Αργιθέα: Ταξίδι στους τόπους και τα μνημεία της

Φαράγγια που διατρέχονται από ρυάκια, χείμαρρους και ποτάμια, που “ιχνηλατούν” την ιστορία του τόπου και μοιάζουν αδιάβατα κι απρόσιτα, ειδικά όταν ενσκήπτει ο βαρύς χειμώνας, δίνουν μια αίσθηση μαγείας στην Αργιθέα Καρδίτσας. Αν κάνει, όμως, κάποιος το ταξίδι προς την Αργιθέα, τότε όλες οι αγριάδες παραμερίζονται, φωτίζονται από λαμπρό φως και ευωδιάζουν από ανθούς κυδωνιάς, ροδιάς και από αρμπαρόριζα, που θάλλουν σε όλες τις αυλές, μπροστά από τα χαμηλοτάβανα σπίτια. Έτσι περιγράφει την περιοχή ο συγγραφέας και φωτογράφος, Άγγελος Σινάνης, σε μια έκδοση- αφιέρωμα στην Αργιθέα, που επεκτείνεται στο βορειοδυτικό τομέα των Αγράφων, σ’ έναν χώρο που πάντα αποτελούσε την καρδιά της Ελλάδας.

Σκοπός της εργασίας του, από το ξεκίνημά της, ήταν να αντιμετωπίσει την περιοχή σαν ένα σύνολο, όπου έρχονται στην επιφάνειά της οι τόποι, τα μνημεία και τα γεγονότα που τα ενέπνευσαν, το σπάνιο φυσικό κάλλος της, η αρμονία της λαϊκής αρχιτεκτονικής των οικισμών, η υπέροχη φιλοξενία των ανθρώπων της, οι οποίοι παραμένουν στα χωριά τους, αλλά και οι ανάγκες τους, που ξεδιπλώνονται ως έκφραση ζωής, στο γενέθλιο τόπο.

Όλα αυτά, σημειώνει ο Άγγελος Σινάνης, στάθηκαν εναύσματα για τη δημιουργία αυτής της έκδοσης – αφιερώματος στην Αργιθέα, μέσα από την οποία παρουσιάζονται-μεταξύ άλλων- μια σειρά από σημαντικά μνημεία, που ο επισκέπτης πρέπει να δει από κοντά.

Ι. Μ. Μεταμόρφωσης Βραγκιανών

Το φρουριακό συγκρότημα της μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος είναι ένα σπουδαίο θρησκευτικό μνημείο, που στολίζει το Δήμου Αχελώου και όλη την περιοχή. Το ιστορικό μοναστήρι βρίσκεται τρία χλμ. νότια από τα Βραγγιανά και το υπηρετούν τρείς μοναχοί, που διακονούν με αγάπη ολόκληρη την Αργιθέα. Είναι χτισμένο σ’ ένα θαυμάσιο, ευρύχωρο κατάφυτο πλάτωμα της δυτικής πλευράς του όρους Μυρμιτζάλα (1542 μ. υψ.), σ’ ένα πραγματικό μπαλκόνι, στα 662 μ. υψ., με άπλετη θέα στα Βραγκιανά και τους συνοικισμούς τους. Για αιώνες στέκει σαν περιτειχισμένο κάστρο στη βραχώδη έξαρση, εποπτεύοντας μεγάλο τμήμα της περιοχής, τον ποταμό Αχελώο, τη διάβαση προς Νεοχώρια – Κέδρα και το θεόρατο τείχος που σχηματίζει ο Κόκκινος Στανός με τις κορφές Γαλάτσι (1894 μ. υψ.), Μαντριά (1784 μ. υψ.) και Πύργος (1642 μ. υψ.).

