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι μια άλλη αλλαγή για τα παιδιά του μέλλοντος, θα είναι η ηλικία της μητέρας τους. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΕΛ.ΣΤΑΤ. ήδη τις τελευταίες δεκαετίες ολοένα λιγότερες γυναίκες γίνονται μητέρες μεταξύ 20 και 29 ετών, καθώς επιλέγουν να αποκτήσουν παιδί μεταξύ 30 και 39 ετών.

Στην τέταρτη ηλικία

Όταν τα παιδιά του μέλλοντος μεγαλώσουν, πιάσουν δουλειά και φτάσουν σε ηλικία συνταξιοδότησης, θα τα περιμένει μια ακόμα έκπληξη: η ηλικία αυτή θα έχει αυξηθεί σε σύγκριση με ό,τι ισχύει για τους γονείς τους.

«Ο γενικός κανόνας για τη συνταξιοδότηση ακολουθεί την αύξηση του προσδόκιμου ζωής», λέει ο καθηγητής Σάββας Ρομπόλης. «Το 2020 έχει ήδη ψηφιστεί να είναι τα 67 χρόνια το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στην Ελλάδα αλλά και σε άλλα κράτη, όπως η Γερμανία. Λογικά, το 2030 θα αυξηθεί στα 70 χρόνια και εκεί θα παραμείνει. Είναι δύσκολο να φτάσει η Ευρώπη στα όρια λ.χ. της Κορέας όπου η ηλικία συνταξιοδότησης είναι ήδη τα 72 χρόνια. Και αυτό, διότι θα είναι πολύ δύσκολο να κρατάς τους ηλικιωμένους στην εργασία, αφήνοντας τους νέους στην ανεργία».

Το κριτήριο για την θέσπιση του ορίου συνταξιοδότησης δεν είναι μόνο η ηλικία, αλλά κυρίως η φυσιολογική ικανότητα του εργαζόμενου για συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία, κατά τον κ. Ρομπόλη. «Δεν μπορεί να παραμένει εργαζόμενος ένας ηλικιωμένος και να μειώνεται η παραγωγικότητα της επιχείρησης και γενικότερα της οικονομίας», λέει.

«Η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης πρέπει να συνοδεύεται και από βελτίωση στην ποιότητα της υγείας, ούτως ώστε ο εργαζόμενος να παραμένει παραγωγικός. Αυτό προϋποθέτει να υπάρχει επίσης αρμονία στο εργασιακό, κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον, αλλά και οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας με τρόπο που θα προσθέτουν στην βελτίωση της υγείας».

Το ερώτημα είναι αν μετά τα 70 αντέχει ένας άνθρωπος να εργαστεί. «Δεν μπορεί να είναι κανείς οικοδόμος ή να πηγαίνει στα ορυχεία στα 65 ή στα 70 του», απαντά ο κ. Τριχόπουλος. «Λίγο δεν θα ακούει ή δεν θα βλέπει καλά, σίγουρα δεν θα έχει τα αντανακλαστικά, τη δύναμη και τις αντοχές της νιότης. Αν όμως κάνει κάποιος εργασία γραφείου και το μυαλό του είναι υγιές, κάλλιστα μπορεί να δουλέψει και μέχρι τα 80 του. Αρκεί, όμως, να τον ευχαριστεί και όχι να τον ταλαιπωρεί».

Το αν το μυαλό μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δουλειάς σε μεγάλη ηλικία είναι μεγάλο θέμα. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, τα κρούσματα άνοιας παγκοσμίως αυξάνονται διαρκώς. Από Άλτσχαϊμερ, λ.χ., πάσχουν σήμερα 18 εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ οι εκτιμήσεις του ΠΟΥ είναι πως μέχρι το 2025 θα έχουν σχεδόν διπλασιαστεί, φτάνοντας τα 34 εκατομμύρια.  Στην πραγματικότητα, τα μωρά του 2011 θα έχουν σχεδόν μία στις πέντε πιθανότητες να πάσχουν από άνοια όταν υπερβούν τα 85 τους χρόνια.

Δείτε επίσης