Ο καρδιολόγος Ρόμπερτ Άτκινς (Robert Atkins) έλεγε στους αναγνώστες του να τρώνε άφοβα κρέας, αυγά και βούτυρο, αν θέλουν να αδυνατίσουν, ότι ακριβώς απαγόρευαν οι ορθόδοξοι διαιτολόγοι. Έτσι, επί 30 χρόνια η ιατρική κοινότητα τον αποκαλούσε αγύρτη και τσαρλατάνο αλλά στο τέλος όνομά του αποκαταστάθηκε.
Κατά τον Άτκινς αυτό που προκαλούσε την παχυσαρκία ήταν οι υδατάνθρακες και ιδιαίτερα οι επεξεργασμένοι: η ζάχαρη, τα γλυκά, το παγωτό, οι πατάτες, τα αναψυκτικά, το ρύζι, το ψωμί, τα κουλουράκια, τα κράκερς, τα κέικ κλπ. Αντίθετα, οι πρωτεΐνες και λίπη ήταν εντελώς αθώα για την επιδημία της παχυσαρκίας. Η ιατρική κοινότητα τον αποκήρυξε αλλά ύστερα από έναν ανελέητο ιερό πόλεμο για το ποιος είναι ο διατροφικός σατανάς, ο Άτκινς βγήκε νικητής λίγο πριν το θάνατό του.
Γράμμα περί παχυσαρκίας
Το πρώτο βιβλίο υπέρ των πρωτεϊνών και των λιπών στην υπόθεση της παχυσαρκίας γράφτηκε το 1864 από ένα εύπορο νεκροθάφτη, τον Γουίλλιαμ Μπάντινγκ. Στα 66 του χρόνια με ύψος 1,65 και βάρος 92 κιλά, ο Μπάντινγκ δεν ήταν σε θέση να δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών του. Το υπερβολικό λίπος πίεζε το εσωτερικό των αυτιών του και δεν μπορούσε να ακούσει καλά, έτσι επισκέφθηκε ένα φημισμένο ωτορινολαρυγγολόγο της εποχής, τον δρ. Γουίλλιαμ Χάρβευ o οποίος διέγνωσε αμέσως ότι δεν επρόκειτο περί κουφαμάρας αλλά περί παχυσαρκίας. Ο Χάρβευ απαγόρευψε στον Μπάντινγκ να φάει ξανά ζάχαρη και πατάτες και του είπε να τρώει τρώει κρέας, ψάρια, λίγα λαχανικά και φρούτα, και κάπου-κάπου κανένα τοστ.
Σταματώντας ο Μπάντινγ να τρώει πολλούς υδατάνθρακες είδε προς μεγάλη του ευχαρίστηση ότι άρχιζε να αδυνατίζει. Έχασε 22 κιλά μέσα σε ένα χρόνο, και το σημαντικότερο, χωρίς να νιώσει το αίσθημα της πείνας. Ενθουσιασμένος μ’ αυτό που του συνέβη εξέδωσε με δικά του χρήματα ένα βιβλιαράκι σε 2,500 αντίτυπα με τίτλο «Γράμμα περί Παχυσαρκίας» και το διένειμε δωρεάν δίνοντας διαιτητικές συμβουλές. Η μπροσούρα του είχε τέτοια απήχηση που μέχρι του 1878 που πέθανε, πουλήθηκαν 58.000 αντίτυπα στην τιμή των έξι πεννών. Η τεράστια επιτυχία μετέτρεψε το όνομά του σε συνώνυμο της δίαιτας κι έτσι στο αγγλικό λεξιλόγιο προστέθηκε η λαϊκή λέξη bant που σημαίνει κάνω δίαιτα απέχοντας από τις αμυλούχες τροφές.
Οι θερμίδες
Στην εποχή του Μπάντινγ η συζήτηση γύρω από την παχυσαρκία ήταν περιορισμένη διότι δεν ήταν γνωστό πόσες θερμίδες έχει κάθε τρόφιμο. Η θερμίδα βέβαια είχε ήδη οριστεί από τους φυσικούς. Πρόκειται για την ποσότητα της θερμότητας που απαιτείται για να ανέβει η θερμοκρασία 1 κιλού νερού κατά 1 βαθμό Κελσίου.
