Στις 6 Ιανουαρίου 2011, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Science» το αποτέλεσμα ενός ενδιαφέροντος πειράματος που πραγματοποιήθηκε στο Weizmann Institute of Science του Ισραήλ. Ο Noam Sobel και οι συνεργάτες του κατάφεραν να αποδείξουν ότι τα γυναικεία δάκρυα περιέχουν έναν φερομονικό παράγοντα ο οποίος μπορεί να καταστέλλει, με τρόπο υποσυνείδητο, κάθε ερωτική επιθυμία των αντρών για τη γυναίκα που κλαίει. Στην πρώτη φάση των πειραμάτων τους, οι ερευνητές ήθελαν να διαπιστώσουν αν τα γυναικεία δάκρυα εκλύουν κάποια αποτρεπτική ή κατασταλτική οσμή. Εδωσαν λοιπόν σε 24 άνδρες εθελοντές να μυρίσουν δείγματα από απλώς αλατισμένο νερό και, εναλλακτικά, δείγματα από πραγματικά δάκρυα που είχαν συλλέξει από γυναίκες οι οποίες παρακολουθούσαν κάποια μελό ταινία. Το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό: είτε οι εθελοντές μύριζαν το αλατισμένο νερό είτε τα δάκρυα, δεν κατεγράφη η παραμικρή διαφορά.
Το νόημα αυτού του αποτελέσματος είναι ότι η επίδραση των δακρύων δεν είναι να πυροδοτούν μια σειρά από προφανείς και συνειδητούς συνειρμούς. Αντίθετα, η επίδρασή τους πρέπει να είναι πολύ πιο υπόγεια και υποσυνείδητη! Μια εύλογη υπόθεση θα ήταν ότι το οσφρητικό χημικό σήμα των δακρύων συνδυάζεται και ενισχύεται συνειδητά από την οπτική εικόνα της γυναίκας που κλαίει. Ομως, όπως απέδειξαν με ειδικά τεστ, αυτό δεν συμβαίνει! Το αποφασιστικό βήμα του όλου πειράματος έγινε όταν οι ερευνητές ζήτησαν από τους εθελοντές να πουν πότε ένιωθαν κάποια σεξουαλική έλξη για τα θλιμμένα πρόσωπα των γυναικών. Η θέα ενός θλιμμένου γυναικείου προσώπου σε συνδυασμό με την όσφρηση πραγματικών δακρύων περιόριζαν σημαντικά την πιθανότητα να βρουν οι εθελοντές έστω και ελάχιστα ελκυστική ερωτικά τη συγκεκριμένη γυναίκα. Αυτή η απώθηση ή καταστολή κάθε ερωτικής επιθυμίας για τη γυναίκα που κλαίει επιβεβαιώθηκε και από τα χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης και τη σχεδόν πλήρη απενεργοποίηση των περιοχών του εγκεφάλου που συνδέονται με την ερωτική διέγερση!
Σήμερα, τόσο η ένταση της σεξουαλικής έλξης όσο και η σφοδρότητα των ερωτικών μας παθών θεωρούνται περίπλοκες βιοψυχολογικές εκδηλώσεις που, σε τελευταία ανάλυση, ρυθμίζονται από συγκεκριμένους βιοχημικούς παράγοντες (π.χ. ορμόνες και φερομόνες)· παράγοντες που επηρεάζουν υποσυνείδητα τη λειτουργία του εγκεφάλου μας και μέσω αυτού το σύνολο της συμπεριφοράς μας. Επιπλέον, και παρά τις σεξιστικές πολιτισμικές μας εμμονές, θεωρείται πλέον ευρέως αποδεκτό ότι αυτά τα ρυθμιστικά μόρια επιδρούν διαφορετικά στους άνδρες και στις γυναίκες.
Δεν θα πρέπει συνεπώς να μας εκπλήσσει το ότι διαδικασίες όπως οι χρονοβόρες ερωτοτροπίες μας ρυθμίζονται και εξαρτώνται κυρίως από «ενδογενείς» βιολογικούς και μόνο εν μέρει από «εξωγενείς» πολιτισμικούς παράγοντες. Εκπληξη, αντίθετα, προκαλεί το τεράστιο χρονικό διάστημα που απαιτήθηκε μέχρι τελικά να αναγνωρίσουμε και, παρά τις ιδεοληψίες του παρελθόντος, να αποδεχτούμε την «πραγματική» φύση των μεταβλητών που, σε τελευταία ανάλυση, καθορίζουν τα ερωτικά μας ήθη και πάθη.
Πηγή: enet.gr