Η κακή εικόνα των υπέρβαρων και παχύσαρκων μαθητών για το σώμα τους οδηγεί σε χαμηλή αυτοεκτίμηση, γεγονός που οδηγεί τους μαθητές αυτούς στο να φοβούνται να συμμετάσχουν σε αθλητικές δραστηριότητες, καθώς μπαίνουν, ενδεχομένως, στη διαδικασία να συγκρίνουν τον εαυτό τους με τους συμμαθητές τους, που ανήκουν στην κατηγορία του φυσιολογικού βάρους.
Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξαν επιστήμονες του ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο έρευνας που διενεργούν, εξετάζοντας τη φυσική κατάσταση, τις διατροφικές συνήθειες και τις καθημερινές κινητικές δραστηριότητες παχύσαρκων- και μη- μαθητών των Ε’ και ΣΤ’ τάξεων του Δημοτικού Σχολείου, διαφόρων σχολικών μονάδων της χώρας.
Η έρευνα, την οποία “υπογράφουν” ο Νίκος Διγγελίδης, επίκουρος καθηγητή στο παραπάνω τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και ο μεταπτυχιακός φοιτητές Σπύρος Κάμτσιος έδειξε- μεταξύ άλλων- ότι σχεδόν το 1/3 των μαθητών και μαθητριών που συμμετείχαν (28,3%) χαρακτηρίστηκαν από σωματικό υπέρβαρο και παχυσαρκία, γεγονός που επιβεβαιώνει πρόσφατες έρευνες που διεξήχθησαν στο εξωτερικό, αλλά και στην Ελλάδα και δείχνουν ότι το φαινόμενο της παχυσαρκίας, που ξεκινά ήδη από την παιδική ηλικία, τείνει να εξελιχθεί σε μια επιδημική ασθένεια του σύγχρονου κόσμου.
Οι κυρίαρχοι λόγοι για τα παραπάνω, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι τα σχετικά χαμηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες να γίνει κάποιος παχύσαρκος ή υπέρβαρος, αλλά και ο τρόπος ζωής της σύγχρονης κοινωνίας, που χαρακτηρίζεται από καθιστικές καθημερινές συνήθειες και ανθυγιεινές διατροφικές συμπεριφορές.
Εξαιτίας, λοιπόν, των αλλαγών στον τρόπο ζωής, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, παιδιά, έφηβοι και ενήλικες βλέπουν περισσότερες ώρες τηλεόραση, τρώνε μεγαλύτερες ποσότητες φαγητού, καταναλώνουν τροφές με μικρή διατροφική αξία και αθλούνται από ελάχιστα έως καθόλου.
Από τα αποτελέσματα της έρευνας, όπως αναφέρουν οι δύο ερευνητές, φάνηκε ότι τα παιδιά που κατατάσσονται στην κατηγορία των υπέρβαρων και παχύσαρκων υστερούν σε σύγκριση με αυτά με φυσιολογικό σωματικό βάρος στην ταχύτητα, τη μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου, που προσδιορίζει την καρδιοαναπνευστική τους ικανότητα, τη ρίψη μπάλας πάνω από το κεφάλι και το άλμα σε μήκος άνευ φοράς, ενώ δεν διαπιστώθηκαν διαφορές στη δύναμη των κοιλιακών μυών και τη δοκιμασία της ευλυγισίας/ευκινησίας, ευρήματα που έρχονται σε συμφωνία με αποτελέσματα προηγούμενων ερευνών.
Η χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή δεν φαίνεται να έχει σχέση με την παχυσαρκία και αυτό γιατί, ενδεχομένως, αυτή η δραστηριότητα δεν είναι τόσο παθητική όσο η παρακολούθηση τηλεόρασης και ίσως γιατί τα παιδιά δεν τρώνε, όταν ασχολούνται με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, καθώς δεν έχουν τα χέρια τους ελεύθερα.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο συμπέρασμα της έρευνας, ότι δηλαδή οι υπέρβαροι και παχύσαρκοι μαθητές δεν έχουν καλή εικόνα για το σώμα τους, οι δύο ερευνητές επισημαίνουν πως για να μην συμβεί αυτό θα πρέπει να παρακινηθούν οι μαθητές και να ενθαρρύνονται από όλους για να συμμετέχουν σε καθημερινές φυσικές δραστηριότητες.
Ταυτόχρονα, είναι σημαντική η καλλιέργεια ενός σχολικού κλίματος, με έμφαση στην προσωπική βελτίωση και τη συνεργασία μεταξύ των παιδιών και όχι στην κοινωνική σύγκριση.
Από όλα τα παραπάνω φάνηκε ότι η καθιστική, μη δραστήρια ζωή, τα χαμηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας και οι πολλές ώρες παρακολούθησης τηλεόρασης είναι καθοριστικοί παράγοντες για την αύξηση και τη γενίκευση της παχυσαρκίας. Μάλιστα, το συγκεκριμένο περιβάλλον για τα παιδιά περιλαμβάνει λίγες ευκαιρίες για φυσική δραστηριότητα και πολλές ευκαιρίες για καθιστική ζωή και υιοθέτηση ανθυγιεινών διατροφικών συνηθειών.
Για να αντιμετωπιστεί αυτό το φαινόμενο πρέπει, σύμφωνα με όσα δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Διγγελίδης, να στραφούμε όλοι στην αλλαγή των στάσεων και των αντιλήψεων για τη φυσική δραστηριότητα. “Σε έναν κόσμο, όπου τα παιδιά περνούν όλο και περισσότερο χρόνο μπροστά σε μια οθόνη, τα σχολεία θα πρέπει να είναι ο πρώτος χώρος, όπου θα διδαχθούν οι μαθητές την αξία της φυσικής δραστηριότητας και των υγιεινών διατροφικών συμπεριφορών. Γίνεται, λοιπόν, επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας προγραμμάτων παρέμβασης σε θέματα υγείας- και όχι μόνο- από πολύ μικρές ηλικίες, ώστε να ενισχύσουμε τα βιώματα που θα βοηθήσουν τα παιδιά να υιοθετήσουν υγιεινές συμπεριφορές στον τρόπο ζωής και στη διατροφή τους, κάτι που θα επηρεάσει θετικά την υγεία τους σε μακροχρόνια βάση”, επισημαίνει.