Πολλοί άνθρωποι θεωρούν τη δυσλεξία ένα πρόβλημα ανάγνωσης, κατά το οποίο τα παιδιά μπερδεύουν τα γράμματα και αναγραμματίζουν τις λέξεις. Ολοένα περισσότεροι επιστήμονες όμως έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι μαθησιακές δυσκολίες της δυσλεξίας αποτελούν τμήμα ενός μεγαλύτερου παζλ: ενός προβλήματος του τρόπου με τον οποίο επεξεργάζεται ο εγκέφαλος τον λόγο και σχηματίζει τις λέξεις από μικρότερες μονάδες ήχου, αναφέρει η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς».
Τώρα, μία νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στην Επιθεώρηση «Science» υποδηλώνει ότι ο τρόπος με τον οποίο οι δυσλεκτικοί ακούν τις λέξεις είναι πιο σημαντικός απ’ ό,τι έως πρότινος πίστευαν οι ειδικοί. Ερευνητές από το φημισμένο Πανεπιστήμιο ΜΙΤ ανακάλυψαν πως οι πάσχοντες από δυσλεξία δυσκολεύονται περισσότερο να αναγνωρίσουν φωνές απ’ ό,τι οι μη ασθενείς.
Ο δρ Τζον Γκαμπριέλι, καθηγητής Νοητικής Νευροεπιστήμης, και ο Τάιλερ Περατσιόνε, υποψήφιος διδάκτορας Νευροεπιστήμης στο ΜΙΤ, ζήτησαν από ομάδα ασθενών και υγιών εθελοντών να ακούσουν ηχογραφημένες φωνές σε συνδυασμό με ήρωες κινουμένων σχεδίων που παρουσιάζονταν σε οθόνες ηλεκτρονικών υπολογιστών. Στη συνέχεια, οι εθελοντές άκουσαν ξανά με τυχαία σειρά τις φωνές και προσπάθησαν να τις ταιριάξουν με τους σωστούς ήρωες, τόσο όταν μιλούσαν αγγλικά όσο και όταν μιλούσαν σε μια άγνωστη γλώσσα: τα μανδαρινικά (κινέζικα).
Οι εθελοντές δίχως δυσλεξία ήταν σωστοί στο 70% των επιλογών τους όταν οι ήρωες των καρτούν μιλούσαν αγγλικά και στο 50% όταν μιλούσαν μανδαρινικά. Ωστόσο τα ποσοστά επιτυχίας των εθελοντών με δυσλεξία ήταν και στις δύο περιπτώσεις στο 50%.
Τεράστια απόκλιση
Η διαφορά είναι εκπληκτική, σύμφωνα με ειδικούς οι οποίοι δεν συμμετείχαν στη μελέτη. «Μεταξύ δυσλεκτικών και μη δυσλεκτικών, κατά κανόνα βλέπουμε μεγάλες διαφορές στην ανάγνωση, αλλά όχι και στα υπόλοιπα τεστ λεκτικών ικανοτήτων», είπε ο δρ Ρίτσαρντ Βάγκνερ, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Φλόριντα. «Η απόκλιση στη νέα μελέτη είναι τεράστια».
Η δρ Σάλι Σέιγουιτς, διευθύντρια στο Κέντρο Δυσλεξίας και Δημιουργικότητας του Πανεπιστημίου Γέιλ, επεσήμανε πως «η μελέτη καταδεικνύει την κεντρικότητα του προφορικού λόγου στα άτομα με δυσλεξία: το πρόβλημά τους δεν είναι εννοιολογικό, αλλά πρόβλημα στην αντίληψη των ήχων της γλώσσας. Αυτός είναι και ο λόγος που συχνά τα δυσλεκτικά παιδιά μπερδεύονται όταν μιλούν. Δεν είναι θέμα του τι ξέρουν και τι όχι, αλλά του ότι αδυνατούν να ταιριάξουν όσα ξέρουν, με όσα ακούν».
