Υψηλότερες θερμοκρασίες αναμένονται στην Ελλάδα

Η ανθρωπογενής παρέμβαση στο κλίμα συνεπάγεται μείωση μεταξύ 5-19% των βροχοπτώσεων στην Ελλάδα, εκτιμούν οι μελετητές που εκπόνησαν την έκθεση. Αναμένουν επίσης αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα κατά περίπου 3 βαθμούς Κελσίου και 4,5 βαθμών Κελσίου και αυτή η αύξηση θα είναι εντονότερη το καλοκαίρι και μεγαλύτερη στα ηπειρωτικά σε σύγκριση με τη νησιωτική Ελλάδα. Προκύπτει ότι στα ηπειρωτικά ο αριθμός των ημερών με μέγιστη θερμοκρασία πάνω από 35 βαθμούς Κελσίου θα είναι, την περίοδο 2071-2100, μεγαλύτερος κατά 35 έως 40 μέρες σε σχέση με σήμερα. Ακόμα μεγαλύτερη θα είναι η αύξηση -κατά περίπου 50 μέρες- του αριθμού των ημερών με ελάχιστη θερμοκρασία πάνω από 20 βαθμούς Κελσίου.

Στα τέλη του 21ου αιώνα αναμένεται αύξηση του αριθμού των ημερών με δυσφορία, δηλαδή συνδυασμού αυξημένης θερμοκρασίας και υγρασίας, ιδίως στα παράκτια και νησιωτικά συμπλέγματα, με ενδεχόμενο αντίκτυπο στην υγεία και τον τουρισμό (40 επιπλέον μέρες με δυσφορία στα παράκτια του Ιουνίου και τα Δωδεκάνησα, το 2071-2100). Ο εξαιρετικά αυξημένος κίνδυνος για πυρκαγιά εκτιμάται ότι αυξάνεται κατά 20 μέρες την περίοδο 2021-2050 και κατά 40 μέρες το 2071-2100, σε όλη την Ανατολική Ελλάδα, από τη Θράκη ως την Πελοπόννησο. Είναι προφανές ότι η αύξηση της θερμοκρασίας οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας για ψύξη το καλοκαίρι -έως και 40 περισσότερες μέρες με αυξημένη ανάγκη το 2071-2100- αλλά και σε μείωση της ενεργειακής απαίτησης για θέρμανση το χειμώνα, μείωση, που φθάνει τις 40 μέρες την ίδια περίοδο. Τέλος, από τους υπολογισμούς προκύπτει ότι θα υπάρξει άνοδος της μέσης στάθμης της θάλασσας από 0,2 ως και 2 μέτρα, το 2100.

Λιγότερο νερό στο έδαφος

Ο συνδυασμός της αναμενόμενης μείωσης των βροχοπτώσεων και της αύξησης της θερμοκρασίας σημαίνει μείωση του διαθέσιμου υδατικού δυναμικού και αύξηση της απώλειας νερού (εξάτμιση, φυτική διαπνοή κλπ) και της κατανάλωσης ύδατος (εντονότερη άρδευση, επιμήκυνση της αρδευτικής περιόδου, εντατικοποίηση και χρονική επιμήκυνση της οικιακής, τουριστικής, βιομηχανικής και άλλης χρήσης), εκτιμούν οι μελετητές. Συμπεραίνουν ότι, στο σύνολο της επικράτειας, οι τιμές του ύψους βροχής και του όγκου του νερού, που απορροφά το έδαφος, θα μειωθεί κατά 7% ως 8% την περίοδο 2021-2050 και κατά 18% ως 19% την περίοδο 2071-2100. Οι επιπτώσεις θα είναι πιο δυσχερείς στα υδατικά διαμερίσματα με μικρό βροχομετρικό δείκτη (κυρίως Νησιά Αιγαίου, Ανατολική Στερεά Ελλάδα, Ανατολική Πελοπόννησος) και μικρότερες στη Δυτική Ελλάδα, την Ηπειρο, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Για τη δεκαετία 2041-2050, το αθροιστικό κόστος της κλιματικής αλλαγής στον τομέα της ύδρευσης αντικατοπτρίζει ποσοστό 2,08% ως 2,18% του ελληνικού ΑΕΠ. Για τη δεκαετία 2091-2100, η μείωση του ΑΕΠ θα κυμανθεί μεταξύ 1,2% και 2,09%. «Βασικό συμπέρασμα της μελέτης είναι το γεγονός πως απαιτείται πλήρης εφαρμογή σχεδίου διαχείρισης και, κυρίως, συνειδητοποίηση ότι η Ελλάδα βρίσκεται, ήδη, σε κατάσταση μόνιμης και μη αντιστρεπτής λειψυδρίας», σημειώνεται στην έκθεση.

