Η πλούσια πανίδα του Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου

Πάνε 20 εκατομμύρια χρόνια από τότε που η «κοσμογονία» της εποχής είχε σαν αποτέλεσμα η μεγάλη λίμνη στη θέση της σημερινής βορειοδυτικής Λέσβου και το τριγύρω της περιβάλλον με το υποτροπικό κλίμα να καταχωθεί κάτω από στρώματα λάβας και στη συνέχεια να απολιθωθεί. Οι σημερινοί επισκέπτες στο ήρεμο περιβάλλον της περιοχής του Σιγρίου αλλά και της Άντισσας και της Ερεσού απολαμβάνουν τη φύση και το μοναδικό γεωπάρκο της δυτικής Λέσβου με τα μοναδικά απολιθωμένα δένδρα. Τη φυσική ιστορία του τόπου που είναι και η φυσική ιστορία του πλανήτη. Και κάποια στιγμή δικαιολογημένα αναρωτιούνται: εκτός από δένδρα σε αυτό το μαγικό τοπίο, εδώ στο ίδιο σημείο του πλανήτη, πριν 20 εκατομμύρια χρόνια δεν ζούσαν ζώα;

Στο ερώτημα απάντησε πριν λίγα χρόνια η ανασκαφική σκαπάνη των επιστημόνων του Μουσείου Φυσικής ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Σιγρίου Λέσβου. Το απολίθωμα μιας κάτω γνάθου ενός προδεινοθηρίου από την περιοχή του Γαβαθά έδειξε την ύπαρξη ενός τεράστιου ζώου που έσβησε αποκλεισμένο στη άκρη της μεγάλης λίμνης που υπήρχε εκεί. Και μετά τίποτα… Έως ότου πριν λίγες μέρες, στο 9ο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Συλλόγου Παλαιοντολόγων Σπονδυλωτών Ζώων που διοργανώθηκε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης, στο Ηράκλειο Κρήτης, η Γεωλόγος Παλαιοντολόγος Κατερίνα Βασιλειάδου, ερευνήτρια του Μουσείου Φυσικής ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Σιγρίου Λέσβου έδειξε έναν απίθανο κόσμο που ζούσε εκεί, ανάμεσα στα απολιθωμένα δένδρα που υψώνονται σήμερα στον ουρανό ή κείτονται στη γη του Σιγρίου, αλλά και όλης της δυτικής Λέσβου. Σαλιγκάρια, λημνιαία ψάρια, ερπετά ακόμα και κροκόδειλοι της εποχής, αλλά και μικρά θηλαστικά… Οι πρόγονοι της ανθρώπινης παρουσίας σε τούτο το κομμάτι γης εκατομμύρια χρόνια πριν την ύπαρξη του ανθρώπου. Έμβια όντα που επιμένουν να κραυγάζουν ως μικρά απολιθώματα για την ιστορία του πλανήτη και για την ανάγκη η γη μας να ζήσει.

Τα συμπεράσματα από τις πιο πρόσφατες ερευνητικές δραστηριότητες του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου στην περιοχή της Άντισσας και η ανακάλυψη μικρού στρώματος λιμναίων ιζημάτων πλούσιων σε απολιθώματα μικρόσωμων ζώων παρουσιάστηκαν στο 9ο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Συλλόγου Παλαιοντολόγων Σπονδυλωτών Ζώων που διοργανώθηκε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης, στο Ηράκλειο Κρήτης. Όπως μας λέει η Κατερίνα Βασιλειάδου, «η παρουσίαση περιλάμβανε μικρή εισαγωγή για το απολιθωμένο δάσος και τα φυτικά του απολιθώματα, καθώς και το απολίθωμα του προδεινοθηρίου από τον Γαβαθά. Στη συνέχεια παρουσιάστηκαν φωτογραφίες από τις πρόσφατες δειγματοληψίες ιζημάτων που δημιουργήθηκαν σε μεγάλη λίμνη που κάλυπτε τη βορειοδυτική Λέσβο την περίοδο που ζούσε το υποτροπικό δάσος που αργότερα απολιθώθηκε».

Η διαδικασία χρονοβόρα, αλλά και δύσκολη. Τα ιζήματα που συλλέχθηκαν αρχικά πλύθηκαν στη θάλασσα και μετά με γλυκό νερό και κοσκινίστηκαν ώστε να φύγουν από μέσα τους οι πολύ μικροί κόκκοι (με μέγεθος μικρότερο του μισού χιλιοστού). Στη συνέχεια ακολούθησε πολύ προσεκτικό ψάξιμο του υπολείμματος κάτω από στερεοσκοπικό μικροσκόπιο το οποίο και οδήγησε στην εύρεση απολιθωμάτων σαλιγκαριών, απομονωμένων δοντιών, ωτόλιθων, οστέινων τμημάτων πτερυγίων και σπονδύλων λιμναίων ψαριών, τμημάτων μασητικών συσκευών μικρών ερπετών, δοντιών κροκόδειλων και δοντιών και οστών μικρόσωμων θηλαστικών.