Ο δρ Γκαμπριέλι εξήγησε πως τα νέα ευρήματα υπογραμμίζουν ένα ουσιώδες πρόβλημα των δυσλεκτικών παιδιών: την αδυναμία τους στη διάρκεια της ανάγνωσης να συσχετίσουν όσα ακούν – λ.χ., από τον γονιό ή τον δάσκαλό τους – με την εικόνα των γραπτών λέξεων. «Οταν ένα παιδί δυσκολεύεται να “πιάσει” τους ήχους που δημιουργούν τη γλώσσα, η απόκτηση της ικανότητας να διαβάζει δυσχεραίνεται», τόνισε.
Φωνολογική διαταραχή
Η μελέτη υποδηλώνει επίσης πως οι διαφορές στον προφορικό λόγο επιμένουν ακόμα και όταν οι δυσλεκτικοί μαθαίνουν να διαβάζουν καλά: οι πάσχοντες που συμμετείχαν σε αυτήν ήταν νεαροί ενήλικοι, με υψηλό δείκτη νοημοσύνης, οι οποίοι είχαν ξεπεράσει τη μαθησιακή δυσκολία τους. Παρ’ όλα αυτά, «όταν κλήθηκαν να διαχωρίσουν τις φωνές, δεν απέδωσαν στο αγγλόφωνο κομμάτι της έρευνας καλύτερα απ’ ό,τι στο κομμάτι με τα μανδαρινικά – δηλαδή οι οικείοι ήχοι τους φαίνονταν εξίσου άγνωστοι με τους ήχους που δεν τους έλεγαν απολύτως τίποτα», κατά τον δρα Γκαμπριέλι.
Οι ειδικοί λένε πως η νέα μελέτη καταδεικνύει επίσης τη διασύνδεση διαφόρων μηχανισμών του εγκεφάλου, οι οποίοι παίζουν ρόλο στην ανάγνωση.
Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Οταν απομνημονεύουμε μια φωνή για να μπορούμε να την αναγνωρίζουμε αργότερα, καταγράφουμε και το πώς προφέρει τις διάφορες λέξεις ο άνθρωπος που μιλάει. Οι πάσχοντες από δυσλεξία δεν διαθέτουν πλήρως αυτή τη δυνατότητα (έχουν δηλαδή μια φωνολογική διαταραχή), επειδή δεν λειτουργεί άρτια το κύκλωμα που αυτόματα συνθέτει όλες τις συνιστώσες του λόγου.
Μαγνητικές εγκεφάλου
Οι ερευνητές του ΜΙΤ προχώρησαν τη μελέτη τους ένα βήμα παραπέρα, υποβάλλοντας σε λειτουργικές μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλου (fMRI) τους εθελοντές τους την ώρα που προσπαθούσαν να αναγνωρίσουν τις φωνές και την ώρα που εκτελούσαν άλλες δραστηριότητες.
«Ανακαλύψαμε τεράστιες διαφορές στον τρόπο λειτουργίας των εγκεφάλων των δυσλεκτικών και των μη δυσλεκτικών, και σε εκπληκτικά ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων», είπε ο δρ Γκαμπριέλι. «Πιστεύουμε πλέον ότι υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα των μηχανισμών της μάθησης που δεν λειτουργεί σωστά στα άτομα με δυσλεξία και ότι κάποιους από αυτούς μπορεί κανείς να τους ξεπεράσει και άλλους όχι».
Με βάση όλα τα νέα ευρήματα, ο δρ Βάγκνερ εκτιμά ότι μία δραστηριότητα όπως η αναγνώριση των φωνών θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να εντοπίζονται τα μικρά παιδιά που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο δυσλεξίας.
Από την πλευρά της, η δρ Σέιγουιτς πιστεύει πως τα νέα ευρήματα μπορεί να έχουν σημαντικό αντίκτυπο και στη διδασκαλία των δυσλεκτικών παιδιών.
«Εάν ο δάσκαλος τα ρωτήσει “Ποια είναι η πρωτεύουσα της πολιτείας της Νέας Υόρκης”, είναι πιθανό να μην πάρει απάντηση και να υποθέσει ότι δεν ξέρουν την απάντηση», είπε παραστατικά. «Αν όμως ρωτήσει “Η πρωτεύουσα της Νέας Υόρκης είναι το Χιούστον ή το Αλμπανι”, το πιθανότερο είναι πως θα πάρει απάντηση, διότι το πρόβλημα δεν είναι η ελλιπής γνώση, αλλά η ανάκληση των λέξεων».