Ανήκε στην επισκοπή Ραδοβισδίου, η έδρα της οποίας ήταν βόρεια του οικισμού. Στον εξωτερικό χώρο κυριαρχούν οι τσιμεντένιοι αναβαθμοί, χρήσιμοι στη διάρκεια θρησκευτικών εκδηλώσεων και ο ψηλός περίβολος, με την κεντρική είσοδο της μονής, που οδηγεί στο εσωτερικό της. Εντύπωση προκαλεί η πλακοστρωμένη αυλή, η καθαρότητα του χώρου και τα πολλά περιποιημένα άνθη. Αριστερά βρίσκεται το αρχονταρίκι και μακρύτερα, τα κελιά, τα άλλα βοηθητικά κτήρια, η βιβλιοθήκη και το ηγουμενείο. Σχεδόν στο κέντρο του χώρου δεσπόζει ο μικρός τρίκογχος ναός με χορούς και είσοδο από δυτικά. Ο νάρθηκας είναι μεταγενέστερη κατασκευή με είσοδο ομοίως από δυτικά. Η θολωτή στέγη του καταστράφηκε παλιότερα και σήμερα είναι ξυλόστεγος. Το καθολικό διατηρείται σε πολύ κατάσταση μετά τη μελέτη και τις εργασίες αποκατάστασής του, οι οποίες έγιναν το 2007 – 2008.

Ο χρόνος ανέγερσης μαρτυρείται από την κτητορική επιγραφή που βρίσκεται πάνω από την είσοδο του κυρίως ναού: 11 Ιουλίου ΑΧΜΕ (=1645). Αυτή η εποχή υπήρξε η χρυσή περίοδος των Αγράφων. Τότε χτίζονται και αγιογραφούνται πολλά λαμπρά μοναστήρια που διατηρούνται έως τις μέρες μας. Οι τοιχογραφίες έγιναν σε δύο φάσεις, με πρώτη στον κυρίως ναό το 1645. Ακολούθησε ο νάρθηκας στα 1797 από τους αδελφούς Θεόδωρο και Αθανάσιο από τη Σπινάσα (Νεράιδα). Σύμφωνα με χρονολογία στη βάση του σταυρού πάνω από το τέμπλο, αυτό έγινε το ΖΡΞΑ (=1653) ενώ μια επισκευή του, επί ηγουμενίας Φιλοθέου, μαρτυρείται από επιγραφή 1889, Ιανουαρίου 25.

Υπήρξε η μεγαλύτερη μονή της περιοχής και στα χρόνια της τουρκοκρατίας παρουσίασε αξιόλογη προσφορά στο χώρο της παιδείας, ενώ υπήρξε πραγματικό καταφύγιο αρματολών και κλεφτών. Η μεγάλη της κτηματική περιουσία χρησιμοποιήθηκε για να βοηθά τους άπορους της περιφέρειάς του, να προικίζει από το ταμείο της πέντε κορίτσια κάθε χρόνο, να πληρώνει το δάσκαλο του χωριού, ενώ δώρισε δύο κτήματα για να χτιστούν το Δημοτικό σχολείο και ο ναός του Αγίου Δημητρίου στο κέντρο των Βραγκιανών. Στο μοναστήρι, επίσης, ανήκε ένα τσιφλίκι το οποίο σήμερα είναι ο συνοικισμός Γρυμπιανά. Η αίγλη της μονής διακόπηκε με βίαιο τρόπο, όταν στις 18 Νοεμβρίου 1862 καταλήφθηκε από πάνοπλους Τουρκαλβανούς που λεηλάτησαν το ναό, τα κελιά και τα κειμήλιά της, εξολοθρεύοντας τον ηγούμενο Κωνσταντίνο, τους έξι μοναχούς και τον ιερέα του χωριού, Αθανάσιο Οικονόμου. Το τραγικό γεγονός στάθηκε καθοριστικό για τη μετέπειτα πορεία της, μνημονεύεται δε, στις δύο μικρές επιγραφές που βρίσκονται αριστερά και δεξιά της κεντρικής εισόδου του ναού. Τότε άρχισε η παρακμή της, έμεινε χωρίς μοναχούς, ερήμωσε και τελικά συγχωνεύτηκε με τη μονή Σπηλιάς, από την οποία ανεξαρτητοποιήθηκε το 1948.