«Τα απολιθώματα αυτά, συνεχίζει η κα Βασιλειάδου, μελετήθηκαν μορφολογικά και μετρικά, και συγκρίθηκαν με αντίστοιχα γνωστά απολιθώματα από άλλες περιοχές, τόσο της Ευρασίας όσο και πιο συγκεκριμένα της Ανατολικής Μεσογείου, με στόχο την αναγνώριση των ειδών από τα οποία προέρχονται. Μεγάλο κομμάτι της συγκεκριμένης έρευνας πραγματοποιήθηκε στο Τμήμα Γεωλογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στο Τμήμα Γεωλογικών Επιστημών του |Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης (Ολλανδία)»

Οι συγκρίσεις έδειξαν πως τα λιμναία σαλιγκάρια που βρέθηκαν είναι υδρόβια μαλάκια γαστερόποδα που ανέπνεαν αέρα (ύπαρξη ενός τύπου πνεύμονα και απουσία βράγχιων) των οικογενειών Planorbidae και Lymnaeidae, τα οποία κατοικούσαν στη μεγάλη λίμνη που κάλυπτε την περιοχή.

Τα φαρυγγικά δόντια, οι ωτόλιθοι και τα υπόλοιπα υπολείμματα ψαριών ανήκουν σε λιμναία μικρόσωμα ψάρια της οικογένειας Cyprinidae (κυπρίνοι – βάρβοι), πολλοί εκπρόσωποι των οποίων ζουν και σήμερα σε γλυκά νερά. Χαρακτηριστικό των εκπροσώπων της οικογένειας αυτής είναι τα «μουστάκια» που έχουν μερικά είδη στο στόμα τους, που χρησιμοποιούνται κατά την ανίχνευση τροφής.

Τα δόντια κροκόδειλου ανήκουν σε ένα μικρόσωμο αλιγάτορα του γένους Diplocynodon. Ο αλιγάτορας αυτός είχε μήκος μέχρι δυο μέτρα, είχε οστέινα λέπια που κάλυπταν εξωτερικά το λαιμό, την πλάτη, την κοιλιά και την ουρά του. Έμοιαζε πολύ με το σημερινό αλιγάτορα Caiman, της κεντρικής και νότιας Αμερικής. Ο σημερινός εκπρόσωπος είναι νυκτόβιος, κολυμπάει σε γλυκά νερά πεδινών υγροτόπων (μπορεί να ανεχθεί και το θαλασσινό νερό) χρησιμοποιώντας την ουρά του ως προπέλα και τρέφεται με μικρά υδρόβια ζώα (π.χ. έντομα, μαλάκια, καρκινοειδή, ψάρια). Η ομοιότητα των σκελετών των σημερινών caiman με τους απολιθωμένους δείχνει πως ο τρόπος ζωής των εξαφανισμένων ήταν παρόμοιος με των σημερινών.

Απολιθώματα του γένους Diplocynodon έχουν βρεθεί σε πολλές περιοχές της Αμερικής και της Ευρώπης, με ηλικίες από το Ύστερο Κρητιδικό (περίπου 80 εκατομμύρια χρόνια) μέχρι το Μέσο Μειόκαινο (περίπου 10 εκατομμύρια χρόνια).

Τα δόντια των μικρών θηλαστικών που βρέθηκαν ανήκουν σε διάφορες οικογένειες. Πολύ λίγα από αυτά ανήκουν σε νυχτερίδες, που όμως δεν μπορούν να αναγνωριστούν με ακρίβεια, αφού το υλικό που βρέθηκε δεν είναι επαρκές για κάτι τέτοιο. Επίσης, βρέθηκαν δόντια από τρεις οικογένειες εντομοφάγων μικροθηλαστικών, συγκεκριμένα των οικογενειών Erinaceidae (σκαντζόχοιροι), Talpidae (τυφλοπόντικες) και Soricidae (μυγαλές). «Το υλικό είναι πάρα πολύ λίγο και δεν είναι δυνατή η αναγνώριση των αντίστοιχων ειδών που περιέχονται στην απολιθωμένη πανίδα» μας λέει η κα Βασιλειάδου.