Θα πληγούν τα δάση

Η αναμενόμενη κλιματική μεταβολή θα επηρεάσει ιδιαίτερα τα δασικά οικοσυστήματα, διότι οι δυνατότητες τεχνικής παρέμβασης είναι πολύ περιορισμένες. Η συνολική άμεση ζημία σε υλικά αγαθά αναμένεται να ανέρχεται σε 200 ως 500 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο και προβλέπεται πολλαπλάσια στα αυλή αγαθά. Επιπλέον, με την άνοδο της θερμοκρασίας σε συνδυασμό με την αναμενόμενη ξηρασία, προβλέπεται αύξηση 10% ως 20% των πυρκαγιών. Κρίνεται επιβεβλημένη η σύνταξη του κλιματολόγιου, καθώς εκτιμάται ότι σε αυτή την περίπτωση θα μειωθούν τουλάχιστον κατά 50% οι πυρκαγιές (το 98% του συνόλου των πυρκαγιών είναι ανθρωπογενούς προέλευσης και το 56% οφείλεται σε εμπρησμούς με σκοπό την αλλαγή χρήσης γης και τις καταπατήσεις). Επιπλέον, το δάσος, ο φυσικός ταμιευτήρας διοξειδίου του άνθρακα, ο σημαντικότερος σύμμαχος στην προσπάθεια για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, θα αποδυναμωθεί: η ικανότητα δέσμευσης του βασικού αερίου του θερμοκηπίου από τα δασικά οικοσυστήματα θα περιοριστεί, μέχρι τα τέλη του αιώνα, κατά 23% ως 45%.

Οξύνονται τα διαχρονικά προβλήματα του τουρισμού

Τα διαχρονικά προβλήματα του ελληνικού τουρισμού – εποχικός και γεωγραφικός συγκεντρωτισμός του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος, πολύ αργή προσαρμογή στις νέες συνθήκες από την πλευρά της ζήτησης και του περιφερειακού ανταγωνισμού – αναμένεται να οξυνθούν από την κλιματική αλλαγή, σημειώνεται στην έκθεση. Εκτιμάται ότι μετά από μικρή κάμψη τις πρώτες τρεις δεκαετίες, οι αφίξεις θα αυξηθούν κατά 10 εκατομμύρια το χρόνο (αύξηση 10%), το χρονικό διάστημα 2091-2100. Ωστόσο, οι κύριοι τουριστικοί προορισμοί της χώρας θα υποστούν σημαντικές μειώσεις τους καλοκαιρινούς μήνες, την περίοδο κορύφωσης της ζήτησης του τουριστικού προϊόντος (αναμένεται μείωση, τους θερινούς μήνες, των εισπράξεων κατά 370 εκατ. ευρώ το χρόνο στην Κρήτη και κατά 280 εκατ. ευρώ το χρόνο στα Δωδεκάνησα). Η σημαντική βελτίωση του δείκτη τουριστικής ευφορίας την άνοιξη και το φθινόπωρο μπορεί ακόμη και να ακυρώσει αυτές τις επιπτώσεις, ανατρέποντας της ζημιές του καλοκαιριού της τελευταίας δεκαετίας του 21ου αιώνα και να οδηγήσει σε αύξηση των ετήσιων εσόδων στην Κρήτη κατά 200 εκατ. ευρώ και σε περιορισμό της μείωσης των ετήσιων εσόδων στα Δωδεκάνησα στα 150 εκατ. ευρώ. Βεβαίως, η υπόθεση αυτή βασίζεται στην προϋπόθεση εντοπισμού νέων στοχευμένων τουριστικών αγορών (συνταξιούχοι, weekend breaks, επαγγελματικός και συνεδριακός τουρισμός) και την επανατοποθέτηση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος στην αντίληψη των καταναλωτών-τουριστών και των διεθνών τουριστικών πρακτόρων. Παράλληλα, εκτιμάται ότι η συνολική αύξηση του κόστους λειτουργίας των τουριστικών επιχειρήσεων, λόγων των αναγκαίων προσαρμογών στην κλιματική αλλαγή θα ανέλθει σε 70 ως 90 εκατ. ευρώ το χρόνο – το ποσό αντιστοιχεί στο 5% ως 7% του λειτουργικού κόστους – προς το τέλος του αιώνα.

