Θεσσαλία, Μετέωρα και Χάσια, με την ματιά του Γερμανού γεωλόγου Άλφρεντ Φίλιπσον

Ενδιαφέροντες πτυχές για περιοχές της χώρας που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος λίγο μετά το 1881, “ξεδιπλώνει” με το έργο του ο Γερμανός γεωλόγος, Άλφρεντ Φίλιπσον (Alfred Philippson), ο οποίος γεννήθηκε στη Βόννη το 1864 και πέθανε το 1953, σε ηλικία 89 ετών. Εβραϊκής καταγωγής και γιος ραβίνου, υπέστη το ρατσισμό και την απομόνωση από τους ναζί. Ωστόσο, το έργο και η προσφορά του στην επιστήμη της γεωγραφίας συνέβαλαν στο να τύχει αυτός και η οικογένεια του σχετικού σεβασμού στο γκέτο της Theresienstadt, στην Κολωνία.

Σπούδασε στη Βόννη και τη Λειψία Γεωγραφία, Γεωλογία, Μεταλλειολογία και Εθνική Οικονομία και συνέχισε με Παλαιοντολογία στο Μόναχο. Από το 1887 ξεκίνησε τα επιστημονικά του ταξίδια στην Ελλάδα, με πρώτο πεδίο έρευνας το έδαφος της Πελοποννήσου και την τυχόν σύνδεσή του με τα εδάφη της βόρειας Αφρικής και της δυτικής Μικράς Ασίας. Στο πλαίσιο αυτών των δραστηριοτήτων, ο Φίλιπσον ταξίδεψε στη Θεσσαλία και σε τμήμα της Ηπείρου, το 1893, λίγα χρόνια μετά την ενσωμάτωση των περιοχών στο ελληνικό κράτος (1881). Τα αποτελέσματα της έρευνάς του δημοσιεύτηκαν το 1897, στο έργο “206 Alfred Philippson, Thessalien unci Epirus. Reisen unci Forschungen im Nordlichen Griechenland” (Βερολίνο 1897).

Σε εργασία που την υπογράφουν οι επιστήμονες-ερευνητές, Διονυσία Νημά, φιλόλογος-αρχαιολόγος και Αριστείδης Σφέικος γεωλόγος, αναφορά γίνεται στο 4ο κεφάλαιο του έργου, με τίτλο “Τα βουνά των Τρικάλων. Τα Χάσια”.

Ακολουθώντας την πορεία του ταξιδιού από την Αθήνα προς την Ήπειρο, περιγράφει την Όθρυ, τα ανατολικά Άγραφα, τα Χάσια και τα Μετέωρα, το πέρασμα του Ζυγού, την περιοχή των Ιωαννίνων και της Άρτας, κατά μήκος της Πίνδου, φτάνοντας μέχρι την Αιτωλική Πίνδο (περιοχή Καρπενησίου). Κατά την άνοδό του προς βορρά, ο Φίλιπσον, από τη Λαμία ακολουθεί την ορεινή, ημιορεινή διαδρομή προς Ρεντίνα, κατόπιν διαμέσου Φουρνάς κατευθύνεται προς βορρά, περνώντας από τα χωριά των Αγράφων και κινούμενος στο ημιορεινό περιθώριο της Πίνδου με τη Θεσσαλία, διέρχεται από Βουνέσι (= Μορφοβούνι), Μεσινικόλα, Μουζάκι, καταλήγοντας στην Πόρτα (= Πύλη).

Σε όλη την έκταση της περιγραφής της περιήγησης στα Χάσια και τα Τρίκαλα δεν γίνεται αναφορά στο αν είχε μόνιμη συνοδεία σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ή όχι. Αντίθετα, η χρήση του ενικού δημιουργεί την εντύπωση του ενός ατόμου. Αυτό, συνδυαζόμενο με το γεγονός ότι οι προγονοί του μάλλον διέθεταν ελληνιστική παιδεία και ενδιαφέρον για την ελληνική γλώσσα, οδηγεί στην παραδοχή ότι ίσως να γνώριζε αρκετά στοιχεία της ελληνικής, που του επέτρεπαν να συνεννοείται με τον ντόπιο πληθυσμό.