Στην δεκαετία του 1890, ένας αμερικανικός χημικός, ο Γουίλμπουρ Ατγουώτερ είχε μια λαμπρή ιδέα για τον τρόπο που θα μπορούσε να βρει πόσες θερμίδες έχουν τα τρόφιμα: να τα κάψει και να μετρήσει τη θερμότητα που εκλύεται. Έφτιαξε λοιπόν μια συσκευή που ονόμασε θερμιδόμετρο και άρχισε να καίει με οξυγόνο τις διάφορες μερίδες ενώ γύρω τους είχε βάλει γύρω νερό το οποίο ζεσταινόταν και έτσι μέτραγε τη θερμοκρασία του. Το 1894 παρουσίασε την καταπληκτική του δουλειά, έναν πίνακα με τις θερμίδες που είχαν οι διάφορες μερίδες.
Ο Ατγουώτερ βρήκε ότι οι υδατάνθρακες και οι πρωτεΐνες παρέχουν περίπου 4 θερμίδες ανά γραμμάριο, το λίπος 9 θερμίδες ανά γραμμάριο και το αλκοόλ 7 θερμίδες θερμίδες ανά γραμμάριο. Βρήκε βέβαια και το μπελά του με την Εκκλησία που τότε κήρυττε ότι το αλκοόλ είναι εντελώς άχρηστο και άρα δεν ήταν δυνατόν οι μπεκρήδες να έχουν κάποιο όφελος.
Ο Ατγουώτερ δεν περιορίστηκε στο καθαρά επιστημονικό του έργο κι άρχισε να δίνει διαιτητικές συμβουλές. Δια στόματος της επιστήμης, τα λίπη ήταν αυτά που προκαλούσαν το πάχος διότι έχουν διπλάσιες θερμίδες από τις άλλες τροφές. Κανείς δεν αμφισβήτησε αυτό το συμπέρασμα τότε, μόνο πολύ αργότερα κάποιοι έθεσαν το ερώτημα: από που κι ως που το ανθρώπινο σώμα ταυτίζεται με έναν καυστήρα; Όμως την εποχή εκείνη θεωρήθηκε ότι το σώμα συμπεριφέρεται ακριβώς όπως ένας καυστήρας, διαφορετικά, θα ήταν σαν να απορρίπτεται το δεύτερο αξίωμα της θερμοδυναμικής, όπως ειπώθηκε.
Τελικά, δημιουργήθηκε μια απλή εξίσωση ενεργειακού ισοζυγίου: Όποιος παίρνει από τη διατροφή περισσότερες θερμίδες από όσες ξοδεύει είναι καταδικασμένος να παίρνει βάρος ανάλογα με τη διαφορά. Αυτό ήταν εντελώς διαφορετικό από την λαϊκή αντίληψη του Μπάντινγκ ο οποίος πίστευε ότι δεν έχει σημασία πόσο τρώει κάποιος, αρκεί να μην τρώει υδατάνθρακες. Η επιστήμη όμως έλεγε ότι δεν έχει σημασία τι τρως διότι «μια θερμίδα είναι πάντα μια θερμίδα», αλλά το πόσο τρως. Και βέβαια, αν πρέπει να αποφύγεις κάτι αυτό είναι το διατροφικό λίπος που έχει τις περισσότερες θερμίδες.
Οι καρδιακές προσβολές
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ανακαλύφθηκε κάτι πολύ αποκρουστικό για τα λίπη. Προκαλούσαν όχι μόνο πάχος αλλά ένα μέρος του, το κορεσμένο λίπος ευθυνόταν για τις καρδιακές προσβολές (εμφράγματα) .
