Σύμφωνα με μία νέα μελέτη, το να έχει κάποιος μια κακή, περιορισμένης διάρκειας ή χαμηλά αμειβόμενη δουλειά μπορεί να βλάψει την ψυχική του υγεία περισσότερο απ’ ό,τι η ανεργία. Επιστήμονες ανέλυσαν στοιχεία από περισσότερους από 7.000 εθελοντές από την Αυστραλία και επιβεβαίωσαν κατ’ αρχήν ότι η ανεργία αποτελεί πλήγμα για την ψυχική ευεξία. Όμως, προς μεγάλη τους έκπληξη διαπίστωσαν πως η έκφραση «δουλειά να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι» δεν ευσταθεί, καθώς υπέφεραν περισσότερο κι απ’ τους ανέργους όσοι εθελοντές βρίσκονταν σε δουλειές στις οποίες αμείβονταν λίγο, περνούσαν τα πάνδεινα από τους συναδέλφους και/ή τους προϊσταμένους τους ή ήταν με σύμβαση ορισμένου χρόνου.
Στην πραγματικότητα, την μεγαλύτερη μείωση στην ψυχική τους υγεία παρουσίασαν με το πέρασμα του χρόνου όσοι εθελοντές είχαν τις δουλειές με την χαμηλότερη ποιότητα. Επιπλέον, οι ερευνητές ανακάλυψαν απ’ ευθείας συσχέτιση ανάμεσα στον αριθμό των δυσάρεστων εργασιακών συνθηκών και της ψυχικής υγείας, με κάθε ένα πρόβλημα που αύξανε την δυσαρέσκειά τους από την δουλειά τους, να χειροτερεύει και την βαθμολογία της ψυχικής ευεξίας τους σε μια ειδική κλίμακα.
Ακόμα και για τους ανέργους, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της δουλειάς που έβρισκαν επηρέαζαν τα οφέλη στην ψυχική τους υγεία. Όσοι βρήκαν μια δουλειά με πολλά ποιοτικά χαρακτηριστικά παρουσίασαν βελτίωση κατά 3 βαθμούς στην ψυχική ευεξία τους, ενώ όσοι βρήκαν μια δουλειά με φτωχά ποιοτικά χαρακτηριστικά παρουσίασαν μείωση κατά 5,6 βαθμούς!
«Οι εργασιακές πολιτικές βασίζονται στο αξίωμα ότι η οποιαδήποτε δουλειά είναι προτιμότερη από τη μη δουλειά, με την πεποίθηση ότι η δουλειά ευνοεί την οικονομική αλλά και την προσωπική ευεξία», γράφουν οι ερευνητές στην επιθεώρηση «Επαγγελματική & Περιβαλλοντική Ιατρική» (OEM). «Ωστόσο η μελέτη μας δείχνει πως η ποιότητα της δουλειάς αποτελεί καθοριστικό παράγοντα, ο οποίος θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των πολιτικών απασχόλησης».