Μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι φαίνεται να περνούν την πόρτα του λυκείου πολλοί μαθητές, αφού σε έρευνα που έγινε σε γυμνάσια και λύκεια της χώρας καταδεικνύεται ότι, ενώ τα ποσοστά μαθητών και μαθητριών που καπνίζουν είναι 6,6% και 5% αντίστοιχα στο γυμνάσιο, τα ποσοστά αυτά αυξάνονται δραματικά στο λύκειο, φτάνοντας στο 23,5% και 22,2%. Τα παραπάνω στοιχεία, “προϊόν” σχετικής εργασίας, περιλαμβάνονται σε βιβλίο του αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Γιάννη Θεοδωράκη.
Επιπλέον, όπως αναφέρει ο αντιπρύτανης, οι μαθητές που είναι πιο επιρρεπείς προς το κάπνισμα είναι αναλόγως πιο αρνητικοί προς την άσκηση και τα σπορ, την υγιεινή διατροφή και πιο θετικοί προς τη βία στα γήπεδα και τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Η άσκηση, σύμφωνα με τον ίδιο, βοηθάει τα άτομα να μην αποκτήσουν μια κακή συνήθεια, όπως είναι το κάπνισμα.
«Είναι πολύ γνωστό ότι το συστηματικό κάπνισμα προκαλεί ισχυρό εθισμό, που δύσκολα μπορεί κανείς να τον αποβάλλει. Στην προσπάθεια διακοπής του καπνίσματος, έχουν προταθεί πολλές τεχνικές και ιδέες. Δυστυχώς, καμιά δεν φαίνεται αποτελεσματική, όταν δεν υπάρχει η έντονη θέληση και η αποφασιστικότητα του ατόμου να το διακόψει», σημειώνει ο κ. Θεοδωράκης.
Όσον αφορά τους αθλητές, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών δεν καπνίζει. Σε μια έρευνα με άτομα που έτρεχαν, μόνο το 2% ανέφερε ότι κάπνιζε 20 ή περισσότερα τσιγάρα την ημέρα. Υπήρξε, επίσης, αρνητική συσχέτιση μεταξύ της χρήσης τσιγάρου και της εβδομαδιαίας προπόνησης σε χιλιομετρικές αποστάσεις. Το 70% των καπνιστών, όταν άρχισε να ασχολείται με το τζόκινγκ ή γενικά με το τρέξιμο, σταμάτησε να καπνίζει.
Σε άλλες έρευνες, σημειώνει ο κ. Θεοδωράκης, η άσκηση έδειξε να έχει θετική επίδραση στην αποχή από το κάπνισμα, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ή τα άτομα που αύξησαν το ποσοστό ενασχόλησης τους με την άσκηση κάπνιζαν λιγότερο απ’ αυτούς που δεν γυμναζόταν.
Παρόμοια αποτελέσματα εντοπίζονται και σε άλλη μελέτη, στην οποία φαίνεται ότι οι αθλητές, ή άνθρωποι που απλά ασχολούνται με τα σπορ, καπνίζουν σε μικρότερο ποσοστό.
Σχετική έρευνα σε ελληνικό πληθυσμό έδειξε, σύμφωνα με τον ίδιο, ότι όσο αυξάνεται η ηλικία των ατόμων, τόσο μειώνεται η ενασχόλησή τους με την άσκηση και, παράλληλα, αυξάνεται ο αριθμός των τσιγάρων που καπνίζουν. Επίσης, όσο αυξάνονται τα χρόνια της ενασχόλησης με την άσκηση, τόσο μειώνεται ο αριθμός των τσιγάρων που καπνίζουν.
Επιπλέον, όσοι είναι εν ενεργεία αθλητές καπνίζουν λιγότερο, εν συγκρίσει με αυτούς που δεν είναι αθλητές, αλλά και όσοι ασκούνταν παλαιότερα καπνίζουν λιγότερο, σε σύγκριση με αυτούς που δεν είχαν ποτέ καμία ενασχόληση με την άσκηση. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, η άσκηση βοήθησε στην ελάττωση του καπνίσματος, ενώ, σε γενικές γραμμές, όσο πιο πολύ ασκούνται τα άτομα, τόσο πιο λίγο καπνίζουν.
Φαίνεται ότι η άσκηση αποτρέπει τα άτομα από τη συνήθεια του καπνίσματος ή ενισχύει την προσπάθεια των καπνιστών να περιορίσουν ή να διακόψουν το κάπνισμα.
«Βέβαια, η άσκηση δεν προτείνεται άμεσα ως μέσο μείωσης του εθισμού, αλλά ως εναλλακτική τεχνική απασχόλησης, ή απόσπασης, ή μετατόπισης της προσοχής από τις τυπικές συνήθειες των καπνιστών, ως διαδικασία συναισθηματικής κάλυψης, με τη βοήθεια μιας ευχάριστης ενασχόλησης, ως στρατηγική ελέγχου του στρες και ως διαδικασία που εισάγει στον υγιεινό τρόπο ζωής, γενικά», επισημαίνει ο κ. Θεοδωράκης.
Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει η χρήση της άσκησης ως μέσον ελάττωσης του καπνίσματος σε άτομα με καρδιοπάθεια. Ένα μεγάλο ποσοστό καρδιοπαθών (32.5%) εξακολουθεί να καπνίζει κι έπειτα από καρδιακό επεισόδιο. Αυτή η κατηγορία ασθενών χαρακτηρίζεται δύσκολη, καθώς δείχνει αρνητικές συμπεριφορές σε ό,τι αφορά την υγεία της, δεν παίρνει συστηματικά τα φάρμακα, δεν ασκείται και δεν κάνει ιδιαίτερη προσπάθεια να κόψει το κάπνισμα.
Οι έρευνες έδειξαν ότι η άσκηση επιδρά θετικά στην προσπάθεια καρδιοπαθών να περιορίσουν το κάπνισμα. Ο συνδυασμός άσκησης και αγωγής υγείας πάνω στο κάπνισμα, τη διατροφή και τον έλεγχο του στρες, βοήθησε τους ασθενείς να υιοθετήσουν πιο υγιεινές συμπεριφορές, όπως μείωση ή και διακοπή του καπνίσματος, καλή διατροφή και συχνή άσκηση.
«Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται ότι για άτομα με καρδιοπάθεια, που θα καταφέρουν να εντάξουν την άσκηση στο πρόγραμμά τους, αυξάνονται οι πιθανότητες περιορισμού ή και διακοπής του καπνίσματος», σημειώνει ο αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και επισημαίνει πως, γενικότερα, η άσκηση είναι απαραίτητη, αφού μπορεί να επηρεάσει θετικά και να ωφελήσει τους ασθενείς που καπνίζουν, είτε βοηθώντας τους να κόψουν το κάπνισμα, είτε βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής τους.
Ωστόσο, μελετώντας τις θεωρίες που περιγράφουν τους μηχανισμούς που οδηγούν τα άτομα στο κάπνισμα και τις επιδράσεις της άσκησης, μπορούμε να πούμε ότι η άσκηση και το κάπνισμα φαίνεται να έχουν μια ανταγωνιστική σχέση, αναφέρει ο κ. Θεοδωράκης.
Η άσκηση βοηθάει στην καταπολέμηση της υπερέντασης και του στρες και μπορεί, μ’ αυτόν τον τρόπο, να ικανοποιηθούν τα κίνητρα όσων δηλώνουν ότι καπνίζουν για καταπράυνση-ηρεμία. Επίσης, η άσκηση προκαλεί την έκκριση ουσιών (νευροδιαβιβαστών), που προκαλούν αίσθημα ευεξίας (ενδορφίνες, σεροτονίνη, νορεπινεφρίνη) και θα μπορούσε σε κάποιο βαθμό να ικανοποιήσει τα κίνητρα όσων δηλώνουν ότι καπνίζουν, επειδή αισθάνονται όμορφα (θεωρίες “αδυναμίας, άφεσης, ικανοποίησης”). Ακόμη, όσοι ασκούνται έχουν λιγότερα συμπτώματα κατάθλιψης, επομένως, η άσκηση μπορεί να υποκαταστήσει το κάπνισμα σε όσους καπνίζουν για να αντιμετωπίσουν τέτοιου είδους προβλήματα. Τέλος, η άσκηση ενισχύει την αίσθηση του ελέγχου, την αίσθηση της αυτο-αποτελεσματικότητας, της αυτοεκτίμησης και την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων. Καλύπτει, επομένως, αρκετά από τα ψυχοκοινωνικά κίνητρα όσων υποστηρίζουν ότι καπνίζουν για τέτοιους λόγους.
«Η προβολή της άσκησης και του υγιεινού τρόπου ζωής, οι σχετικές καμπάνιες, η εκπαίδευση και η ενημέρωση σε θέματα άσκησης και υγείας, η προαγωγή παρεμβατικών ή βιωματικών προγραμμάτων άσκησης και υγείας, αξίζει να αποτελούν προτεραιότητα και για τη χώρα μας. Καθώς η ενημέρωση και η πληροφόρηση παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των στάσεων των ατόμων για την άσκηση και το κάπνισμα, η Πολιτεία οφείλει να συνεχίζει τον αγώνα της ευαισθητοποίησης, ιδίως στο νεαρό πληθυσμό. Μια μόνιμη πολιτική αγωγής υγείας στο θέμα του καπνίσματος αξίζει της προσοχής του εκπαιδευτικού συστήματος», καταλήγει ο κ. Θεοδωράκης.