Ο Φίλιπσον, στο ταξίδι αυτό, έχει ως σκοπό την εξερεύνηση της προέκτασης των οροσειρών της Πελοποννήσου προς βορρά και πώς αυτές αναπτύσσονται στον άξονα Ανατολής – Δύσης. Το γεγονός της πρόσφατης ενσωμάτωσης των περιοχών αυτών στο Ελληνικό κράτος διευκολύνει την εξερεύνηση τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραμονή του στην περιοχή των Τρικάλων παρατείνεται εξαιτίας απροσδόκητης ανοιξιάτικης κακοκαιρίας και καθυστέρησης των απαραίτητων εγγράφων για την άδεια διέλευσης σε τουρκικό έδαφος, όπως ήταν τα Γιάννενα.

“Εφόσον το παχύ στρώμα χιονιού, που κάλυπτε την Πίνδο έως τα χαμηλά, καθιστούσε το ταξίδι αυτής της οροσειράς προσωρινά αδύνατο, αποφάσισα να στραφώ προς την Ήπειρο, μέσω του περάσματος του Ζυγού. Τα απαραίτητα έγγραφα για ένα επιστημονικό ταξίδι σε τουρκική περιοχή δεν είχαν έρθει ακόμη στην κατοχή μου. Προσπάθησα μέσω τηλεγραφήματος να επιταχύνω την αποστολή τους, μέχρι όμως να έλθουν μού έμεναν μερικές ελεύθερες ημέρες, τις οποίες θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για την εξερεύνηση των βουνών βόρεια των Τρικάλων μέχρι την Ελληνοτουρκική μεθόριο”, αναφέρει ο Φίλιπσον. Έτσι η περιδιάβαση στα ορεινά των Χασίων γίνεται ευκαιριακά, τον Απρίλιο του 1893. Με αφετηρία τα Τρίκαλα ξεκινά την περιήγηση του στα χωριά, στις υπώρειες των Χασίων, όπου παρατηρεί και περιγράφει χαρακτηριστικά στοιχεία της κοινωνικής και επαγγελματικής δραστηριότητας, ενώ περιγράφει σύντομα την ύπαρξη καταυλισμού υλοτόμων “βουλγαρικής” καταγωγής, που παρασκευάζουν κάρβουνα στο ίδιο δρομολόγιο.

______________________________

Τρίκαλα-Βοϊδόβα (Βασιλική)-Καλαμπάκα

_________________________________

Το πρωινό της 22ας Απριλίου, ο Φίλιπσον ιππεύει από τα Τρίκαλα προς Καλαμπάκα μέσω Βοϊβόδας. Με την ίδια συστηματική -σημειώνουν οι δύο επιστήμονες- που τον διέκρινε μέχρι τότε, παρατηρεί και περιγράφει κάθε λεπτομέρεια γεωγραφίας, τοπογραφίας και γεωλογικών στοιχείων που συναντά στο δρόμο του.