Ο πιο διάσημος ερευνητής της εποχής, ο Άνσελ Κίιζ (Ancel Keys), o οποίος είχε σχεδιάσει τα γεύματα των Αμερικανών πεζοναυτών, έκανε μια ανασκόπηση της διατροφής και της υγείας σε επτά χώρες του κόσμου (μεταξύ των οποίων ήταν και η Ελλάδα) και διαπίστωσε ότι εκεί όπου υπήρχε χαμηλή κατανάλωση κορεσμένου λίπους, τα ποσοστά καρδιακών προσβολών ήταν χαμηλά. Η Μελέτη των Επτά Χωρών, όπως ονομάστηκε, καταδίκασε τη χοληστερίνη και και κορεσμένο λίπος ως τους υπεύθυνους της επιδημίας των καρδιακών προσβολών που μάστιζε τις αναπτυγμένες χώρες.
Στις αναπτυγμένες χώρες τουλάχιστον το 20% των ανθρώπων πεθαίνει από εμφράγματα και ισχαιμικά εγκεφαλικά. Οι έρευνες είχαν καταλήξει ότι η βασική αιτία ήταν το κορεσμένο λίπος της διατροφής το οποίο ανεβάζει τη χοληστερίνη. Το κάπνισμα, η ακινησία, το υψηλό σάκχαρο στο αίμα, τα τριγλυκερίδια και η παρχυσαρκία είναι επίσης επιβαρυντικοί παράγοντες για την καρδιά αλλά, όπως ειπώθηκε, χωρίς την υψηλή χοληστερίνη δεν σχηματίζεται η αθηροσκλήρωση που αποτελεί τη βάση των καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθισαν όλα τα κορεσμένα λίπη και ο Αμερικανικός Καρδιολογικός Σύλλογος ανέλαβε μια εκστρατεία, που στη δεκαετία του 1970 είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της, προκειμένου να αντικατασταθούν το βούτυρο, τα αυγά και το βοδινό, με μαργαρίνες και δημητριακά. Η ημερήσια κατανάλωση διατροφικής χοληστερίνης δεν έπρεπε να ξεπερνά τα 300 mg την ημέρα.
Με την υποστήριξη του συνδέσμου τους, οι καρδιολόγοι άρχισαν να ενδιαφέρονται για τις δίαιτες και προέτρεπαν τους ασθενείς τους να χάσουν κιλά. Εν τω μεταξύ η βιομηχανία τροφίμων είχε προσαρμοστεί στα πορίσματα της επιστήμης και αφαιρούσε από τα τρόφιμα τα λίπη. Όμως με κάτι έπρεπε να αντικαταστήσει τα λίπη και έτσι πολλά προϊόντα ήταν παραφουσκωμένα με ζάχαρη. Η απώλεια βάρους όμως δεν έρχονταν εύκολα με μια δίαιτα χαμηλών λιπαρών και πολλών υδατανθράκων.
Πρωτεΐνες , λίπη και υδατάνθρακες
Το 1959 ο καρδιολόγος Ρόμπερτ Άτκινς είχε ανοίξει δικό του γραφείο αλλά δυσκολευόταν να βρει πελάτες. Ο κόσμος υπέφερε από την καρδιά του αλλά ο Άτκινς είχε αναδουλειές και αυτό του έφερε μια μικρή κατάθλιψη. Για να ευχαριστηθεί λίγο τη ζωή του το έριξε στο φαγητό και χωρίς να το συνειδητοποιήσει έγινε υπέρβαρος. Είχε γίνει 33χρονών αλλά όταν κοιταζόταν στον καθρέφτη έμοιαζε με 45άρη. Το πρόσωπό του είχε τρία προγούλια, και έπρεπε για πρώτη φορά να κάνει αυτό που συνιστούσε στους ασθενείς του: δίαιτα.
Ο Άτκινς δεν ήθελε να κάνει τη δίαιτα του Αμερικανικού Καρδιολογικού Συλλόγου διότι βασιζόταν στην πείνα. Eίχε μάλιστα αντιληφθεί από την εμπειρία του ότι για να είναι μια δίαιτα πραγματικά αποτελεσματική πρέπει να δημιουργεί το αίσθημα του κορεσμού. Έτσι άρχισε να ερευνά τη βιβλιογραφία προκειμένου να βρει τι δίαιτες υπήρχαν και εντυπωσιάστηκε από τις μελέτες του δρα Άλφρεντ Πένιγκτον που είχαν διεξαχθεί μια δεκαετία πριν.
