Τα παιδιά που μεγάλωσαν μέσα στη στέρηση και στο άγχος, παραμελημένα από τους γονείς τους ή ορφανά, έχουν πιο “γερασμένα” κύτταρα και είναι πιο εκτεθειμένα, καθώς μεγαλώνουν, σε διάφορες νόσους, από το διαβήτη και τον καρκίνο έως τα καρδιαγγειακά προβλήματα και την άνοια, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, που μελέτησε το γενετικό υλικό των παιδιών ενός ρουμανικού ορφανοτροφείου.
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, του Νοσοκομείου Παίδων της Βοστόνης και του πανεπιστημίου Τουλέιν της Νέας Ορλεάνης, με επικεφαλής την ψυχίατρο Στέισι Ντρούρι και τον Τσαρλς Νέλσον, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό μοριακής ψυχιατρικής “Molecular Psychiatry”, σύμφωνα με το “Nature”, ανακάλυψαν ότι στα ορφανά και εγκαταλειμμένα παιδιά έχει πρόωρα σμικρυνθεί το μήκος των τελομερών των χρωμοσωμάτων τους. Στα παιδιά που μεγάλωσαν με θετούς γονείς και όχι σε ορφανοτροφείο, άρα είχαν περισσότερη φροντίδα και λιγότερο στρες, τα τελομερή ήσαν μακρύτερα.
Επειδή από τα τελομερή εξαρτάται η ηλικία των κυττάρων, τα μικρότερα τελομερή συνεπάγονται πρόωρη γήρανση των κυττάρων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την μελλοντική υγεία. Τα τελομερή, που βρίσκονται στις άκρες των χρωμοσωμάτων, προστατεύουν τα τελευταία, καθώς εμποδίζουν την απώλεια DNA, όταν γίνεται η διαίρεση των κυττάρων. Συνεπώς, όσο πιο γρήγορα φθείρονται τα τελομερή, τόσο ταχύτερα φθείρεται και το γενετικό υλικό των κυττάρων, κάνοντας το άτομο πιο ευάλωτο σε ποικίλες παθήσεις, ενώ μπορεί να συντομεύσει το προσδόκιμο της ζωής του.
Είναι η πρώτη έρευνα διεθνώς που ανακάλυψε ότι υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στις δύσκολες ψυχικά συνθήκες της παιδικής ηλικίας και στο μήκος των τελομερών. Προηγούμενες μελέτες, επίσης σε ορφανά στην Ρουμανία, είχαν δείξει ότι υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στον χρόνο παραμονής στο ορφανοτροφείο και στην μείωση του δείκτη νοημοσύνης, καθώς και σε μελλοντικά προβλήματα συμπεριφοράς.
Η νέα έρευνα -η οποία αποτελεί μέρος του ευρύτερου Προγράμματος Έγκαιρης Πρόληψης του Βουκουρεστίου (από το 2000 παρακολουθεί δύο ομάδες ορφανών παιδιών)- ανέλυσε δείγματα DNA 62 αγοριών και 47 κοριτσιών, διαπιστώνοντας ότι όσα είχαν μείνει περισσότερο χρόνο πριν την ηλικία των πέντε ετών στο ορφανοτροφείο, είχαν σημαντικά μικρότερο μήκος τελομερών (άρα μεγαλύτερη βιολογική ηλικία σε σχέση με την χρονολογική), όταν πια είχαν φτάσει στην ηλικία των έξι έως δέκα ετών.
Το 2004, η Ελίζαμπεθ Μπλάκμπερν -η οποία το 2009 πήρε το βραβείο Νόμπελ για τη συμβολή της στην ανακάλυψη των τελομερών- μαζί με την Ελίζα Έπελ, και οι δύο του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Σαν Φρανσίσκο, διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που φρόντιζαν παιδιά με χρόνιες παθήσεις, είχαν συνεπώς μεγάλο ψυχικό εργασιακό στρες, είχαν τελομερή βραχύτερου μήκους, το ισοδύναμο του να έχουν χάσει 9 ως 17 χρόνια ζωής. Έκτοτε, άλλες μελέτες έχουν δείξει την ύπαρξη βραχύτερων τελομερών σε ενήλικες που έχουν περάσει δύσκολη παιδική ηλικία, με κακοποίηση και σοβαρές ασθένειες. Η βιολογία των τελομερών στα παιδιά αποτελεί ένα νέο πεδίο έρευνας.
Υπό εξέταση βρίσκεται το ερώτημα κατά πόσο είναι δυνατό να μεγαλώσει ξανά το μήκος των τελομερών (άρα να κερδίσουν βιολογικά χρόνια ζωής) στα ορφανά και εγκαταλειμμένα παιδιά, τα οποία μετά το ορφανοτροφείο δόθηκαν σε θετούς γονείς ή αν η σμίκρυνση στα τελομερή είναι πια μόνιμη.
Τα τελομερή μικραίνουν σταδιακά με το πέρασμα του χρόνου, αλλά σπανιότερα μπορούν να μεγαλώσουν μέσω της επίδρασης ενός ενζύμου, της τελομεράσης. Μελέτες σε ενήλικες έχουν δείξει ότι σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατό να αυξηθεί ξανά το μήκος των τελομερών. Ασαφές εξάλλου παραμένει το ευρύτερο ζήτημα κατά πόσο το βραχύτερο μήκος των τελομερών αποτελεί αιτία ή συνέπεια κακής υγείας.