Μια μελέτη αμερικανών γνωσιακών επιστημόνων, οι οποίοι ανέλυσαν την χρήση των λέξεων σε 11 ευρωπαϊκές γλώσσες κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μήκος των λέξεων σχετίζεται πιο στενά με το πληροφοριακό περιεχόμενό τους από ό,τι με το πόσο συχνά χρησιμοποιούνται. Οι ερευνητές του Τμήματος Εγκεφάλου και Γνωσιακών Επιστημών του πανεπιστημίου ΜΙΤ, υπό τον Στέβεν Πιανταντόζι, που δημοσίευσαν τη σχετική έρευνα στα “Πρακτικά” της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), χρησιμοποιώντας την “θεωρία των πληροφοριών”, ανατρέπουν την αντίληψη των γλωσσολόγων ότι το μήκος μιας λέξης σχετίζεται περισσότερο με το πόσο συχνά χρησιμοποιείται και ότι οι πιο σύντομες λέξεις χρησιμοποιούνται πιο συχνά, γι’ αυτό άλλωστε είναι πιο μικρές.
Τη θεωρία αυτή πρότεινε για πρώτη φορά, στη δεκαετία του ΄30, ο γλωσσολόγος του πανεπιστημίου Χάρβαρντ Τζορτζ Κίνγκσλεϊ Ζιπφ, ο οποίος πίστευε ότι η σχέση ανάμεσα στο μήκος μιας λέξης και στη συχνότητα χρήσης της πηγάζει από μια ενστικτώδη ανάγκη των ανθρώπων να ελαχιστοποιήσουν τον χρόνο και την απαιτούμενη προσπάθεια που πρέπει να καταβάλλουν για να μιλήσουν και να γράψουν.
Όμως οι ερευνητές του ΜΙΤ έρχονται τώρα να υποστηρίξουν ότι, προκειμένου να μεταδώσουν μια ορισμένη ποσότητα πληροφοριών, οι άνθρωποι θεωρούν ενστικτωδώς πιο αποδοτικό να μικρύνουν το μήκος των λιγότερο πληροφοριακών (και συνεπώς των πιο προβλέψιμων) λέξεων, παρά όσων λέξεων χρησιμοποιούνται συχνότερα. Ο Πιανταντόζι ισχυρίζεται ότι το μήκος των λέξεων σχετίζεται περισσότερο με το πόσες πληροφορίες μεταφέρουν παρά με το πόσο συχνά χρησιμοποιούνται.
Για “μελέτη-ορόσημο” έκανε λόγο ο γλωσσολόγος Ρότζερ Λέβι του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας-Σαν Ντιέγκο, που εκτιμά ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο άλμα των τελευταίων 75 ετών, από την εποχή της θεωρίας του Ζιπφ, όσον αφορά το πώς εξελίσσονται οι γλώσσες.
Η μέτρηση του πληροφοριακού περιεχομένου των λέξεων δεν είναι εύκολη δουλειά, μεταξύ άλλων επειδή το περιεχόμενο αυτό ποικίλει ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Σύμφωνα με τους ερευνητές του ΜΙΤ, όσο πιο προβλέψιμη είναι μια λέξη, τόσο λιγότερο πληροφοριακό περιεχόμενο μεταφέρει στον προφορικό και τον γραπτό λόγο. Οι ερευνητές ανακάλυψαν μια μέθοδο να υπολογίζουν το πληροφοριακό περιεχόμενο των λέξεων σε ψηφιακά κείμενα, με βάση το πώς κάθε λέξη σχετίζεται με τις προηγούμενες και άρα πόσο εύκολα προβλέψιμη είναι.
Ο Πιαντατόζι και οι συνεργάτες του υποστηρίζουν ότι η σχέση ανάμεσα στο μήκος των λέξεων και στο πληροφοριακό περιεχόμενό τους δείχνει ότι οι γλώσσες του πλανήτη είναι έτσι προσαρμοσμένες, ώστε να μεταδίδουν πληροφορίες με τον πιο αποδοτικό τρόπο, τόσο από γλωσσολογική όσο και από εγκεφαλική-γνωσιακή άποψη, πράγμα που βοηθά τόσο τον ομιλητή-συγγραφέα, όσο και τον ακροατή-αναγνώστη. Επειδή οι πιο μικρές λέξεις μεταφέρουν λιγότερες πληροφορίες, όπως πιστεύουν οι αμερικανοί επιστήμονες, η πυκνότητα των πληροφοριών σε μια φράση ή πρόταση εξομαλύνεται έτσι ώστε το “μήνυμα” των λέξεων να μεταδίδεται με σταθερό και όχι ακανόνιστο ρυθμό, με αποτέλεσμα η ίδια η δομή της γλώσσας να βοηθά στην επικοινωνία.