Καλύτερα εκπροσωπούνται στην πανίδα τα τρωκτικά, με εκπροσώπους δύο οικογενειών. Η οικογένεια Muridae, που περιλαμβάνει τα σημερινά ποντίκια και τους αρουραίους, εκπροσωπείται από δύο διαφορετικά είδη: ένα είδος του γένους Eumyarion και ένα είδος του γένους Democricetodon. Και τα δύο γένη είναι σήμερα εξαφανισμένα και δεν είναι γνωστή η ακριβής μορφή τους, θεωρείται πως έμοιαζαν αρκετά με τα σημερινά χάμστερ. Το πρώτο γένος, Eumyarion, ήταν ένα φυτοφάγο τρωκτικό που ζούσε και κινούταν στο έδαφος και είχε εξάπλωση σε ολόκληρη την Ευρασία, από την Κίνα μέχρι την Ισπανία, κατά το Ολιγόκαινο και Μειόκαινο (περίπου 30 με πέντε εκατομμύρια χρόνια). Το Eumyarion που βρέθηκε στη Λέσβο είναι μεσαίου μεγέθους (περίπου όπως ένα σημερινό χάμστερ) και έχει ομοιότητες με δύο είδη που έχουν βρεθεί με ηλικίες 18 με 10 εκατομμύρια χρόνια κυρίως σε περιοχές της κεντρικής Ευρώπης, ενώ έχουν βρεθεί και στις Ελληνικές απολιθωματοφόρες θέσεις Αλιβέρι Εύβοιας και Καρυδιά Κομοτηνής με ηλικία περίπου 17,5 εκατομμύρια χρόνια.

Το γένος Democricetodon ήταν και αυτό φυτοφάγο και ζούσε και κινούνταν στο έδαφος, και έζησε περίπου πριν από 20 μέχρι εννέα εκατομμύρια χρόνια σε ολόκληρη την Ευρασία. Το είδος που βρέθηκε στη Λέσβο, παρόλο που δεν μπορεί να αναγνωριστεί με ακρίβεια, έμοιαζε με δύο γνωστά είδη μεσαίου μεγέθους που έζησαν σε πολλές περιοχές της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, καθώς επίσης και στην ανατολική Μεσόγειο πριν από 20 με 11 εκατομμύρια χρόνια. Στην Ελλάδα έχουν βρεθεί απολιθώματα παρόμοια στο Αλιβέρι Εύβοιας, στην Καρυδιά Κομοτηνής, τα Θυμιανά Χίου, με ηλικίες περίπου 17,5 με 16 εκατομμύρια χρόνια.

Το τρωκτικό που μπορεί με βεβαιότητα να αναγνωριστεί από το υλικό της Λέσβου είναι το είδος Glirulus diremptus, ένα είδος μυωξού που σήμερα έχει εξαφανιστεί. Ζούσε στην κεντρική Ευρώπη και την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου πριν από περίπου 20 με εννέα εκατομμύρια χρόνια. Το γένος Glirulus σήμερα εκπροσωπείται μόνο με ένα είδος, το Glirulus japonicus, που είναι γνωστό ως «ιαπωνικός μυωξός», αφου ζει μόνο στην Ιαπωνία. Είναι νυκτόβιο μικρόσωμο τρωκτικό που τρέφεται κυρίως με νέκταρ και γύρη και διαβιώνει σε δάση.

Η πανίδα που βρέθηκε καθώς επίσης και η στρωματογραφική θέση του στρώματος ιζημάτων που την περιέχει δείχνουν πως μάλλον πρόκειται για μια πολύ παλιά πανίδα, ίσως από τις παλαιότερες πανίδες θηλαστικών ζώων που έχουν βρεθεί στη χώρα μας, αφού είναι σίγουρα παλαιότερη από 18 εκατομμύρια χρόνια, ενώ μπορεί η ηλικία της να είναι ακόμη και 19 με 20 εκατομμύρια χρόνια. Τα ιζήματα που περιέχουν τα απολιθώματα αυτά είναι πιθανότατα παλαιότερα από αυτά που περιείχαν το απολίθωμα του προδεινοθηρίου που βρέθηκε λίγο πιο βόρεια, και άρα είναι μάλλον παλαιότερα αυτών.

«Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μελέτη της, λέει η κα Βασιλειάδου, σχετίζονται και με το περιβάλλον της περιοχής της εποχής που τα ζώα αυτά ζούσαν. Ο αλιγάτορας Diplocynodon ζούσε μέσα σε λίμνες σε υποτροπικά θερμά κλίματα και υποδεικνύει την ύπαρξη τέτοιας λίμνης στην περιοχή της Άντισσας (συμπέρασμα που επίσης προκύπτει από την ύπαρξη των λιμναίων ιζημάτων στην περιοχή). Επίσης, ο μυωξός Glirulus diremptus θεωρείται πως τρεφόταν με φρούτα, έντομα, αυγά πουλιών και μικρά ζώα, ήταν εξ ολοκλήρου δενδρόβιος και ζούσε σε ώριμα δάση σε ορεινές χαμηλού υψομέτρου μέχρι και υπο-αλπικές περιοχές. Με βάση την ύπαρξη του είδους αυτού στη Λέσβο, επιβεβαιώνεται πως τα ζώα αυτά ήταν οι κάτοικοι του υποτροπικού δάσους που σκέπαζε την περιοχή πριν από περίπου 20 εκατομμύρια χρόνια και απολιθώθηκε λόγω της ηφαιστειακής δραστηριότητας.».

