Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Εταιρίας Αλλεργιολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας (ΕΕΑΚΑ), οι βασικές αναπνευστικές αλλεργίες που πλήττουν σήμερα τον ελληνικό πληθυσμό είναι η αλλεργική ρινίτιδα και η αλλεργική επιπεφυκίτιδα. Η αλλεργική ρινίτιδα έχει ως κύρια συμπτώματα το μπούκωμα των ρινικών κοιλοτήτων, την καταρροή, το φτέρνισμα καθώς και τον κνησμό της μύτης. Τα κύρια συμπτώματα της αλλεργικής επιπεφυκίτιδας είναι η ερυθρότητα, το οίδημα, ο κνησμός, το «αίσθημα ξένου σώματος», η δακρύρροια, καθώς και η φωτοφοβία. Οι παθήσεις αυτές μπορούν σταδιακά να οδηγήσουν στην δημιουργία αλλεργικού άσθματος που καταλήγει συνήθως σε ξηρό βήχα, δύσπνοια, συριγμό και σφίξιμο του στήθους.
Ως κύρια αίτια των αλλεργικών παθήσεων εποχικού χαρακτήρα αναφέρονται συνήθως οι γύρεις αλλεργιογόνων φυτών, που μεταφέρονται με τον άνεμο από αποστάσεις ακόμα και έως 300 χιλιόμετρων. Τα μικροσωματίδια, αφού διεισδύσουν στο βλεννογόνο των οργάνων-στόχων, όπως τα μάτια, η μύτη και το κατώτερο αναπνευστικό σύστημα, ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα με αποτέλεσμα να εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα.
Σύμφωνα με την Πανελλήνια Ένωση Αλλεργιολόγων, μείζονα αλλεργιογόνα στον ελλαδικό χώρο είναι η παριετάρια (περδικάκι) που πλήττει σχεδόν το 50% των αλλεργικών καθώς και οι αγρώστιδες, όπως το γρασίδι και τα δημητριακά που πλήττουν το 45% των αλλεργικών. Ακολουθούν η ελιά (40%), τα ακάρεα σκόνης, όταν υπάρχει αυξημένη σχετική υγρασία στην ατμόσφαιρα (35%), οι κυπαρισσίδες (8%) και το πεύκο (5%).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια η συχνότητα των αλλεργικών νοσημάτων στις ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες, όπως και στην Ελλάδα, αυξάνει δραματικά. «Σήμερα ένα στα πέντε άτομα παρουσιάζουν αλλεργικά νοσήματα. Επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν πως το 15 έως 20% του γενικού πληθυσμού πάσχει από αλλεργική ρινίτιδα, ενώ 15 έως 20% του παιδικού πληθυσμού και 4 με 7% των ενηλίκων πάσχουν από άσθμα», τονίζει η πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Αλλεργιολόγων, Ζωή Δεμέστιχα. «Συγκριτικές μελέτες που έχουν γίνει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια δείχνουν τριπλασιασμό (+300% αύξηση) της συχνότητας των αλλεργικών νοσημάτων του ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού συστήματος τα τελευταία δέκα έτη», υπογραμμίζει η κ. Δεμέστιχα.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι βασικές αιτίες της συνεχούς αυξητικής τάσης εμφάνισης αλλεργιών και της γενικότερης «ανοσοποιητικής ευαισθητοποίησης» είναι κυρίως οι κλιματολογικές αλλαγές, περιβαλλοντικοί παράγοντες που χαρακτηρίζουν τον λεγόμενο «δυτικό τρόπο ζωής», αλλά και σε πιο περιορισμένο βαθμό, η κληρονομικότητα. Αναφορικά με την κληρονομικότητα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕΑΚΑ, όταν ο ένας γονέας είναι αλλεργικός τότε η πιθανότητα τού να γεννηθεί παιδί που θα εμφανίσει αλλεργική νόσο είναι περίπου 25 με 30% (λίγο μεγαλύτερη από του γενικού πληθυσμού), όταν είναι και οι δύο γονείς αλλεργικοί τότε η πιθανότητα υπερβαίνει το 50% και στη περίπτωση που πάσχουν και οι δύο γονείς από την ίδια αλλεργική νόσο, τότε η πιθανότητα ξεπερνά το 65%.
Αναφορικά με τους κλιματικούς παράγοντες, η πρώιμη άνοιξη και οι εναλλαγές βροχής και ζέστης (τροπικού χαρακτήρα) τροποποιούν και κυρίως, επιμηκύνουν τον χρόνο ανθοφορίας πολλών φυτών. Οι σχετικές μελέτες συγκλίνουν στο ότι οι ατμοσφαιρικοί ρύποι ενσωματώνονται με τις αλλεργιογόνες γύρεις με αποτέλεσμα οι τελευταίες να γίνονται πιο δραστικές, πιο επιθετικές και πιο διεισδυτικές. «Σταδιακά οδηγούμαστε στην αύξηση της βαρύτητας των αλλεργικών συμπτωμάτων, κάτι που επιβεβαιώνεται στην καθημερινή κλινική πράξη», αναφέρει η πρόεδρος των Ελλήνων Αλλεργιολόγων.
Άλλοι «σύγχρονοι» αλλεργιογόνοι παράγοντες είναι το άγχος, η καθιστική ζωή, οι μη υγιείς διατροφικές συνήθειες, η απουσία άσκησης του σώματος, αλλά και η υπερβολική προστασία κατά μικροβιακών παραγόντων, μέσω των συνεχών (υπερβολικών) εμβολιασμών.
Κυριότερο και πιο ενδεδειγμένο «όπλο» κατά των αλλεργιών εποχικής μορφής παραμένει η έγκαιρη διάγνωση και η έναρξη θεραπευτικής αγωγής. «Δεδομένου ότι περίπου το 45% όσων πάσχουν από αλλεργική ρινίτιδα θα εμφανίσουν στο μέλλον αλλεργικό άσθμα, η έγκαιρη διάγνωση είναι πολύ σημαντικό στοιχείο της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της αλλεργίας», αναφέρει η κα Δεμέστιχα. «Η συμπτωματική αγωγή που συνιστούν οι αλλεργιολόγοι αλλά και η ανοσοθεραπεία μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η απευαισθητοποίηση του ασθενούς από το ενοχοποιημένο αλλεργιογόνο συνιστούν στην βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς και στον οριστικό έλεγχο της αλλεργικής νόσου».
Ως πρακτικές συμβουλές για την αντιμετώπιση των εποχικών αλλεργιών οι ειδικοί ιατροί συστήνουν την αποφυγή της άμεσης επαφής με αεροαλλεργογόνες γύρεις και την αποχή από δραστηριότητες, όπως η κοπή φυτών και οι περίπατοι σε ελαιώνες κατά την ανθοφορία των δέντρων. Συστήνεται επίσης και ο αερισμός των δωματίων τις πρώτες πρωινές ώρες έως τις 9 το πρωί, η οδήγηση με κλειστά παράθυρα, η χρήση γυαλιών και κράνους για τους οδηγούς δικύκλων και βεβαίως, η χρήση φαρμακευτικής αγωγής όταν αυτή συσταθεί από τον εξειδικευμένο αλλεργιολόγο.