Το γεφύρι Αυλακίου ή Καταφυλλίου

Σπουδαία και εντυπωσιακή γέφυρα των αρχών του 20ου αι, στη θέση “Τριχιές” Καταφυλλίου του Δήμου Αχελώου. Διαθέτει τέσσερα ανισομερώς τοποθετημένα δευτερεύοντα, πλήρως ημικυκλικά τόξα και ένα κύριο 24 μ., με μήκος βάσης 54,5 μ. και ύψος από την κοίτη 13 μ.. Γεφυρώνει τον Αχελώο στα διοικητικά όρια των νομών Καρδίτσας, Ευρυτανίας, Αιτωλοακαρνανίας και Άρτας. Αποτελεί ένα από τελευταία δείγματα της άφθαστης τέχνης των λαϊκών μαστόρων της εποχής, που στην αρχή του περασμένου αιώνα 1908 – 1910 (κατ’ άλλους 1907 – 1911), συνδυάστηκε με την υψηλή επιστημονική κατάρτιση των μηχανικών.

Η χρησιμότητά του ευνόητη, αφού στην ευρύτερη περιοχή κατέληγαν “οι δρόμοι των χειμαδιών”, και από εκεί πέρναγαν τα κοπάδια από και προς τα χειμαδιά. Στις αρχές του 1900, ο πολιτικός Νικόλαος Στράτος ήταν αυτός που ενήργησε για την κατασκευή της, όπως και για της Τέμπλας. Έγιναν με σχέδια μηχανικών και ανάδοχος και των δύο ήταν ο Κωνσταντίνος Ν. Παρίσης. Το 1986 χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 890/ Β’ / 19.12.1986) και το 1992 εγκρίθηκε μελέτη μερικής επισκευής του. Εύκολη είναι η πρόσβαση από το Αργύρι του Δήμου Αχελώου.

Ι. Μ. Σπηλιάς

Είναι χτισμένη στα 780μ. υψ., σε θεαματικό φυσικό πλάτωμα της απότομης βραχώδους πλαγιάς κάτω από την κορφή Ζερβό (1763μ. υψ.). Σχετικά κοντά βρίσκονται τα χωριά Λεοντίτο, Στεφανιάδα και Κουμπουριανά, με πανοραμική θέα του τελευταίου, ενώ χαμηλότερα, μέσα στην απαράμιλλου φυσικού κάλλους χαράδρα, αργοκυλά το Πετριλίωτικο ρέμα. Η αρκετά απόκρημνη, άλλοτε δύσβατη τοποθεσία, εξακολουθεί να σκορπά ρίγη στον προσκυνητή, καθώς πλησιάζει από τη μοναδική είσοδο, στη νότια πλευρά της βουνοπλαγιάς.

Μέσα στο συγκρότημα της μονής εντυπωσιάζει η απλότητα της πλακόστρωτης αυλής, με τις γλάστρες στη σειρά γεμάτες λουλούδια, εμπρός από τα κελιά, τα άλλα βοηθητικά κτήρια και το ηγουμενείο. Εμπρός, διακρίνεται ο μικρός ναός, το παλιό καθολικό, το πρώτο που αντικρίζετε αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου (17ου αι.) με τοιχογραφίες της ίδιας περιόδου. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι αντιγραφή του παλιού και επιχρυσωμένο.

Δίπλα στο παλιό καθολικό, βρίσκεται το νέο (1736), μεγαλύτερο, αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή. Προέκυψε από τη μεγάλη φήμη που είχε τον 18ο αι. Με τη μονή συνδέονται πολλά γεγονότα ήδη από την προεπαναστατική περίοδο με πολλές συσκέψεις και συμβούλια για την προετοιμασία των αγώνων. Ένα μέρος της φήμης της οφείλεται σ’ αυτό και στη θαυματουργή, επαργυρωμένη εικόνα της Παναγίας. Η στρατηγική της θέση είχε ιδιαίτερη σημασία, ενώ το πλαίσιο που λειτουργούσε το αρματολίκι των Αγράφων, την έφερνε συχνά στο επίκεντρο των συγκρούσεων. Το 1866/7, αν και έγινε στόχος των τουρκικών δυνάμεων, έδωσε σωτήριο καταφύγιο στους Θεσσαλούς, ενώ το 1878 ήταν το στρατηγείο της Θεσσαλικής επανάστασης, προοίμιο, για την οριστική απελευθέρωση του 1881. Μέσα στο ναό, η πλουσιότερη διακόσμηση, σε σύγκριση με τον παλιό και το ξυλόγλυπτο τέμπλο (1779), με τις δουλεμένες λεπτομέρειες, υποβάλουν τον προσκυνητή. Στη μονή φυλάσσονται και άλλα κειμήλια, πολλά εκ των οποίων φέρουν επιγραφές του 18ου αι. εποχής της μεγάλης ακμής της.