Ποικίλες οι επιδράσεις στις γεωργικές καλλιέργειες

Οι επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στις καλλιέργειες προβλέπεται να είναι περισσότερο ευνοϊκές στη βόρεια και δυτική Ελλάδα, ουδέτερες ως ελαφρά αρνητικές στην κεντρική Ελλάδα και αρνητικές στη νότια και τη νησιωτική Ελλάδα. Σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της παραγωγής θα παίξει η απώλεια εδάφους, που αναμένεται να φτάσει το 19%, το διάστημα 2040-2050 και το 38%, το διάστημα 2090-2100, της συνολικής καλλιεργήσιμης έκτασης στη χώρα. Στην περίπτωση ανόδου της θερμοκρασίας κατά 3,5 βαθμούς Κελσίου και αν εκδηλωθούν φαινόμενα ερημοποίησης, η συνολική ζημία μέχρι το 2100 θα ανέλθει σε 39,4 δισ. ευρώ ή 16,91% του ΑΕΠ (θα υπάρξει όφελος 7,64 δισ. ευρώ ή 3,28% του ΑΕΠ, αν δεν εκδηλωθούν φαινόμενα ερημοποίησης). Αν η θερμοκρασία ανέλθει κατά 4,5% βαθμούς Κελσίου, οι ζημίες στην περίπτωση φαινομένων ερημοποίησης αναμένεται να ανέλθουν σε 41,5 δισ. ευρώ ή 17,81% του ΑΕΠ (θα υπάρξει όφελος 6,8 δισ. ευρώ ή 2,92% του ΑΕΠ, αν δεν υπάρξουν φαινόμενα ερημοποίησης). Τέλος, στην περίπτωση ανόδου της θερμοκρασίας κατά 3,1 βαθμούς Κελσίου και αν εκδηλωθούν φαινόμενα ερημοποίησης η συνολική ζημία αναμένεται να ανέλθει μέχρι το 2100 σε 23,4 δισ. ευρώ ή 13,37% του ΑΕΠ ενώ, στην ενάντια περίπτωση, εκτιμάται ότι θα υπάρξει όφελος 31,1 δισ. ευρώ ή 13,37% του ΑΕΠ. Η έρευνα επικεντρώθηκε στις καλλιέργειες σίτου, βαμβακιού, αραβόσιτου, ελιάς και αμπέλου.

Σημαντικές οι επιπτώσεις στην υγεία

Είναι αναγκαία η άμεση λήψη δράσεων για την προστασία του πληθυσμού, καθώς τα ακραία καιρικά και φυσικά φαινόμενα, όπως οι αυξανόμενες καταιγίδες, οι πλημμύρες, η ξηρασία, οι πυρκαγιές, λόγω της αλλαγής του κλίματος και της υπερθέρμανσης του πλανήτη θα επιφέρουν σημαντικές επιπτώσεις στη υγεία. Αν σημειωθεί μέση αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 3 βαθμούς Κελσίου, το 2071-2100 αναμένονται 86.000 πρόσθετοι θάνατοι ετησίως στις χώρες της ΕΕ σε σύγκριση με την περίοδο 1961-1990.

Στην Αττική, το ίδιο χρονικό διάστημα, αναμένονται 1.620 επιπλέον θάνατοι ανά έτος. Παράλληλα, οι οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα ανέλθουν σε 95 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, στην περίπτωση ανόδου της θερμοκρασίας κατά 3,5 βαθμούς Κελσίου.

Περισσότερο έντονες οι επιπτώσεις στις κοινωνικές ομάδες χαμηλού εισοδήματος

Τα φτωχά νοικοκυριά, που δεν διαθέτουν αποταμιεύσεις ούτε πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό, δεν μπορούν σήμερα να προχωρήσουν σε κεφαλαιακές δαπάνες για βελτίωση της μόνωσης και του κλιματισμού της κατοικίας τους, για αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας, για μεταστέγαση τους από ευάλωτες παράκτιες περιοχές, προκειμένου να μειώσουν τις ετήσιες πληρωμές στο μέλλον. Κατά συνέπεια, κινδυνεύουν να αποκλειστούν τόσο από τα οφέλη της πολιτικής και των μέτρων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή όσο και από τις εξελίξεις στο πλαίσιο της οικονομίας χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Δηλαδή, θα οξυνθούν τα φαινόμενα που αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία ως ενεργειακή και κλιματική φτώχεια.

Τα προβλήματα επιτείνονται από την προβλεπόμενη αύξηση, το 2050, στα 200 εκατομμύρια του αριθμού των περιβαλλοντικών προσφύγων ενώ αναμένεται να προκύψει ζήτημα εσωτερικής περιβαλλοντικής μετανάστευσης από παράκτιες περιοχές χαμηλού υψομέτρου προς περιοχές με μεγαλύτερο υψόμετρο.

«Πρόκειται για πρόβλημα για την επίλυση του οποίου επιβάλλεται δημόσια παρέμβαση», τονίζεται στην έκθεση. Είναι επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας προϋποθέσεων ώστε να αναληφθεί η χρηματοδότηση έργων υποδομής σε μεγάλη κλίμακα των συνθηκών στέγασης των φτωχών νοικοκυριών και της πρόσβασής τους στην ενέργεια. Επιπλέον, σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής και ανόδου της θερμοκρασίας, πρέπει να αναβαθμιστεί η «υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας», η οποία στην ουσία αφορά στη διασφάλιση του δικαιώματος ελάχιστης πρόσβασης σε κοινωφελείς υπηρεσίες ή αγαθά, όπως ηλεκτρική ενέργεια, πόσιμο νερό, με ειδική τιμολόγηση, ένα είδος «κοινωνικού τιμολογίου» για καταναλωτές με χαμηλό εισόδημα.

Δείτε επίσης