Και γιατί όλα αυτά; Γιατί «η περεταίρω μελέτη των ιζημάτων και περιεχόμενων ζωικών απολιθωμάτων μπορεί να οδηγήσει στον εμπλουτισμό των γνώσεών μας για τις βιοκοινωνίες στην ανατολική Μεσόγειο κατά το Πρώιμο Μειόκαινο (20 εκ. έτη) και για την εξέλιξη των ζώων αυτών. Επίσης, θα μπορέσουμε ίσως να δώσουμε μια πιο ακριβή χρονολόγηση για τα συγκεκριμένα ιζήματα, καθώς και να καταλάβουμε την παλαιογεωγραφία της περιοχής, αφού θα διαπιστώσουμε εάν τα ζώα που ζούσαν στην περιοχή είχαν έρθει από τα δυτικά ή από τα ανατολικά και άρα θα καταλάβουμε με ποιες περιοχές υπήρχαν ηπειρωτικές συνδέσεις. Τέλος, οι πρόσφατες αυτές ερευνητικές δραστηριότητες του Απολιθωμένου Δάσους θα οδηγήσουν στην καλύτερη γνώση του οικοσυστήματος της περιοχής πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια, αφού έχουμε πλέον αρχίσει να γνωρίζουμε και τα ζώα του υποτροπικού δάσους που ήκμαζε την περίοδο εκείνη στην περιοχή της σημερινής Λέσβου» καταλήγει η κα Βασιλειάδου.

H έρευνα για ζωικά απολιθώματα και ειδικότερα μικρο-θηλαστικά στην περιοχή της Άντισσας ξεκίνησε το 2005 με τον εντοπισμό των απολιθωματοφόρων οριζόντων από την ερευνητική ομάδα του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου, στην οποία συμμετείχαν ο Διευθυντής του Μουσείου Αναπληρωτής καθηγητής Νίκος Ζούρος και ο υπεύθυνος του τμήματος ερευνών Γεωλόγος Ηλίας Βαλιάκος σε συνεργασία με τον Kαθηγητή Στάινιγκερ Διευθυντή του Μουσείου Σέκενμπεργκ της Γερμανίας.

«Η έρευνα, μας είπε χθες ο κ. Ζούρος, συνεχίζεται όχι μόνο στην περιοχή της Άντισσας αλλά και σε όλη την προστατευόμενη περιοχή του απολιθωμένου δάσους για τον προσδιορισμό των στοιχείων της χλωρίδας και της πανίδας που δίνουν την ολοκληρωμένη εικόνα του παλαιοπεριβάλλοντος της περιοχής και συγκροτούν ένα μοναδικό απολιθωμένο δασικό οικοσύστημα. Η συστηματική έρευνα του Μουσείου είχε ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό των υποθαλάσσιων απολιθωματοφόρων θέσεων που πρόκειται να αναδειχθούν μέσω του έργου με τίτλο «Ανάδειξη και αξιοποίηση Απολιθωμένου Δάσους Νησίδας Νησιώπης» που εντάχθηκε στο Πρόγραμμα ΕΣΠΑ – ΠΕΠ Κρήτης και Νήσων Αιγαίου.».

«Στη νησίδα Νησιώπη, συνεχίζει ο κ. Ζούρος, έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα, από τις ερευνητικές εργασίες του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου, χερσαία και θαλάσσια τμήματα απολιθωμένων κορμών. Σχεδόν σε όλη την έκταση του νησιού έχουν εντοπισθεί εκατοντάδες απολιθωμένοι κορμοί δένδρων, ιστάμενοι ή κατακείμενοι με εντυπωσιακούς χρωματισμούς. Η μεγάλη συγκέντρωση φυτικών απολιθωμάτων στην Νησιώπη την καθιστά ένα μοναδικό γεώτοπο.

Στη δυτική πλευρά του νησιού, η δράση των κυμάτων αποκαλύπτει γιγαντιαίους κορμούς κωνοφόρων (προγονικές μορφές Σεκόιας) αλλά και αγγειόσπερμων δένδρων που κείτονται στην ακρογιαλιά. Στην θαλάσσια περιοχή γύρω από το νησί, εμφανίζονται δεκάδες απολιθωμένοι κορμοί δένδρων που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας» καταλήγει ο κ. Ζούρος.

Δείτε επίσης