Ο νερόμυλος και η ντριστέλα στο Αργύρι

Από τους δεκάδες νερόμυλους που είχε στο παρελθόν η περιοχή Αργιθέας, περισσότερους από έναν σε κάθε χωριό, οι πιο πολλοί έχουν εγκαταλειφθεί, ενώ πολλοί κείτονται σε ερείπια. Το ίδιο φαινόμενο κυριαρχεί σε πολλά χωριά της Ελλάδας, ενώ οι κατά τόπους διοικήσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δηλώνουν στην πράξη την αδυναμία τους να συντηρήσουν ή να αποκαταστήσουν αυτά τα πολύτιμα πετρόχτιστα οικοδομήματα, τεκμήρια της προβιομηχανικής εποχής.

Φωτεινή εξαίρεση αποτελεί Δήμος Αχελώου, ο οποίος ανακαίνισε έναν από τους δύο που είχε άλλοτε το Αργύρι, περιλαμβάνοντας στο έργο της αποκατάστασης και την παρακείμενη ντριστέλα. Αυτή ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στα νοικοκυριά, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πλένονται τα βαριά μάλλινα κλινοσκεπάσματα (βελέντζες, κουβέρτες, κουρελούδες κ.ά.).

Στο πρόσφατο παρελθόν, ο μύλος, που με τη δύναμη της πτώσης του νερού δημιουργούσε κίνηση και άλεθε τα γεννήματα της γης, ήταν πολύ χρήσιμος στη λειτουργία της κοινότητας, καλύπτοντας τις ανάγκες των οικογενειών σε αλεύρι, πλιγούρι και δεκάδες άλλα παράγωγα, όπως οι ζωοτροφές, απαραίτητες τότε για την ανεπτυγμένη κτηνοτροφία και τα οικόσιτα ζώα τους.

Το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς παρουσιάζει ποικιλία. Υπήρχαν οι βακούφικοι, που ανήκαν σε μοναστήρια ή εκκλησίες και συνήθως μισθώνονταν σε ιδιώτες, οι κοινοτικοί και οι ιδιωτικοί. Πέρα από την οικονομική του διάσταση, ο μύλος είχε και σημαντικό ρόλο στην κοινωνική ζωή του χωριού ως σημείο συνάντησης και αναμετάδοσης πληροφοριών οι οποίες κάλυπταν πολλούς τομείς της ζωής του τόπου.

Ο νερόμυλος και η ντριστέλα βρίσκεται στο βουνό Φούρνος, θέση Κλειδέρες, στην κατάληξη ενός κατηφορικού μονοπατιού. Συνεχίζει να εξυπηρετεί τους ντόπιους στο άλεσμα καλαμποκιού, βρίζας, σταριού κ.ά. Σύμφωνα με μαρτυρία του Σωτήρη Παναγιώτου, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940 αλέθανε και αλάτι ώστε να γίνει ψιλότερο για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη μαγειρική.

Πέντε λεπτά πεζοπορία από τον μύλο είναι το φαράγγι “στο Φούρνο”, όπου υπάρχουν οι εγκαταστάσεις ενός Μικρού Υδροηλεκτρικού Έργου (ΜΥΚ). Το κατάφυτο περιβάλλον και η δυναμική παρουσία του νερού ενθουσιάζει τον επισκέπτη, ενώ οι κάθετες ορθοπλαγιές του Φούρνου και πιο μέσα στο φαράγγι της Πάργας, με τα πολύμορφα βράχια τους, ενδέχεται να βρουν και άλλες χρήσεις στο μέλλον, ως ανεξερεύνητα αναρριχητικά πεδία.

Δείτε επίσης