Είναι εντυπωσιακή η επιλογή φράσεων και λέξεων για τη μορφολογική – γεωγραφική περιγραφή των βράχων των Μετεώρων: “Το βραχώδες τοπίο των Μετεώρων αδιαμφισβήτητα ανήκει στα πλέον πρωτόγνωρα και μοναδικά, τα οποία μπορεί να δει κανείς στον κόσμο. Αυτός ο λαβύρινθος από κατακόρυφα φαράγγια ανάμεσα στα λιτά, αναρριχώμενα στον ουρανό, συμπλέγματα βράχων, οι οποίοι σε κάθε βήμα του περιηγητή προσφέρουν ατελείωτη πολυπλοκότητα και ποικιλία, με πάντα νέες μορφές που φαίνεται να ξεπροβάλλουν μέσα από τις τολμηρές φαντασιώσεις ενός Ντορέ, και μαζί με αυτή η άφθονη θαμνώδης βλάστηση, η οποία περιβάλλει τους πόδες των βράχων με ζωντανό πράσινο, η θέα προς την πεδιάδα με τα χωράφια και τις συστοιχίες από μουριές, με την πλατιά κοίτη του Πηνειού και στο βάθος τις χιονισμένες κορυφές της Πίνδου, αυτά όλα αφήνουν μία εντύπωση, την οποία δεν μου είναι δυνατό να συγκρίνω με καμιά γνωστή. Στη βαθιά σιωπή αυτών των γκριζωπών ρωγμών των βράχων, στις οποίες απουσιάζει το ζωογόνο βουητό του νερού, που οπουδήποτε αλλού σε παρόμοια στενά δεν περνά απαρατήρητο, αντηχεί σαν αντίλαλος από έναν μακρινό ξένο κόσμο ο ξεκάθαρος ήχος της καμπάνας”.

Από τα σημαντικότερα σημεία της γεωλογικής του έρευνας, αναφέρουν οι επιστήμονες, είναι η στοιχειοθέτηση θεωρίας για το σχηματισμό των βράχων των Μετεώρων. Ο Φίλιπσον γνωρίζει τις παλιότερες αναφορές, τώρα όμως παρατηρεί και συλλέγει δεδομένα ο ίδιος, μελετά τον ευρύτερο χώρο και μπορεί να διατυπώσει τη δική του άποψη. Παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά του κροκαλοπαγούς, την υφή και τη σύσταση των λίθων, τα θεωρεί ως προϊόν ραγδαίου θαλασσίου ρεύματος που προσομοιάζεται με τον παράλιο κυματισμό. Πιστεύει λοιπόν- αναφέρουν οι ερευνητές στην εργασία τους- ότι στην περιοχή παλαιογεωγραφικά κυριαρχεί ένα ωκεάνιο δελταϊκό περιβάλλον με έντονα θαλάσσια ρεύματα, που εκτονώνονται σε μία πλατιά λεκάνη – τη Θεσσαλική.

Με αυτή την παραδοχή ερμηνεύει την ύπαρξη μεγάλου μεγέθους κροκάλων και την εναλλαγή τους με λεπτόκοκκα υλικά: άργιλος, μάργα κ.τ.λ.. Παρατηρεί τη σύσταση των κροκάλων και συγκρίνοντας αυτές με τα πετρώματα γύρω από την περιοχή των Μετεώρων τα θεωρεί στοιχεία σχετικά με την εξάπλωση του δελταϊκού αυτού περιβάλλοντος και την κατεύθυνση ροής του υποθαλάσσιου ωκεάνιου ρεύματος.

Οι παραδοχές και προτάσεις, που διατυπώνει στη θεωρία του ο Φίλιπσον, αποτελούν μέχρι σήμερα τον βασικό κορμό για την ερμηνεία της δημιουργίας των βράχων των Μετεώρων. Η εντύπωση που προκαλείται στο Γερμανό γεωλόγο από τους βράχους των Μετεώρων είναι μάλλον ισχυρότατη, καθώς, όπως επισημαίνουν οι δύο ερευνητές, δεν θα ανέφερε επανειλημμένα το γεγονός ότι δεν απαντάται στη βιβλιογραφία φυσικό τοπίο ανάλογο με αυτό των Μετεώρων, τόσο σε έκταση όσο και μέγεθος.

Φτάνοντας στην Καλαμπάκα, αναγνωρίζει την κυριαρχία της θέσης της στην είσοδο από το Ζυγό και τα Χάσια προς τη Θεσσαλία, αλλά βλέπει μπροστά του “μια μικρή, χωρίς ιδιαίτερη σημασία κωμόπολη, που παρ’ όλη τη στρατηγική θέση και σημασία της δεν παρουσιάζει καμία οχύρωση. Είναι στενά κτισμένη και με όχι ευθείς δρόμους, χωρίς ιδιαίτερη κίνηση, παρότι είναι το τέρμα του σιδηροδρόμου. Μετρά 1939 κατοίκους, είναι η πρωτεύουσα επαρχίας, έδρα επισκόπου και επανδρώνεται με ένα τάγμα ευζώνων”.

