Αρκετές φορές οι βρισιές κάνουν κακή εντύπωση για εκείνον που τις εκστομίζει αλλά φαίνεται ότι λειτουργούν ως ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό παυσίπονο, υποστηρίζει έρευνα βρετανών επιστημόνων. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα «γαλλικά», όταν χρησιμοποιούνται ως αντίδραση στον πόνο, είναι τέσσερις φορές πιο ισχυρά ως παυσίπονο στα άτομα που εν γένει στη ζωή τους δεν συνηθίζουν να βρίζουν.
Για τις ανάγκες της μελέτης, ερευνητές του πανεπιστημίου του Κeele στη Βρετανία, χώρισαν 71 νεαρούς ενήλικες σε δύο ομάδες – μία που περιελάμβανε άτομα τα οποία εκστόμιζαν λιγότερες από δέκα υβριστικές λέξεις την ημέρα και μία με άτομα που εκστόμιζαν περισσότερες από 40. Σε όλους ζητήθηκε να βυθίσουν τα χέρια τους σε παγωμένο νερό και να τα κρατήσουν εκεί για όσο μπορούσαν. Στην αρχή κλήθηκαν να το κάνουν ενώ επαναλάμβαναν μία μή υβριστική λέξη και στη συνέχεια να κάνουν την ίδια διαδικασία επαναλαμβάνοντας μία υβριστική λέξη της επιλογής τους.
Διαπιστώθηκε ότι εκείνοι που δεν βρίζουν στην καθημερινότητά τους, άντεξαν το παγωμένο νερό για 45 δευτερόλεπτα περισσότερο όσο έβριζαν σε σχέση με το διάστημα που δεν έβριζαν. Ωστόσο, τα άτομα της άλλης ομάδας μπόρεσαν να αντέξουν το παγωμένο νερό για μόλις δέκα δευτερόλεπτα παραπάνω.
Γιατί όμως; Ο ψυχολόγος του πανεπιστημίου Harvard και συγγραφέας του βιβλίου «The Stuff of Thought» -μία εξερεύνηση στην ψυχολογία της γλώσσας-, Steven Pinker, λέει ότι αυτό συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι είμαστε «προγραμματισμένοι» να βρίζουμε ως μέσο κάθαρσης. Ξεχωρίζει, μάλιστα, τις καθαρτικές βρισιές από την χρήση αισχρολογιών ως περιγραφές, ως ιδιωματισμούς, προσβλητικά ή ως μέσο έμφασης, και σημειώνει ότι αντίστοιχες συμπεριφορές συναντάμε και στα ζώα, κάτι που αποδεικνύει τις εξελικτικές ρίζες της θεωρίας. «Αν πατήσεις την ουρά ενός σκύλου ή μιας γάτας, το ζώο θα αντιδράσει με μία έντονη κραυγή ή γαύγισμα», λέει ο Pinker. «Στους ανθρώπους, η φωνητική μας οδός έχει «καταληφθεί» από την γλωσσική μας κατάρτιση.» Έτσι αντί να γαβγίζουμε ή να κραυγάζουμε κάτι ακατανόητο «απλά προφέρουμε την κραυγή μας με μία λέξη που έχει αρνητική χροιά για εμάς».
Σύμφωνα με τον καθηγητή Richard Stephens, που έχει αναλάβει την έρευνα, μπορεί να ισχύει ότι το βρίσιμο λειτουργεί ως καμπανάκι κινδύνου, ενεργοποιώντας την αμυντική αντίδραση ή αυτήν της φυγής. Αυτός και οι συνάδελφοί του, άλλωστε, βρήκαν πως όταν οι συμμετέχοντες στο «πείραμα» χρησιμοποιούσαν βρισιές, οι παλμοί της καρδιάς τους ήταν μονίμως υψηλότεροι από αυτούς των συμμετεχόντων που χρησιμοποιούσαν άλλες, μη υβριστικές, λέξεις –αντίδραση του οργανισμού όμοια με όταν πολεμά ή όταν τρέπεται σε φυγή κανείς. Παρόλο, βέβαια, που ο φόβος είναι το συναίσθημα που κατά κανόνα ενεργοποιεί τέτοιες αντιδράσεις, στην προκειμένη περίπτωση το συναίσθημα είναι ο θυμός, λέει ο Stephens. «Όταν βρίζουν οι άνθρωποι βιώνουν μία συναισθηματική ανταπόκριση και είναι αυτή η ανταπόκριση που στην πραγματικότητα βοηθά την μείωση του πόνου», ξεκαθαρίζει.
Σε κάθε περίπτωση, πριν ξεκινήσετε να «κατεβάζετε καντήλια» όπου σταθείτε και όπου βρεθείτε, σημειώστε και αυτό: Στην έρευνα του Stephens, το βρίσιμο μείωνε την αντίληψη του πόνου περισσότερο στις γυναίκες παρά στους άντρες. Αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί στην καθημερινότητά τους «οι άντρες βρίζουν περισσότερο από τις γυναίκες», σύμφωνα τουλάχιστον με τον Pinker. «Στις γυναίκες πιστεύω ότι το βρίσιμο λειτουργεί περισσότερο ως συναισθηματική γροθιά, γιατί δεν έχει παρα-χρησιμοποιηθεί», λέει.
«Και για αυτόν τον λόγο», καταλήγει ο Pinker, «πιστεύω ότι οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να κάνουν κατάχρηση του υβριστικού του λεξιλογίου στην καθημερινότητά τους. Δεν θέλω να υποδυθώ τον σεμνότυφο, αλλά να βοηθήσω τους ανθρώπους να καταλάβουν πόσο οι βρισιές μπορούν να τους βοηθήσουν όταν πραγματικά τις έχουν ανάγκη. Ας τις φυλάξουν, λοιπόν, για τις σωστές περιστάσεις».