Λίγο μετά τον δεύτερο παγκόσμια πόλεμο το ιατρικό τμήμα της εταιρείας DuPont είχε προσλάβει τον Πένιγκτον για να ελέγξει τις δίαιτες χαμηλών θερμίδων που τότε ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια. Προς έκπληξη όλων ο Πένιγκτον κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα με τον Μπάντινγκ: ότι η παχυσαρκία δεν οφείλεται στην κατανάλωση πολλών θερμίδων γενικά αλλά στη κατανάλωση πολλών υδατανθράκων ειδικά, οι οποίοι εμποδίζουν τον οργανισμό να κάψει λίπος.
Ο Πένιγκτον είχε δώσει σε 20 παχύσαρκα στελέχη της εταιρείας DuPont μια δίαιτα με πολλές πρωτεΐνες και λίπη αλλά με λίγους υδατάνθρακες, και μέσα σε τρεις μήνες είχαν χάσει, κατά μέσο όρο, 9 κιλά ο καθένας χωρίς να πεινάσουν.
Ο Άτκινς σκέφτηκε να εφαρμόσει τη δίαιτα Πένιγκτον στον εαυτό του. Δεν ήταν σίγουρος για το αποτέλεσμα αλλά παρηγορήθηκε με την ιδέα πως αν δεν έχανε κιλά τουλάχιστον θα απολάμβανε το φαγητό του. Άρχισε λοιπόν να τρώει κρέας, ψάρια, και γαρίδες χωρίς να περιορισμό και έκοψε με το μαχαίρι τους υδατάνθρακες. Προς μεγάλη του ευχαρίστηση έχασε 9 κιλά μέσα σε ένα μήνα και αυτό ήταν η αρχή για να επαναληφθεί η ιστορία του Μπάντινγκ: o Άτκινς θα γινόταν διάσημος συγγραφέας βιβλίων διατροφής πουλώντας 20 εκατομμύρια αντίτυπα. Θα χλευαζόταν όμως ως βλάσφημος από την ιατρική κοινότητα μέχρι πριν να πεθάνει.
Καθώς ο Άτκινς άρχισε να ασχολείται με τη διατροφή, προσελήφθη ως ιατρικός σύμβουλος στην εταιρεία American Telephone and Telegraph Company όπου εφάρμοσε την δίαιτά του σε 65 παχύσαρκους. Οι 64 από αυτούς έφτασαν στο ιδανικό βάρος και μόνο ένας δεν τα κατάφερε παρότι έχασε 41 κιλά. Μετά από αυτό, ο Άτκινς είχε σιγουρευτεί πια ότι οι πρωτεΐνες και τα λίπη δεν παχαίνουν και ότι γι’ όλα έφταιγε «το γκραν γκινιόλ της ζάχαρης» όπως αποκαλούσε τους υδατάνθρακες, «ο σίγουρος δρόμος προς τη δυστυχία». Εν τω μεταξύ είχε βρει στοιχεία στην βιβλιογραφία σύμφωνα με τα οποία η ζάχαρη έκανε μεγαλύτερη ζημιά στην υγεία και το πάχος από ότι το διατροφικό λίπος.
Μετά την επιτυχία που είχαν οι πρώτες δίαιτες του Άτκινς άρχισε το όνομά του να ακούγεται και ύστερα από μερικές εμφανίσεις στην τηλεόραση αποδέχθηκε μια προσφορά να γράψει ένα βιβλίο παρουσιάζοντας τη δίαιτά του. Στο βιβλίο κυκλοφόρησε το 1972 και μέσα σε ένα χρόνο πούλησε 1 εκατομμύριο αντίτυπα.