Όμως, οι οικισμοί για το Φίλιπσον δεν είναι κενοί από ανθρώπους: “ο πληθυσμός των Χασίων, όπως και των βουνών των Τρικάλων, στην έκταση που τα επισκέφθηκα, ομιλεί αποκλειστικά ελληνικά”. Παρατηρεί δε ότι η κατανομή του πληθυσμού ανά τ.χλμ. είναι αραιότερη εκεί που κυριαρχούν τα κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα, ενώ οι περιοχές με ελεύθερο ιδιοκτησιακό καθεστώς, αν και πιο φτωχές και οικονομικά ασθενέστερες, έχουν πιο ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης.

Η καθημερινή ζωή σε πόλεις και χωριά, η σύσταση του πληθυσμού, οι ασχολίες τους, η οικονομική τους κατάσταση, η διατροφή τους γίνονται αντικείμενα περιγραφής. Τα σχόλιά του διαθέτουν κριτική και συχνά αποκαλύπτουν το συναίσθημα που αποκομίζει κάθε φορά. “Τις μέρες της αγοράς -γράφει ο Γερμανός γεωλόγος- η πόλη γεμίζει από ζωντανή κίνηση. Οι διάφορες φυλές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, φορώντας τις πολυποίκιλες και πολύτροπες παραδοσιακές τους ενδυμασίες, συνωστίζονται στην αγορά και εκθέτουν προς πώληση τα προϊόντα από την κτηνοτροφία και την οικιακή βιοτεχνία τους. Οι Καραγκούνηδες της πεδιάδας με την μακριά μαύρη φούστα, οι νομάδες Σαρακατσαναίοι με τις μάλλινες κάπες τους, οι Αγραφιώτες με τις φουστανέλες τους, οι Βλάχοι της Πίνδου ντυμένοι όμοια με τους Καραγκούνηδες, οι Σλάβοι της νότιας Μακεδονίας, οι Οθωμανοί με τα τουρμπάνια τους, οι Εβραίοι με τα μάλλινα καφτάνια τους, και ανάμεσα σ’ αυτούς να τριγυρίζουν οι αστοί ‘Ελληνες, με τα λίγο-πολύ ασυγύριστα (αταίριαστα) ευρωπαϊκά ρούχα τους, και οι σπαθοφόροι αξιωματικοί. Μία πολύχρωμη εικόνα, η καλύτερη ευκαιρία να μελετήσει κανείς μορφές, ενδυμασίες και προϊόντα του πληθυσμιακού μίγματος της νοτιοδυτικής βαλκανικής χερσονήσου. Δυστυχώς, ο περιορισμένος μου χρόνος έπρεπε να αφιερωθεί στις απαραίτητες προεργασίες και επισκέψεις, αντί να αφιερωθεί σε εθνογραφικές παρατηρήσεις”.

Ανάμεσα στα άλλα, πολλές φορές μεταφέρει στο βιβλίο του θέματα που απασχολούν την τοπική κοινωνία, όπως πληροφορίες για φήμες και κρίσεις για ονομαστές οικογένειες των πόλεων.

Ιδιαίτερη αξία έχουν, επίσης, οι προσωπικές σχέσεις που αναπτύσσει ο Φίλιπσον με τους φύλακες της ελληνικής μεθορίου, στα φυλάκια τα οποία επισκέπτεται, και τον τρόπο με τον οποίο του συμπεριφέρονται οι αξιωματικοί, Έλληνες και Οθωμανοί, αφού από εκεί πέρασε σε τουρκικό έδαφος για μια πλήρη οπτική επαφή με την ορεογραμμή των Χασίων και πέρα από την περιοχή των Τρικάλων, προς την Άνω Μακεδονία.

Δείτε επίσης