Η ευρωπαϊκή και γενικότερα η παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση και ύφεση των τελευταίων ετών έχει μια «παράπλευρη απώλεια»: τη μειωμένη γονιμότητα του πληθυσμού. Η αύξηση των γεννήσεων που είχε παρατηρηθεί στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έχει πλέον «φρεναριστεί» και στα περισσότερα κράτη παρατηρείται πλέον σημαντική μείωση στο ρυθμό των γεννήσεων μετά το έτος-ορόσημο του 2008 (και την κατάρρευση της εταιρίας Λέμαν Μπράδερς), σύμφωνα με μια νέα επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Τόμας Σομπότκα του Ινστιτούτου Δημογραφίας της Βιέννης στην Αυστρία, σε συνεργασία με επιστήμονες του Διεθνούς Ινστιτούτου Εφαρμοσμένων Συστημάτων, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό για θέματα πληθυσμού και ανάπτυξης “Population and Development Review”, σύμφωνα με τη βρετανική «Ιντιπέντεντ», διαπίστωσαν ότι οι ρυθμοί γεννήσεων αυξάνονταν λίγο-πολύ στις 26 από τις 27 χώρες της ΕΕ έως το 2008, έκτοτε όμως άρχισαν να μειώνονται ή έχουν μείνει στάσιμοι σε 17 κράτη.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η διεθνής ύφεση έχει θέσει τέρμα στην πρώτη εναρμονισμένη αύξηση των ρυθμών αύξησης της γονιμότητας σε όλο ουσιαστικά ανεπτυγμένο κόσμο, μετά τη δεκαετία του ΄60, όταν είχε αρχίσει η πτώση των γεννήσεων, καθώς τα ζευγάρια και ιδίως οι εργαζόμενες γυναίκες φοβούνταν για το οικονομικό μέλλον τους, αν έμεναν έγκυες. Ακολούθησε πιο πρόσφατα μια αναστροφή της πτωτικής τάσης, αλλά τώρα οι ρυθμοί των γεννήσεων φαίνεται πως και πάλι πέρασαν σε πτωτική φάση εξαιτίας της νέας οικονομικής κρίσης. Η ανακοπή των γεννήσεων είναι ιδιαίτερα έντονη σε χώρες όπως η ΗΠΑ και η Ισπανία.
Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι το πώς αντιδρούν οι άνθρωποι που ζουν μια ύφεση, όσον αφορά την επιθυμία τους να έχουν παιδιά, (κάτι που αφορά άμεσα και την Ελλάδα), εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η ηλικία, το φύλο, το μορφωτικό επίπεδο, το πόσα παιδιά έχει ήδη ένα ζευγάρι, αν είναι μετανάστες κ.α. Ιδίως οι νεότεροι και όσοι δεν έχουν ακόμα παιδιά, είναι αυτοί που κυρίως έχουν τις λιγότερες πιθανότητες να κάνουν παιδί εν μέσω ύφεσης.
Οι γυναίκες με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, ιδίως αν δεν έχουν γίνει ακόμα μητέρες, αντιδρούν στην οικονομική αβεβαιότητα υιοθετώντας μια στρατηγική πιο έντονης αναβλητικότητας, όσον αφορά τη γέννηση ενός παιδιού. Αντίθετα, οι γυναίκες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου συχνά διατηρούν ή και αυξάνουν τη γονιμότητά τους παρά τις συνθήκες οικονομικής κρίσης.
Οι επιστήμονες επισήμαναν ότι οι προηγούμενες κρίσεις δεν είχαν υπάρξει αρκετά μακρόχρονες ή σοβαρές για να «φρενάρουν» τις γεννήσεις διεθνώς, όμως η τελευταία κρίση είχε και συνεχίζει να έχει τα «φόντα» να πετύχει κάτι τέτοιο. Οι ερευνητές εκτίμησαν ότι σε όσες ανεπτυγμένες χώρες έχουν γίνει ή γίνονται μεγάλης κλίμακας περικοπές του κρατικού προϋπολογισμού και των δημοσίων δαπανών, μειώνονται και οι δαπάνες που σχετίζονται με την οικογένεια, κάτι που δυνητικά θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στο ρυθμό των γεννήσεων και τα επόμενα χρόνια.
«Οι συνέπειες της ύφεσης μπορούν να επιδράσουν στη γονιμότητα σε δύο στάδια: πρώτον, άμεσα μέσω ανόδου της ανεργίας και της οικονομικής αβεβαιότητας και, δεύτερον, σε επόμενη φάση, μέσω μιας μείωσης της οικονομικής υποστήριξης στις οικογένειες με παιδιά», σύμφωνα με τους ερευνητές.