H ελάττωση των ορμονών μετά την ηλικία των 50-55 δεν αφορά μόνο τις γυναίκες που μπαίνουν στην κλιμακτήριο, αλλά και τους άντρες. Μπορεί η ανδρόπαυση να μη σημαίνει το τέλος της αντρικής γονιμότητας, όπως η εμμηνόπαυση για τις γυναίκες, προκαλεί όμως οργανική και ψυχολογική αναστάτωση. Σύμφωνα με τον αναπληρωτή καθηγητή Ενδοκρινολογίας κ. Δ. Παπαχρήστου, «Τα βασικά συμπτώματα της ανδρόπαυσης είναι η κόπωση καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και κυρίως μετά την πρωινή αφύπνιση, η έλλειμμα συγκέντρωσης αλλά και προβλήματα στη σεξουαλική λειτουργία. Η ανδρόπαυση μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές και στο καρδιαγγειακό σύστημα, μείωση της οστικής μάζας, έντονη χαλάρωση του δέρματος και κατάθλιψη».
Εκεί κοντά στα πενήντα αρχίζει να μειώνεται η παραγωγή των αντρικών ορμονών (ανδρογόνα) στον οργανισμό, και κυρίως της τεστοστερόνης. Η τεστοστερόνη, γνωστή και ως «ορμόνη του σεξ», είναι υπεύθυνη για τη διατήρηση των αντρικών χαρακτηριστικών (τριχοφυΐα, μπάσα φωνή κ.λπ.) και για την παραγωγή σπερματοζωαρίων. Όπως επισημαίνει η καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας στην Ιατρική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών κ. Μαρία Αλεβιζάκη: «Σε αντίθεση με τις γυναίκες, στις οποίες τα αποθέματα των ορμονών εξαντλούνται, στους άντρες τα επίπεδα των ορμονών απλώς μειώνονται, όχι όμως με τον ίδιο ρυθμό και στον ίδιο βαθμό σε όλους τους άντρες. Η μείωση αυτή έχει πολλαπλές επιπτώσεις, ιδιαίτερα μετά τα 60, όταν συνδυάζεται με την ανάλογη μείωση της αυξητικής ορμόνης (ορμόνη η οποία στις νεαρές ηλικίες είναι καθοριστική για την ανάπτυξη, ενώ στις μεγαλύτερες παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό, τη ?σύσταση? του σώματος και το ανοσοποιητικό σύστημα). Έτσι, με τη μείωση της ορμόνης αυτής αλλά και της τεστοστερόνης αρχίζουν να εμφανίζονται μεταβολές, τόσο στο σώμα και τις ικανότητες του άντρα όσο και στην ψυχική σφαίρα. Παράλληλα, εμφανίζεται και απώλεια της ερωτικής διάθεσης, αυτό που λέμε λίμπιντο».
Για τις σεξουαλικές δυσκολίες φταίει πάντα η ανδρόπαυση;
Οι μελέτες δείχνουν ότι, ενώ η συχνότητα της στυτικής δυσλειτουργίας είναι περίπου 8-10% στις μικρές ηλικίες, μπορεί να φτάσει και στο 40-50% στην ηλικία των 50 ετών και στο 70% με την πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, οι σεξουαλικές δυσκολίες (στυτική δυσλειτουργία) που παρατηρούνται μετά τα 50 ή τα 60 δεν συνδέονται πάντα με την ανδρόπαυση. «Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι τα χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης αρκετά συχνά οφείλονται σε άλλες συνυπάρχουσες νοσηρές καταστάσεις και όχι στην ηλικία αυτή καθαυτή», τονίζει η κ. Αλεβιζάκη. «Μπορεί δηλαδή να ευθύνεται κάποια πάθηση, όπως ο διαβήτης, η ηπατική νόσος, η νεφρική ανεπάρκεια ή και η παχυσαρκία. Σε ορισμένες περιπτώσεις η μείωση της τεστοστερόνης οφείλεται και στη λήψη συγκεκριμένων φαρμάκων, όπως είναι τα αντιβιοτικά, τα ηρεμιστικά, η κορτιζόλη, τα αντιμυκητιασικά κ.ά.».
Ο γιατρός θα σας συστήσει τις απαραίτητες εργαστηριακές εξετάσεις, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν για το πρόβλημα στύσης που τυχόν αντιμετωπίζετε «φταίει» η αντρική κλιμακτήριος ή συντρέχουν άλλοι λόγοι. Και βέβαια, αν συσταθεί φαρμακευτική αντιμετώπιση (π.χ. θεραπεία με σκευάσματα τεστοστερόνης), θα πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένο παθολόγο ή ενδοκρινολόγο και να εφαρμόζεται με ιδιαίτερη σύνεση. Συγκεκριμένα, η παρακολούθηση των αντρών που παίρνουν τεστοστερόνη πρέπει να γίνεται προσεκτικά, με μέτρηση αιματοκρίτη, δακτυλική εξέταση προστάτη και μέτρηση ΡSΑ ανά τρίμηνο. Η θεραπεία πρέπει να σταματά εάν ο αιματοκρίτης περάσει το 54 ή ο προστάτης παρουσιάσει σκλήρυνση ή υπάρξει απότομη άνοδος του ΡSΑ.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Παν/μίου Ταφτς στη Βοστόνη, μια χούφτα αμύγδαλα την ημέρα ενισχύουν την αντρική γονιμότητα μετά τα 50 και, επίσης, προστατεύουν τους άντρες από στεφανιαία νόσο, καρκίνο του προστάτη και της ουροδόχου κύστης.
Τι να κάνετε:
1. Ασκηθείτε: Θα ωφελήσετε ιδιαίτερα το μυϊκό και το καρδιαγγειακό σας σύστημα και, επιπλέον, θα βελτιώσετε την ψυχική σας διάθεση.
2. Κόψτε ποτό και τσιγάρο: Και τα δυο, εκτός του ότι βλάπτουν σοβαρά την υγεία, παρεμποδίζουν την εναπόθεση του ασβεστίου στα οστά και επηρεάζουν άμεσα την αντρική σεξουαλικότητα και γονιμότητα.
3. Εντάξτε στο διαιτολόγιό σας τις κατάλληλες τροφές: Αυτές, δηλαδή, που είναι πλούσιες σε βιταμίνες D, Ε C και ω-3 λιπαρά οξέα (ελαιόλαδο, ψάρια, φρούτα, λαχανικά, ξηρούς καρπούς).