Οσοι κάνουν διαλογισμό επί 30 λεπτά την ημέρα, για μόλις οκτώ εβδομάδες, βελτιώνουν τη μνήμη, την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους και αισθάνονται λιγότερο το στρες. Οι αλλαγές αυτές είναι μετρήσιμες και εντοπίζονται στην πυκνότητα της φαιάς ουσίας στον εγκέφαλο, γράφουν οι ερευνητές στο «Psychiatry Research: Neuroimaging». Η μελέτη πραγματοποιήθηκε πριν και μετά την έναρξη των μαθημάτων διαλογισμού. Οι εθελοντές υποβλήθηκαν σε μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλου που έδειξαν ότι υπήρξε αύξηση στη φαιά ουσία του ιππόκαμπου ο οποίος παίζει καθοριστικό ρόλο στη μάθηση και στη μνήμη. Οι τομογραφίες έδειξαν επίσης μείωση της φαιάς ουσίας στην αμυγδαλή, που σχετίζεται με το άγχος και το στρες. Στη μελέτη συμμετείχε επίσης μια ομάδα που δεν έκανε διαλογισμό και στην οποία δεν παρατηρήθηκε καμιά αλλαγή.
Πώς όμως έμαθαν να διαλογίζονται οι εθελοντές της μελέτης, οι οποίοι ναι μεν αναζητούσαν τρόπους να ελαττώσουν το στρες τους, αλλά ποτέ στο παρελθόν είχαν διαλογιστεί; Οπως εξηγεί η δρ Μπρίτα Χέλτσελ, ψυχολόγος στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, οι εθελοντές διδάχθηκαν τον βασισμένο στη γνώση και συναίσθηση διαλογισμό (mindfulness διαλογισμός). «Η κεντρική ιδέα είναι να χρησιμοποιούνται διαφορετικά αντικείμενα για να συγκεντρώνει κανείς εκεί την προσοχή του, εστιάζοντας ίσως στην αναπνοή, στα συναισθήματα ή στις σκέψεις τους ή παρατηρώντας οποιαδήποτε αίσθηση του σώματός του», λέει η δρ Χέλτσελ. «Απώτερος στόχος όμως είναι να παραμένει το μυαλό στο εδώ και τώρα, αντί να περιπλανιέται οπουδήποτε». Σε γενικές γραμμές, οι διαλογιζόμενοι κάθονται με ίσια την πλάτη σε μια καρέκλα ή στο πάτωμα και σε συνθήκες ησυχίας, αν και μερικές φορές υπάρχει ένας δάσκαλος που καθοδηγεί το μάθημα, προσθέτει.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο όργανο και το να καταλάβουν οι επιστήμονες τι ακριβώς σημαίνει η αυξημένη πυκνότητα της φαιάς ουσίας δεν είναι απλό. «Ο συγκεκριμένος ερευνητικός τομέας βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα και δεν ξέρουμε ακόμα αρκετά για το όλο θέμα», επισημαίνει η δρ Χέλτσελ. «Θα έλεγα ότι τα ευρήματά μας είναι προκαταρκτικά. Βλέπουμε ότι κάτι υπάρχει, αλλά θα πρέπει να τα επαληθεύσουμε και να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνουν».
Τα δυνητικά οφέλη του διαλογισμού στην υγεία δεν ήταν εύκολο να εξακριβωθούν. Ομως μια μελέτη του 2009 έδειξε πως μπορεί να ελαττώνει την αρτηριακή πίεση στους καρδιοπαθείς και να μειώσει τα εμφράγματα, ενώ μια άλλη του 2007 έδειξε πως οι διαλογιζόμενοι έχουν αυξημένη ικανότητα προσοχής. Προγενέστερες μελέτες, εξάλλου, έχουν δείξει πως όντως υπάρχουν δομικές αλλαγές μεταξύ των εγκεφάλων ατόμων που κάνουν διαλογισμό και όσων δεν κάνουν, αν και η νέα μελέτη είναι η πρώτη που καταγράφει αλλαγές στην φαιά ουσία εξαιτίας του διαλογισμού.
Η δρ Χέλτσελ αναφέρει πως απώτερος στόχος της ιδίας και των συναδέλφων της είναι να διαπιστώσουν πώς ακριβώς βελτιώνει ο διαλογισμός τη ζωή των θιασωτών του. «Πολλές μελέτες έχουν αποδώσει στον διαλογισμό αυξημένη ευεξία και βελτίωση στην ποιότητα της ζωής, αλλά είναι πάντοτε δύσκολο να καθορίσεις πόσο αντικειμενικά είναι τέτοιου είδους ευρήματα», εξηγεί. «Είναι ακόμα σχετικά λίγα αυτά που γνωρίζουμε για τον εγκέφαλο και τους ψυχολογικούς μηχανισμούς με τους οποίους συμβαίνουν όλ’ αυτά».
Σε μια μελέτη του 2008 που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «PLoS One», ερευνητές διαπίστωσαν πως όταν μια ομάδα διαλογιζομένων άκουγε τον ήχο ανθρώπων που υπέφεραν, παρουσίαζε ισχυρότερη ενεργοποίηση σε ορισμένα τμήματα του κροταφικού λοβού του εγκεφάλου της απ’ ό,τι άλλοι εθελοντές οι οποίοι δεν διαλογίζονταν. Τα τμήματα αυτά του κροταφικού λοβού σχετίζονται με τη συμπόνια. «Αυτό πρακτικά σημαίνει πως οι διαλογιζόμενοι πιθανώς είναι πιο πρόθυμοι να βοηθήσουν κάποιον που υποφέρει και ότι λειτουργούν με μεγαλύτερη συμπόνια», καταλήγει η δρ Χέλτσελ.