Ο Άτκινς έγραφε ότι τα δύο τρίτα των θερμίδων πρέπει να προέρχονται από τα λίπη κάτι εντελώς αντίθετο απ’ ότι πίστευαν οι ορθόδοξοι γιατροί της εποχής. Όσον αφορά τους απλούς υδατάνθρακες, δηλαδή τα σάκχαρα, η γνώμη του ήταν η εξής: «Αν είστε υπέρβαροι, έχω μια πολύ απλή μέθοδο για το πόσους απλούς υδατάνθρακες να συμπεριλάβετε στη δίαιτά σας», έγραψε ο Άτκινς. «Ακολουθήστε τις εύκολες αυτές οδηγίες. Πάρτε ένα κομμάτι χαρτί. Πάρτε κι ένα μολύβι. Σχεδιάστε ένα μεγάλο κύκλο στο χαρτί. Διαβάστε την απάντηση. Μηδέν».
Όσον αγορά τα αυγά, ο Άτκινς προέτρεψε τους αναγνώστες του να τα καταναλώνουν άφοβα: «Ελάχιστη σχέση υπάρχει μεταξύ της χοληστερίνης που τρώμε και αυτής που έχουμε στο αίμα μας», είπε ο Άτκινς. «Και για όσους έχουν απαλείψει τα αυγά από τη διατροφή τους, ένα από τα πρώτα πράγματα που τους συνιστώ είναι να ξαναρχίσουν να τρώνε αυγά, τουλάχιστον δύο την ημέρα».
Η επίσημη ιατρική κοινότητα ανατρίχιασε. Ένα απολωλός της πρόβατο αποκαλούσε μύθο το ευαγγέλιο της. Επρόκειτο σίγουρα και κοινό απατεώνα που στόχευε στα λεφτά του κοσμάκη, ή ίσως ακόμη και έναν εγκληματία που παίρνει στο λαιμό του ανθρώπινες ζωές. Ο Αμερικανικός Ιατρικός Σύλλογος κατσάδιασε τους εκδότες του βιβλίου του που προωθούν την αντιεπιστημονική φαντασία, αποκήρυξε τον Άτκινς και τον κάλεσε προς απολογία.
Χοληστερίνη και τριγλυκερίδια
Το 1992 είχαν περάσει 20 χρόνια από την πρώτη έκδοση του βιβλίου και ο αμετανόητος Άτκινς επανήλθε με ένα δεύτερο βιβλίο που αυτή τη φορά θα έκανε πραγματικά πάταγο.
Στο μεσοδιάστημα, οι μελέτες είχαν ενισχύσει τη θέση του Άτκινς. Έγινε κατανοητό ότι η χοληστερίνη χωρίζεται σε καλή και κακή. Βρέθηκε επίσης ότι η κατανάλωση ορισμένων λιπαρών όπως του ελαιόλαδου ρίχνει τη κακή χοληστερίνη και αυξάνει την καλή χοληστερίνη. Επί χρόνια ορισμένοι ερευνητές απορούσαν με τον “διατροφικό μεσαίωνα” των ελληνικών χωριών τα οποία μάλωναν για το ποιο φτιάχνει το καλύτερο λάδι, αλλά όταν κατάλαβαν ότι τα λίπη δεν είναι όλα ίδια, ήρθε στο προσκήνιο η Μεσογειακή Διατροφή. Κοντά στο ελαιόλαδο προστέθηκαν κι άλλα καλά λίπη όπως τα ωμέγα 3 που υπάρχουν στα ψάρια και στους ξηρούς καρπούς. Ανακαλύφθηκε επίσης ότι ένα είδος κορεσμένου λιπαρού, το στεατικό οξύ, το οποίο αποτελεί το 30% του κορεσμένου λίπους στη διατροφή, ρίχνει τη χοληστερίνη στο αίμα.
Καθώς τα λίπη χωρίστηκαν σε καλά και κακά άρχισαν να φαίνονται λιγότερα απαίσια. Τα κακά ήταν τα κορεσμένα αλλά για τον Άτκινς δεν είχε νόημα ο διαχωρισμός. Διότι κάθε διατροφικό λίπος περιέχει συγχρόνως κορεσμένα, μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λίπη σε διάφορα ποσοστά και πρακτικά είναι αδύνατο να τρώει κάποιος μόνο ένα είδος. «Οι περισσότεροι γιατροί παπαγαλίζουν τη γραμμή ότι για τις καρδιακές προσβολές ένοχα είναι τα κορεσμένα λίπη αλλά μην το πιστεύετε ούτε στιγμή», είπε ο Άτκινς.
Υπήρχε όμως ένα λίπος στο οποίο ο Άτκινς επιτέθηκε ανελέητα και ήταν οι μαργαρίνες που τότε ο Αμερικανικός Καρδιολογικός Σύλλογος πλάσαρε ως υγιεινό υποκατάστατο του βουτύρου. Οι μαργαρίνες εκείνης της εποχής είχαν ελάχιστα κορεσμένα λίπη, αλλά ήταν γεμάτες με βιομηχανικά τρανς λιπαρά τα οποία προέρχονται από τη μερική υδρογόνωση των φυτικών ελαίων. Σήμερα ξέρουμε ότι παρότι ακόρεστα, τα τρανς λιπαρά είναι ο Νο 1 διατροφικός εχθρός της υγείας μας.
Ο Άτκινς κέρδισε πόντους όταν άρχισε να θεωρείται στενόμυαλη η άποψη που ήθελε τη χοληστερίνη ως μοναδική αιτία της αρτηριοσκλήρυνσης και των καρδιακών προσβολών. Μια άλλη μορφή λίπους, τα τριγλυκερίδια που κυκλοφορούν στο αίμα, είχαν για καιρό αγνοηθεί αλλά ήταν εξίσου επικίνδυνα. Σε μεγάλες ποσότητες κάνουν το αίμα παχύρρευστο σαν λάσπη, δεν του επιτρέπουν να ρέει εύκολα στα αγγεία και συμβάλλουν στο σχηματισμό θρόμβων. Οι μελέτες όμως έδειξαν ότι τα τριγλυκερίδια αυξάνονται κυρίως με την κατανάλωση υδατανθράκων κι αυτό έσκασε σαν βόμβα στον ιατρικό κόσμο.
Εν τω μεταξύ ένας ενδοκρινολόγος του πανεπιστημίου του Stanford, ο Τζέρυ Ρίβεν, άρχισε να λέει ότι η κατανάλωση υδατανθράκων μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή προσβολή και να προκαλέσει διαβήτη τύπου 2, έστω κι αν δεν ανεβάζει τη χοληστερίνη στο αίμα. Πήρε στον Ρίβεν μια δεκαετία να πείσει τους συναδέλφους του ότι για το «Μεταβολικό Σύνδρομο», έφταιγαν οι υδατάνθρακες, καθώς η άποψη αυτή ήταν μεγάλος μπελάς για την ιατρική κοινότητα. «Μερικές φορές ευχόμασταν να μην υπήρχε διότι κανείς δεν ήξερε πως να το χειριστεί», είχε πει ένας ερευνητής για το «Μεταβολικό Σύνδρομο», ο Ρόμπερτ Σίλβερμαν, σε ένα ιατρικό συμπόσιο το 1987. «Οι πολλές πρωτεΐνες μπορεί να βλάψουν τα νεφρά, τα πολλά λίπη την καρδιά και ο Ριβεν έλεγε τώρα να μην τρώμε πολλούς υδατάνθρακες. Κάτι πρέπει να τρώμε επιτέλους».
Χορταστική η δίαιτα
Τον Ιούλιο του 2002, στην εφημερίδα The New York Times, ο δημοσιογράφος Γκάρυ Τώμπς έγραψε ένα μακροσκελές άρθρο που θα ήταν μια υπόγεια καταγγελία της εχθρικής σιωπής που επικρατούσε στον ιατρικό κόσμο έναντι του Άτκινς.Ο Τώμπς επισκέφθηκε καμιά τριανταριά ειδικούς και άφησε να εννοηθεί ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως τα παρουσίαζε η επίσημη ιατρική κοινότητα.
Ένας ειδικός επί της παχυσαρκίας, ο Γκάρυ Φόστερ που ήταν επικεφαλής ενός προγράμματος αδυνατίσματος στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια είπε στο δημοσιογράφο: «Ανήκω στους επίσημους του χώρου, έχω ξοδέψει τη ζωή μου ερευνώντας τρόπους θεραπείας της παχυσαρκίας και το 100% αυτών ήταν στην κατεύθυνση των χαμηλών λιπαρών και των υψηλών υδατανθράκων. Τώρα αρχίζω και σκέφτομαι ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονταν».
Ο Φόστερ είχε κάνει μια μελέτη για τη δίαιτα Άτκινς και μετά από τρεις μήνες οι παχύσαρκοι εθελοντές είχαν χάσει 8,5 κιλά κατά μέσο όρο. Η έκπληξη ήρθε από τη χοληστερίνη. Ναι μεν η κακή ανέβηκε 7 μονάδες αλλά η καλή ανέβηκε 12 μονάδες που σημαίνει ένα πολύ καλύτερο προφίλ. Η μεγάλη διαφορά ήταν στα τριγλυκερίδια τα οποία έπεσαν κατά 22 μονάδες. «Ήταν απρόσμενο, για να το πω ήπια», δήλωσε ο Φόστερ, «και μας έκανε να σκεφτούμε ότι κάτι υπάρχει εδώ».
Η δήλωση του καρδιολόγου δρ. Κένιν Όμπριαν του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, ο οποίος συμμετείχε σε ανάλογη μελέτη ήταν: «Τα στοιχεία πείθουν ότι οι άνθρωποι χάνουν περισσότερο βάρος με τη δίαιτα Άτκινς και επιπλέον το ρίσκο για καρδιολογικά προβλήματα μάλλον βελτιώνεται. Είναι δύσκολο να το καταπιούμε. Τα στοιχεία είναι στοιχεία ακόμα και αν έρχονται σε αντίθεση με ένα δόγμα 30 ετών».
H διευθύντρια ερευνών για την παχυσαρκία στο φημισμένο Joslin Diabetes Center του Harvard, Ελευθερία Μαράτου-Φλάϊερ, είπε στον δημοσιογράφο: «Για ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, ίσως για το 30-40% οι δίαιτες χαμηλών λιπαρών δεν έχουν αποτέλεσμα. Έχουν το παράδοξο να κάνουν τους ανθρώπους πιο παχείς».
Ο Σαμ Κλέϊν, πρόεδρος ενός ιδρύματος μελετών για την παχυσαρκία και σεβαστό μέλος της διατροφικής κοινότητας περιέγραψε την εμπειρία του από τα ιατρικά συνέδρια λέγοντας: «Είμαι εντυπωσιασμένος, από την οργή που επιδεικνύουν οι πανεπιστημιακοί του ακροατηρίου όταν πρόκειται να ακούσουν στοιχεία. Η αντίδρασή τους είναι, “πως τολμάτε να παρουσιάζετε στοιχεία για τη δίαιτα Άτκινς!”».
Ο δημοσιογράφος τελείωνε το κείμενο του λέγοντας ότι είχε πάρει συνέντευξη από τον Τζον Φάρκιουχαρ, καθηγητή στο Stanford University o οποίος του εξήγησε για ποιο λόγο κάποιος που τρώει λίγα λίπη είναι δυνατόν να παχαίνει αλλά δεν ήθελε να τον αναφέρει στο κείμενό του. Στη συνέχεια όμως ο Φάρκιουχαρ έστειλε ένα e-mail στον Τωμπς ρωτώντας τον: “Μπορούμε να κάνουμε τους κατήγορους του λίπους να απολογηθούν;”
Χόρταση και μεταβολισμός
Στη συνέχεια, αρκετές μελέτες που διεξήχθησαν έδειξαν ότι η δίαιτα Άτκινς αδυνατίζει περισσότερο από μια δίαιτα πείνας για δύο λόγους: Πρώτον είναι πολύ πιο χορταστική. Η δίαιτα Άτκινς παρέχει λιγότερες θερμίδες διότι το κρέας είναι πιο χορταστικό από τα μακαρόνια και τα αναψυκτικά όταν αυτά παρέχουν τις ίδιες θερμίδες.
Ο καθηγητής βιοχημείας Γκένδερ Μπόντεν του Πανεπιστημίου Τεμπλ, δημοσίευσε το 2005 μια μελέτη επί 10 παχύσαρκων διαβητικών τύπου 2 που τρώγοντας το συνηθισμένο τους φαγητό έπαιρναν 3.111 θερμίδες την ημέρα. Όταν ακολούθησαν τη δίαιτα Άτκινς, ο Μπόντεν διαπίστωσε ότι έπαιρναν καθημερινά μόνο 2.164, δηλαδή 30% λιγότερο από πριν. Ο Μπόντεν δήλωσε: «Ζυγίσαμε και μετρήσαμε κάθε θερμίδα που οι συμμετέχοντες έφαγαν και κάθε θερμίδα που ξόδεψαν… Αποδείξαμε ότι οι άνθρωποι χάνουν βάρος με τη δίαιτα Άτκινς επειδή τρώνε λιγότερο… Αυτό μου δείχνει ότι οι υδατάνθρακες ήταν αυτοί που κέντριζαν την υπερβάλλουσα όρεξη… Δεν χρειάζεται να κόψετε τους υδατάνθρακες τόσο δραστικά όπως οι συμμετέχοντες. Αν τους κόψετε μετριοπαθώς, μειώνεται τις θερμίδες και αδυνατίζετε».
Ο δεύτερος λόγος που η δίαιτα αυτή είναι πιο αποτελεσματική είναι ότι για να διασπαστούν οι πρωτεΐνες από το σώμα χρειάζεται να καταναλωθεί μεγαλύτερη ενέργεια από ότι στη περίπτωση των υδατανθράκων.
Ο καθηγητής βιοχημείας Ρίτσαρντ Φέινμαν του Κρατικού Πανεπιστημίου της Ν. Υόρκης, εξηγεί τι μπορεί να συμβαίνει: Στην πρώτη φάση της δίαιτας Άτκινς, οι υδατάνθρακες παρέχουν 20 γραμμάρια γλυκόζη ενώ ο εγκέφαλος χρειάζεται τουλάχιστον 100 γραμμάρια. Tο σώμα πρέπει να χρησιμοποιήσει 110 γρ. πρωτεϊνών για να παράγει 60-65 γρ. γλυκόζης, ενώ άλλα 15-20 γρ. φτιάχνει από τη γλυκερόλη των τριγλυκεριδίων. Δεν είναι ξεκάθαρο αν το σώμα χρησιμοποιεί τις δικές του πρωτεΐνες ή της διατροφής. Αν χαλάει τις δικές του πρωτεΐνες, πρέπει να τις επανασυνθέσει και το ενεργειακό κόστος γι’ αυτή τη δουλειά είναι 4-5 θερμίδες για κάθε γραμμάριο πρωτεΐνης. Αυτό σημαίνει ότι το σώμα μπορεί να ξοδεύει 400 θερμίδες την ημέρα για να παράγει γλυκόζη από τις πρωτεΐνες. Στην περίπτωση μια δίαιτας πολλών υδατανθράκων, όπως είναι η δίαιτα χαμηλών λιπαρών, το πλεονέκτημα αυτό χάνεται.
Τέλος, μια δίαιτα χαμηλών λιπαρών η οποία περιορίζει την πρόσληψη των συνολικών θερμίδων, κάτι που δεν συμβαίνει με τη δίαιτα Άτκις. Αυτό προκαλεί πείνα και ο εγκέφαλος μειώνει τον μεταβολισμό, κάτι που αποτελεί εμπόδιο στην απώλεια κιλών.