Η κακή χοληστερίνη, η LDL, είναι η κυρίως υπεύθυνη για τη δημιουργία της αθηροσκλήρωσης των αρτηριών όταν βρίσκεται σε υψηλή συγνέντρωση στο αίμα. Η LDL χοληστερίνη διαπερνά το τοίχωμα των αρτηριών και δημιουργεί τις αθηροσκληρωτικές πλάκες που μπορούν να θεωρηθούν βόμβες οι οποίες, όταν εκραγούν, προκαλούν φράζοντας την αρτηρία έμφραγμα του μυοκαρδίου (καρδιακή προσβολή) ή ένα ισχαιμικό εγκεφαλικό. Όμως εκτός από την LDL χοληστερίνη υπάρχει και μία άλλη μορφή της που είναι κακή και ονομάζεται λιποπρωτεΐνη α, γνωστή ως Lp(α). Πρόκειται για το μόριο της LDL χοληστερίνης γύρω από το οποίο υπάρχει μια πρωτεΐνη που ονομάζεται αποπρωτεΐνη α και της οποίας ο ρόλος παραμένει άγνωστος μέχρι σήμερα.
Κάποιοι ερευνητές θεώρησαν στο παρελθόν ότι η ότι λιποπρωτεΐνη α είναι εξίσου επικίνδυνη με την LDL, (και φαίνεται πως έχει σχέση με τη δημιουργία θρόμβων) ωστόσο νεότερες έρευνες δείχνουν ότι η ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν όσοι έχουν υψηλά επίπεδα Lp(a) είναι σημαντικά λιγότερος από τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν λόγω υψηλών επιπέδων χοληστερόλης LDL.
H λιποπρωτεΐνη α, σε αντίθεση με τη LDL, δεν επηρεάζεται από φάρμακα ούτε από δίαιτα. Για παράδειγμα, οι στατίνες, τα συνήθη φάρμακα που εκατομμύρια άνθρωποι με υψηλή χοληστερίνη σε όλο τον κόσμο λαμβάνουν για να μειώσουν τον κίνδυνο εμφράγματος και εγκεφαλικού, δεν επιδρούν στη λιποπρωτεΐνη α. Πάντως, η νιασίνη, μια βιταμίνη του συμπλέγματος των βιταμινών “Β”, που θεωρείται ότι γενικά μειώνει τη χοληστερίνη, έχει κάποια επίδραση στη λιποπρωτεΐνη(α), αλλά μπορεί να προκαλέσει ερυθρίαση προσώπου. Ακόμη, η ασπιρίνη μπορεί να μειώσει κάπως τα επίπεδα της λιποπρωτεΐνης α. Επίσης θα μειώσετε την λιποπρωτεΐνη α στο αίμα σας αν μειώσετε την καθημερινή σας κατανάλωση σε τρανς λιπαρά.
Η λιποπρωτεΐνη α καθορίζεται γονιδιακά, όπως γονιδιακά καθορίζεται η επικινδυνότητά της για την πρόκληση στεφανιαίας νόσου. Αυτό αποδεικνύεται από συγκεκριμένες μελέτες γενετικής που δημοσιεύονται σε ένα από τα πλέον έγκριτα ιατρικά περιοδικά, το ‘New England Journal of Medicine.’
Γενικότερα, όσον αφορά τα λιπίδια και ειδικότερα τη χοληστερίνη έχει ιδιαίτερη σημασία το ποσοστό της καλής χοληστερίνης που ονομάζεται HDL. Η καλή χοληστερίνη αντιστρατεύεται την κακή, γιατί αφαιρεί τα λίπη από τα τοιχώματα των αρτηριών και τα μεταφέρει στο ήπαρ (συκώτι), όπου και αποδομούνται (καταστρέφονται). Τιμές HDL μεγαλύτερες του 50-60 mg θεωρούνται ότι παρέχουν προστασία. Μία από τις βασικότερες επιδημιολογικές μελέτες, η γνωστή μελέτη Framinham, έδειξε ότι όταν η σχέση της ολικής χοληστερίνης με την HDL είναι μεγαλύτερη του 5 (ολική χοληστερίνη / HDL > 5 ) τότε ο άνθρωπος έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξει αθηροσκλήρωση. Αντιθέτως, όταν η σχέση αυτή είναι μικρότερη του 4, τότε τα άτομα αυτά έχουν μικρή πιθανότητα να αναπτύξουν αθηροσκλήρωση.
Παράλληλα με το χρήσιμο αυτό δείκτη σήμερα εμφανίζεται στη βιβλιογραφία ένα test που λέγεται CVD και στηρίζεται στην ανίχνευση αντισωμάτων κατά της φωσφορυλοχολίνης (PC) η οποία συνδέεται με την οξειδωμένη LDL που είναι ο κύριος καταστροφέας των αρτηριών. Έτσι ελαττωμένες τιμές αντισωμάτων φωσφορυλοχολίνης υποδηλώνουν την ύπαρξη και εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης των αρτηριών.
Στη φαρέτρα του σήμερα ο σύγχρονος ιατρός διαθέτει εκτός από το CVD test δύο ακόμα tests, το CRP test και το Plac test που προσδιορίζουν το πόσο σταθερές είναι οι αθηροσκληρωτικές πλάκες. Η αστάθεια των αθηροσκληρωτικών πλακών, που τις καθιστά επιρρεπείς στο να σπάσουν, εξαρτάται κυρίως από την κατάσταση που βρίσκεται το τοίχωμά τους από πλευράς φλεγμονής.