Μια νέα μελέτη έχει διαπιστώσει ότι τα δίγλωσσα νήπια έχουν ένα γνωστικό πλεονέκτημα έναντι των μονόγλωσσων συνομηλίκων τους. Ερευνητές από τα πανεπιστήμια Concordia του Μόντρεαλ και York του Τορόντο συνεργάστηκαν σε έρευνα στο πλαίσιο της οποίας έγινα σειρά εξετάσεων σε 63 δίγλωσσα νήπια και νήπια που μιλούν μια γλώσσα. Η καθηγήτρια του Concordia Νταϊάν Πουλέν Ντυμπουά (Diane Poulin-Dubois) λέει πως τα παιδιά που εκτέθηκαν στις δύο γλώσσες (αγγλικά-γαλλικά) από τη βρεφική ηλικία ξεπέρασαν όσα μιλούσαν μια γλώσσα σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τη συγκέντρωση της προσοχής.
“Το να εκτίθενται τα μικρά παιδιά σε μια δεύτερη γλώσσα νωρίς κατά την ανάπτυξή τους παρέχει ένα δίγλωσσο πλεονέκτημα που ενισχύει τον έλεγχο της προσοχής τους”, ανέφερε σε άρθρο για την έρευνά της η Πουλέν-Ντυμπουά. “Το μικρό πλεονέκτημα που παρατηρήσαμε στα δίγλωσσα νήπια 24 μηνών οφείλεται πιθανότατα στο γεγονός ότι τα παιδιά ακούνε προσεκτικά και μετά χρησιμοποιούν τις δύο γλώσσες κατά περίπτωση”.
Η Πουλέν-Ντυμπουά αναφέρει επίσης ότι από την ηλικία των δύο ετών, τα δίγλωσσα παιδιά είχαν μάθει ήδη το λεξιλόγιο σε καθεμία από τις δύο γλώσσες τους.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα παιδιά είχαν κάποια εμπειρία εναλλαγής της χρήσης των δύο γλωσσών.
Η μελέτη δείχνει επίσης ότι τα γνωσιακά πλεονεκτήματα της διγλωσσίας είχαν έρθει νωρίτερα από ό,τι είχαν δείξει προηγούμενες μελέτες, πρόσθεσε. Στην έρευνα συμμετείχε το Πανεπιστήμιο της Προβηγκίας στη Γαλλία και το άρθρο σχετικά με αυτή δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Experimental Child Psychology. Τα 30 από τα 63 παιδιά θεωρήθηκαν ότι γνώριζαν μόνο μια γλώσσα γιατί το 80% της έκθεσής τους ήταν σε μία κυρίαρχη γλώσσα.
Τα υπόλοιπα παιδιά θεωρήθηκαν δίγλωσσα.
Οι κυρίαρχες γλώσσες των παιδιών της έρευνας ήταν η αγγλική και η γαλλική. Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το Καναδικό Δίκτυο Έρευνας Γλώσσας και Γραμμάτων, το Ερευνητικό Συμβούλιο Φυσικών Επιστημών και Μηχανικής καθώς και το Αμερικανικό Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας.